Η Ελληνική πολεμική βιομηχανία, το Ισραήλ και ο δρόμος της τεχνολογίας για την οικονομία
Η Ελλάδα αναστενάζει στα αεροδρόμια, τα τουριστικά γραφεία του εξωτερικού και τα άδεια πεντάστερα ξενοδοχεία. Το πως φτάσαμε το 25% της ελληνικής οικονομίας να ζει και να αναπνέει από και για τον τουρισμό και τα συναφή του επαγγέλματα είναι μία μεγάλη συζήτηση και ένα μεγάλο πρόβλημα, ειδικά για τα επόμενα δύο έως πέντε χρόνια που αναμένεται να κρατήσει η πανδημία και οι συνέπειές της. Το ότι χρειάζεται ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης έχει χιλιοειπωθεί.
Και δεν θα γράψω για τον πρωτογενή τομέα που είναι μεν σημαντικός αλλά ελλειμματικός ως προς τις ποσότητες και τις εξαγωγές για να αποδώσει σοβαρά στην χώρα αλλά για την τεχνολογία. Στο πλαίσιο της 4ης βιομηχανικής επανάστασης που χαρακτηρίζεται από την ευφυή εξειδίκευση, την αυτοεκπαίδευση των ίδιων των Μηχανών, την επιστήμη των Δεδομένων και την Τεχνητή Νοημοσύνη που συνδυαστικά δημιουργούν προκλήσεις και σημαντικές δυνατότητες. Με εφαρμογές από την καθημερινότητα των ανθρώπων, την εκπαίδευση, την υγεία, τις επικοινωνίες μέχρι και την πολεμική βιομηχανία. Και εδώ να σταθούμε σε μία είδηση που πέρασε στα ψιλά και φυσικά δεν προβλήθηκε από κανέναν τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό που συνεχίζουν να κυνηγούν στα αεροδρόμια τους τουρίστες «με το τουφέκι».
«Η Israel Aerospace Industries (IAI) ήρθε σε συμφωνία με μία αμιγώς ελληνική εταιρεία, την Intracom Defense (IDE) για την προμήθεια ενός ολοκληρωμένου Υβριδικού Συστήματος Παροχής Ενέργειας, βασισμένο στην προηγμένη τεχνολογία Hybrid Electric Power Systems (HEPS) που έχει αναπτύξει. η IAI επέλεξε θα ενσωματώσει την τεχνολογία HEPS της IDE στα συστήματά της για τις διεθνείς αγορές. Στο πλαίσιο αυτής της αρχικής σύμβασης ύψους 1,2 εκατ. ευρώ, η IDE θα ξεκινήσει παραδόσεις εντός του 2020.»
Δηλαδή οι Ισραηλινοί που θεωρούνται πρωτοπόροι σε τεχνολογικά ζητήματα εμπιστεύονται μια ελληνική εταιρεία που έχει το εργοστάσιό της στην Αττική, για να ζητήσουν τεχνογνωσία και καινοτομία ώστε να τους προμηθεύσουμε όπως έψαξα και μαθαίνω, «εξελιγμένες μονάδες Αποθήκευσης Ενέργειας, με λογισμικό Ενεργειακής διαχείρισης βασισμένο σε προηγμένη χημεία συσσωρευτών, ηλεκτρονικές διατάξεις ισχύος, και έξυπνο σύστημα διαχείρισης ενέργειας με δυνατότητα ιεράρχησης φορτίων σε περιβάλλον μικρο-δικτύου για απομακρυσμένα παρατηρητήρια σταθμούς Διοικήσεως, καταυλισμούς και επιχειρήσεις παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και αντιμετώπισης καταστροφών κλπ» χωρίς πολύ ντίζελ χωρίς πολύ θόρυβο ή θερμικό αποτύπωμα και με υψηλή τεχνολογία αντίστοιχη με αυτή που στο πρόσφατο παρελθόν έχει ζητήσει από την IDE και ο βρετανικός στρατός. Και δεν έχει σημασία το οικονομικό ύψος της σύμβασης αλλά το είδος της ευφυούς τεχνολογικής εξειδίκευσης ο διάδρομος που ανοίγεται.
Διάδρομος ιδιαίτερα σημαντικός αν λάβουμε υπ’ όψιν μας το μέγεθος της συγκεκριμένης Ισραηλινής εταιρίας όπως και το επίπεδο της τεχνολογίας που κατέχει. Ενώ δηλαδή έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε εταιρείες του Ισραήλ να εξάγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, το γεγονός ότι ενσωματώνουν σε πλατφόρμα παραγωγής τους ένα σύστημα σαν το HEPS, αναδεικνύει από μόνο του το επίπεδο της αξιοπιστίας αλλά και της τεχνολογίας της Ελληνικής εταιρείας αλλά και τις δυνατότητες της Ελλάδας σε αυτόν τον τομέα.
Μια διαφορετική εικόνα, μια διαφορετική Ελλάδα από εκείνη που καταβρέχει από χαρά αεροπλάνα με τουρίστες και κάνει τα στραβά μάτια για να μπει κανένας Σουηδός στη Ρόδο, χωρίς να υποτιμώ τον τουρισμό που όμως κακώς κατέστη «βιομηχανία» και μάλιστα απολύτως κυρίαρχη στην χώρα μας.
Και όλα αυτά την ώρα που οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις και η κατάσταση στη νοτιανατολική Μεσόγειο βρίσκονται «στο κόκκινο» και όλοι μιλούν για την ανάγκη ενίσχυσης του αμυντικού σχεδιασμού και της αποτρεπτικής δύναμης της χώρας. Σχεδιασμός που προφανώς κρίνεται από το κατά πόσο μπορεί η εθνική πολεμική βιομηχανία να παράσχει τόσο ποσοτικό όσο και ποιοτικό (τεχνολογικό) στρατιωτικό πλεονέκτημα. Και από ότι αποδεικνύεται έχει τις δυνατότητες. Μπορεί και πρέπει λοιπόν, αυτός ο αμυντικός σχεδιασμός να εφαρμοστεί στη βάση της εγχώριας παραγωγής αλλά και με υποέργα από τις διεθνείς συνεργασίες που θα αυξήσουν, τον παραγωγικό ιστό, τις θέσεις εργασίας, το ΑΕΠ, και την αποτρεπτική δύναμη της Ελλάδας.