Ετυμολογία λέξεων: Πες μου τ’ όνομά σου
«Πες μου τ’ όνομά σου» είναι ο τίτλος του νέου μουσικού βιβλίου του Φοίβου Δεληβοριά και περιλαμβάνει μια ιστορία παιδικών χρόνων και της σχέσης του με την πόλη και τους ανθρώπους της.
«Πες μου τ’ όνομά σου» τραγουδά η Αλίκη Καγιαλόγλου σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και στίχους του Νίκου Γκάτσου: «Πες μου, πες μου τ’ όνομά σου, πες το μια φορά τρυφερά. Πες το, πες το να κυλήσει σαν αργή βροχή στην ψυχή… Άσε, άσετ’ όνομά σου κάποιος να το πει στη σιωπή». Το όνομα λοιπόν. Είναι ό,τι αξίζει. Είναι το «άλφα μας αλλά και το ωμέγα μας».
Το όνομα είναι η αρχή της ανθρώπινης ζωής: «Και το όνομα αυτού …» διατυμπανίζει ο ιερέας λίγο πριν βουτήξει το μέχρι τότε ανώνυμο ον στην κολυμπήθρα.
Το όνομα παράγεται από την ρίζα γνο- αφού μπει το προκαταρκτικό «ο». Κατασκευάζουμε τώρα το «ο – γνο». Και στο τέλος τοποθετούμε το καταληκτικό «-μα» για να δηλώσουμε το αποτέλεσμα, εκείνο που έμεινε από την πράξη, μια πράξη που συντελέστηκε στο παρελθόν και τώρα αντιμετωπίζουμε το αποτέλεσμα της, αυτό που μας έμεινε ως κατάλοιπο.
Όπως λέμε «κίνη-μα» και όχι «κίνη-ση» (η οποία συντελείται ακόμα, στο παρόν πάει να πει, θυμηθείτε το «Κ» του ΠΑΣΟΚ, δεν είναι «Κίνηση», είναι «Κίνημα»), όπως λέμε «πάθη-μα» και όχι «πάθηση». Όπως λέμε «πράγ-μα» και όχι «πρά-ξη».
Έτσι η γλώσσα κατασκευάζει το «ό-νο-μα», ένα «παθητικό» και όχι «ενεργητικό» ουσιαστικό. Όμως, το ουσιαστικό έχει ουσία λόγω της ρίζας του και όχι λόγω του προκαταρκτικού του ή της κατάληξης του. Αυτά απλώς το χαρακτηρίζουν.
Όλη η ουσία του (ουσιαστικό γαρ) βρίσκεται στην ρίζα του. Και εδώ η ρίζα του είναι το γνο-. Αυτή παράγει το «όγνομα»: όνομα. Στα λατινικά το gno- men: nomen. Στα αγγλικά το name και ούτω καθεξής. Από το λατινικό λοιπόν, nomen παράγεται η nomenclatura που στα ελληνικά δεν άλλαξε και πολύ: Νομενκλατούρα! Ο ονομαστικός κατάλογος των αξιωματούχων σε ένα καθεστώς.
Μα το γνο- που παράγει το «όνομα», στη αιολική γίνεται «όνυμα» για να παράγει μαζί με το προκαταρκτικό «επί» («πρό-θεση» γαρ) το «επώνυμα» (ηχητικά «επώνυμο»), από εδώ και οι «επώνυμοι», οι προνομιούχοι, σε αντίθεση με τους «ανώνυμους» (με την τοποθέτηση του προκαταρκτικού – στερητικού «α»), τους μη προνομιούχους, τους φόρου υποτελείς στους «επώνυμους» άρχοντες του ονομαστικού καταλόγου της nomen-clatura.
Η γνο – είναι εκείνη που παράγει το «γνώ - ση». Δηλαδή, συνείδηση, αντίληψη. Η «γνώ – ση» και το «ο – γνο – μα» είναι ομόρριζες λέξεις, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν την ίδια ουσία. Για αυτό είναι το ίδιο. Όπως συμβαίνει και με τις: «γνω – ρίζω», «γνώ – μη», «γνώ – στης», «γνω – ματευση», «γι – γνώ – σκω», «ανά – γνω – ριση», «ανά – γνω – ση», και τόσες άλλες που σημαίνουν «αποκτώ γνώση των πραγμάτων από την στιγμή που δίνω στο καθένα από αυτά ένα όνομα».
Το έτυμον της λέξης μας «δίνει» την αλήθεια της γλώσσας.
Ο ήχος γνο- υπάρχει και λειτουργεί ανάμεσα στο «Εγώ» του ανθρώπου και στον περίγυρο του που το λέμε «Κόσμο», συνδέοντας το πρώτο με τον δεύτερο. Με άλλα λόγια, χωρίς αυτό το ηχητικό σύμβολο δεν θα υπήρχε τίποτε ή μάλλον θα υπήρχε το «α - γνω - στο», το άρρητο. Αυτό που η ψυχανάλυση ονομάζει Πραγματικό. Η συνείδηση, η σκέψη, η μνήμη κατασκευάζονται από αυτούς τους συμβολικούς ήχους. Η ιδέα γεννιέται ταυτόχρονα και μετά από την γλωσσική μορφή που την εκφράζει.
Για αυτό και πρέπει να ναι σαφές σε όλους μας: σκεφτόμαστε, θυμόμαστε και πράττουμε με λέξεις – οχήματα εννοιών. Καμία πράξη μας δεν μπορεί να λάβει χώρα χωρίς την παρεμβολή αυτών των ηχητικών συμβόλων. Μια παρεμβολή που λειτουργεί ανάμεσα στο «Εγώ» και τον «Κόσμο» που περιβάλλει το πρώτο. Είναι αυτά τα ηχητικά σύμβολα που η ψυχανάλυση ονομάζει Συμβολικό και είναι η απουσία τους που καθιστά τα πράγματα γύρω μας (αλλά και μέσα μας) άρρητα, άγνωστα που η ψυχανάλυση ονομάζει Πραγματικό. Είναι η ερμηνεία που δίνουμε σε αυτά τα σύμβολα που λέγεται σημασία και είναι αυτή η σημασία που η ψυχανάλυση ονομάζει Φαντασιακό.