Ντέιβιντ Γκρέιμπερ: «Η ουτοπία των κανόνων» και πράξεις βίας
Στην ενότητα Απόψεις φιλοξενούμε απόσπασμα από το βιβλίο του «Η ουτοπία των κανόνων. Περί τεχνολογίας, ανοησίας και των κρυφών χαρών της γραφειοκρατίας». Σε μετάφραση του Άκη Γαβριηλίδη.
Το γεγονός ότι η βία επιτρέπει να παίρνουμε αυθαίρετες αποφάσεις, και έτσι να αποφεύγουμε τις συζητήσεις, αποσαφηνίσεις και αναδιαπραγματεύσεις που χαρακτηρίζουν πιο εξισωτικές κοινωνικές σχέσεις, είναι προφανώς αυτό που κάνει τα θύματά της να βλέπουν όσες διαδικασίες δημιουργήθηκαν στη βάση της βίας ως ανόητες ή άλογες.
Οι περισσότεροι είμαστε ικανοί να σχηματίσουμε μια έστω επιφανειακή ιδέα για το τι σκέφτονται ή αισθάνονται άλλοι, παρατηρώντας απλώς τον τόνο της φωνής ή τη γλώσσα του σώματός τους -συνήθως δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε τις άμεσες προθέσεις και τα κίνητρα των ανθρώπων, αλλά για να πάμε πέρα από αυτό το επιφανειακό επίπεδο συχνά θέλει πολλή δουλειά.
Πολλές από τις καθημερινές δραστηριότητες της κοινωνικής ζωής, μάλιστα, συνίστανται στο να αποκρυπτογραφούμε τα κίνητρα και τις αντιλήψεις των άλλων. Αυτό ας το αποκαλέσουμε «ερμηνευτική εργασία». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όσοι βασίζονται στο φόβο της ισχύος δεν χρειάζεται να μπουν και πολύ στον κόπο να εργασθούν ερμηνευτικά, οπότε γενικώς δεν μπαίνουν.
Ως ανθρωπολόγος, ξέρω ότι τώρα μπαίνω σε επικίνδυνο έδαφος. Όταν -σπανίως- στρέφουν το ενδιαφέρον τους στη βία, οι ανθρωπολόγοι τείνουν να υπογραμμίζουν ακριβώς την αντίθετη πτυχή: το πώς οι πράξεις βίας περιέχουν νόημα και επικοινωνία -ακόμα και το πώς μπορεί να μοιάζουν με την ποίηση. Όποιος υπονοήσει το αντίθετο, θα κατηγορηθεί αμέσως για στρουθοκαμηλισμό: «δηλαδή πραγματικά εννοείς ότι η βία δεν έχει συμβολική ισχύ, ότι οι σφαίρες και οι βόμβες δεν προορίζονται να επικοινωνήσουν κάτι;».
Λοιπόν, για να μην αφήνω παρανοήσεις: όχι, δεν εννοώ αυτό. Αλλά υπονοώ ότι ίσως να μην είναι αυτό το πιο σημαντικό ερώτημα. Πρώτα απ’ όλα, επειδή παίρνει ως δεδομένο ότι η «βία» αναφέρεται πρωτίστως σε πράξεις βίας -σε πραγματικά σκουντήματα, μπουνιές, μαχαιρώματα ή εκρήξεις- και όχι στην απειλή βίας, και στα είδη κοινωνικών σχέσεων που η διάχυτη απειλή βίας καθιστά δυνατά. Κατά δεύτερον, επειδή σε αυτήν την περιοχή φαίνεται ότι οι ανθρωπολόγοι, και γενικότερα οι ακαδημαϊκοί, είναι ευεπίφοροι στο να πέσουν θύμα της σύγχυσης μεταξύ ερμηνευτικού βάθους και κοινωνικής σημαντικότητας. Με άλλα λόγια, αυτομάτως υποθέτουν ότι το πιο ενδιαφέρον σχετικά με τη βία είναι και το πιο σημαντικό.
Θα πάρω αυτά τα δύο σημεία ένα-ένα. Είναι άραγε ακριβές ότι οι πράξεις βίας είναι επίσης, από γενική άποψη, πράξεις επικοινωνίας; Ασφαλώς είναι. Αλλά αυτό αληθεύει λίγο πολύ για κάθε μορφή ανθρώπινης δράσης. Μου κάνει εντύπωση που το πραγματικά σημαντικό με τη βία είναι ότι αποτελεί ίσως τη μόνη μορφή ανθρώπινης δράσης η οποία εμπεριέχει έστω τη δυνατότητα να έχει κοινωνικά αποτελέσματα χωρίς να είναι επικοινωνιακή.
Για να είμαι ακριβέστερος: η βία πιθανότατα είναι ο μόνος τρόπος κατά τον οποίο ένα ανθρώπινο ον μπορεί να κάνει κάτι που θα έχει σχετικώς προβλέψιμα αποτελέσματα πάνω στις πράξεις ενός προσώπου, σχετικά με το οποίο δεν κατανοεί τίποτε. Με οποιονδήποτε άλλο τρόπο και να προσπαθήσετε να επηρεάσετε τις πράξεις ενός άλλου, πρέπει να έχετε τουλάχιστον κάποια ιδέα για το ποιος νομίζει ότι είναι, τι μπορεί να θέλει από την κατάσταση, τι αρέσκεται και τι απεχθάνεται να κάνει κ.ο.κ. Αν τους κοπανήσετε με αρκετή δύναμη στο κεφάλι, όλα αυτά καθίστανται άνευ νοήματος.
Είναι αλήθεια ότι τα αποτελέσματα που μπορεί να πετύχει κανείς εξουδετερώνοντας ή θανατώνοντας κάποιον είναι πολύ περιορισμένα. Είναι όμως πραγματικά –και το κρίσιμο είναι ότι μπορούμε να ξέρουμε εκ των προτέρων ποια ακριβώς θα είναι. Κάθε εναλλακτική μορφή δράσης δεν μπορεί, χωρίς κάποια προσφυγή σε κοινά νοήματα και αντιλήψεις, να έχει κανένα προβλέψιμο αποτέλεσμα. Επιπλέον, οι απόπειρες να επηρεάσουμε άλλους με την απειλή βίας, αν και προϋποθέτουν κάποιο επίπεδο κοινών αντιλήψεων, αυτό δεν χρειάζεται να είναι ιδιαίτερα υψηλό.
[caption id="attachment_1680369" align="alignnone" width="800"] ) David Graeber είναι επίσης συγγραφέας του: "The First 5,000 Years and The Democracy Project"[/caption]
Οι περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις –ιδίως αυτές που διαρκούν, είτε αφορούν παλαιούς φίλους είτε παλαιούς εχθρούς- είναι εξαιρετικά πολύπλοκες, πυκνές σε ιστορία και σημασία. Για να διατηρηθούν, απαιτείται μια διαρκής και συχνά λεπτή εργασία φαντασίας, μια διαρκής προσπάθεια να δούμε τον κόσμο από την οπτική γωνία άλλων. Αυτό αποκάλεσα προηγουμένως «ερμηνευτική εργασία». Το να απειλήσουμε άλλους με σωματικές βλάβες μάς επιτρέπει να απαλλαγούμε απ’ όλα αυτά. Καθιστά δυνατές σχέσεις ενός πολύ πιο απλού και σχηματικού τύπου («πέρνα αυτή τη γραμμή και σε πυροβολώ», «μια λέξη ακόμα να πείτε και σας έκλεισα στη φυλακή»). Γι’ αυτό φυσικά και η βία είναι τόσο συχνά το όπλο που προτιμά ο ηλίθιος. Θα μπορούσαμε μάλιστα να το πούμε «το ατού τού ηλίθιου», αφού (και αυτό είναι σίγουρα μια από τις τραγωδίες της ανθρώπινης ύπαρξης) είναι η μόνη μορφή ηλιθιότητας στην οποία είναι τόσο δύσκολο να βρει κανείς μια ευφυή απάντηση.
Εδώ βέβαια είναι ανάγκη να εισάγω μία κρίσιμη διαφοροποίηση. Τα πάντα, εδώ, εξαρτώνται από την ισορροπία δυνάμεων. Εάν δύο μέρη εμπλέκονται σε έναν σχετικά ισότιμο διαγωνισμό βίας –ας πούμε, είναι στρατηγοί αντίπαλων στρατών- έχουν σοβαρό λόγο να προσπαθήσουν να μπουν ο ένας στο κεφάλι του άλλου. Μόνο όταν μία πλευρά υπερτερεί συντριπτικά ως προς την ικανότητα να πλήξει σωματικά την άλλη, παύει να υπάρχει αυτή η ανάγκη.
Αυτό όμως έχει πολύ βαθιά επίδραση, διότι σημαίνει ότι το πιο χαρακτηριστικό αποτέλεσμα της βίας, η ικανότητά της να αναδεικνύει την ανάγκη «ερμηνευτικής εργασίας», βγαίνει στην επιφάνεια όταν η ίδια η βία είναι λιγότερο από κάθε άλλη φορά ορατή –και μάλιστα όταν είναι απίθανο να τελεστούν θεαματικές πράξεις σωματικής βίας. Πρόκειται φυσικά για τις καταστάσεις που μόλις όρισα ως δομικά βίαιες: συστηματικές ανισότητες που σε τελευταία ανάλυση υποστηρίζονται από απειλή βίας. Για το λόγο αυτό, καταστάσεις δομικής βίας απαράλλακτα παράγουν ακραία μονόπλευρες δομές ταύτισης μέσω της φαντασίας.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι συχνά πιο ορατά όταν οι δομές ανισότητας παίρνουν τις πιο βαθιά εσωτερικευμένες μορφές. Οι έμφυλες σχέσεις είναι και πάλι ένα κλασικό παράδειγμα. Ας πούμε, στις αμερικανικές κωμωδίες καταστάσεων της δεκαετίας του 50, υπάρχει μία ανεξάντλητη δεξαμενή αστείων: το πόσο αδύνατο είναι να καταλάβεις τις γυναίκες. Τα αστεία αυτά (που φυσικά τα λένε άντρες) πάντοτε εμφάνιζαν τη γυναικεία λογική ως θεμελιωδώς ξένη και ακατανόητη. «Πρέπει να τις αγαπάμε», ήταν πάντα το μήνυμα, «αλλά ποιος μπορεί πραγματικά να καταλάβει πώς σκέπτονται αυτά τα πλάσματα;».
Κανείς ποτέ δεν είχε την εντύπωση ότι οι εν λόγω γυναίκες είχαν κάποιο πρόβλημα να κατανοήσουν τους άντρες. Ο λόγος είναι φανερός: οι γυναίκες δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να κατανοούν τους άντρες. Στην Αμερική, η δεκαετία του 50 ήταν το απόγειο ενός ιδανικού περί της πατριαρχικής οικογένειας με μία μόνο πηγή εισοδήματος, και μεταξύ των πιο ευκατάστατων το ιδανικό αυτό συχνά επιτυγχανόταν. Οι γυναίκες που δεν είχαν πρόσβαση σε δικό τους εισόδημα ή πόρους, προφανώς δεν είχαν άλλη λύση παρά να δαπανούν πολύ χρόνο και ενέργεια για να καταλαβαίνουν πώς σκέφτονταν οι άντρες οικείοι τους.
Η ρητορική αυτού του τύπου περί των μυστηρίων της θηλυκότητας φαίνεται να είναι αιώνιο διακριτικό τέτοιων πατριαρχικών διευθετήσεων. Συνήθως συνοδεύεται από μια αίσθηση ότι οι γυναίκες, μολονότι άλογες και ανεξήγητες, παρόλα αυτά έχουν πρόσβαση σε μία μυστηριώδη, σχεδόν μυστικιστική σοφία (τη «γυναικεία διαίσθηση») που στερούνται οι άνδρες. Και βεβαίως κάτι ανάλογο συμβαίνει σε κάθε σχέση ακραίας ανισότητας: οι αγρότες, για παράδειγμα, πάντοτε αναπαρίστανται ως βλακωδώς απλοί, αλλά ταυτόχρονα κατά κάποιο μυστικό τρόπο σοφοί.
Γενιές ολόκληρες γυναικών μυθιστοριογράφων –η πρώτη που μας έρχεται στο μυαλό είναι η Βιρτζίνια Γουλφ (Μέχρι το Φάρο)- τεκμηρίωσαν την άλλη πλευρά αυτών των διευθετήσεων: τους διαρκείς κόπους τους οποίους πρέπει τελικά να καταβάλλουν οι γυναίκες προκειμένου να διαχειρίζονται, να διατηρούν και να προσαρμόζουν τα Εγώ διαφόρων ξεχασιάρηδων και επηρμένων ανδρών, και οι οποίοι προϋποθέτουν μια ασταμάτητη εργασία ταύτισης μέσω της φαντασίας.
Η εργασία αυτή συνεχίζεται σε όλα τα επίπεδα. Οι γυναίκες παντού καλούνται ασταμάτητα να φαντάζονται πώς φαίνεται η μία ή η άλλη κατάσταση από ανδρική οπτική γωνία. Οι άνδρες δεν καλούνται σχεδόν ποτέ να κάνουν το ίδιο για τις γυναίκες. Τόσο βαθιά εσωτερικευμένο είναι αυτό το σχήμα συμπεριφοράς, που πολλοί άνδρες αντιδρούν έστω και στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, σαν η ιδέα αυτή να ήταν από μόνη της μια πράξη βίας.
Μια άσκηση που κάνουν συχνά οι καθηγητές δημιουργικής γραφής στα γυμνάσια στην Αμερική, για παράδειγμα, είναι να ζητάνε από τους μαθητές να φανταστούν ότι, για μια μέρα, μεταμορφώθηκαν σε ένα πρόσωπο του αντίθετου φύλου, και να περιγράψουν πώς θα ήταν. Όπως προκύπτει, το αποτέλεσμα είναι ανησυχητικά ομοιόμορφο. Τα κορίτσια γράφουν όλα εκτενείς και λεπτομερείς εκθέσεις που δείχνουν σαφώς ότι έχουν αφιερώσει πολύ χρόνο για να σκεφτούν το θέμα αυτό. Στα αγόρια, συνήθως ένα υπολογίσιμο μέρος αρνούνται να γράψουν καν την έκθεση. Και όσα την γράφουν, καθιστούν σαφές ότι δεν έχουν την παραμικρή ιδέα πώς μοιάζει να είσαι ένα κορίτσι στην εφηβεία, και αγανακτούν όταν τους λένε ότι θα πρέπει να αναρωτηθούν γι’ αυτό.
Πηγή: nomadicuniversality.com