Ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν ένα από τα τρία παιδιά μιας ευκατάστατης οικογένειας. Μέρος των παιδικών του χρόνων (1920-1925), το πέρασε στην πολυτελή έπαυλητης οικογενείας Μεταξά κοντά στη θεία του Δέσποινα Μεταξά, η οποία ήταν αδερφή της μητέρας του και παρ' όλο που η οικογένεια Τσαρούχη μετακόμισε το 1927 στην Αθήνα, ο Πειραιάς ρίζωσε βαθιά μέσα του, τόσο για το μεγαλοαστικό περιβάλλον στο οποίο ανατράφηκε και τον επηρέασε καλλιτεχνικά, όσο και για τις φτωχές λαϊκές συνοικίες όπου συχνά πραγματοποιούσε αποδράσεις κατά τα παιδικά του χρόνια. Στο σχολείο δεν ήταν ιδιαίτερα καλός μαθητής και του άρεσε πάντα να σχεδιάζει.
Τα πρώτα του έργα τα εξέθεσε το 1929 στο Άσυλο Τέχνης. Η επιτυχία που σημείωσε τον οδήγησε στη συνέχεια να φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1929–1935)με καθηγητές τους Ιακωβίδη, Βικάτο και Παρθένη. Παράλληλα, κατά το διάστημα 1931–1934, μαθήτευσε κοντά στον Φώτη Κόντογλου, ο οποίος τον μύησε στη βυζαντινή αγιογραφία, ενώ μελέτησε την λαϊκή αρχιτεκτονική και ενδυμασία. Μαζί με τους Δημήτρη Πικιώνη, Φώτη Κόντογλου και Αγγελική Χατζημιχάλη πρωτοστάτησε στο αίτημα της εποχής για την ελληνικότητα της τέχνης, «είναι φυσικό να θέλω να κάνω ελληνικό ό,τι μ’ αρέσει στην Αναγέννηση. Αλλά ποτέ δεν θέλησα να γίνω Ιταλός…» έλεγε. Την περίοδο 1935–1936, αφού πρώτα επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, ταξίδεψε στο Παρίσι και στην Ιταλία. Επισκεπτόμενος τα διάφορα μουσεία ήρθε σε επαφή με δημιουργίες της Αναγέννησης και του Ιμπρεσιονισμού καθώς και με τα σύγχρονα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής του.
Το 1938, δύο χρόνια μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα πραγματοποίησε την πρώτη του ατομική έκθεση στο κατάστημα Αλεξοπούλου της οδού Νίκης στην Αθήνα με έργα που παρουσίαζαν ιδιαίτερη προσωπικότητα που εξήραν οι τότε τεχνοκριτικοί Παπαντωνίου και Καπετανάκης. Το 1940 επιστρατεύτηκε και στον πόλεμο βρέθηκε στην Αλβανία.Εργάστηκε για τα καμουφλάζ στρατιωτικών εγκαταστάσεων και ζωγράφιζε την μορφή της Παναγίας, όπου και την χάριζε σε όλους τους φαντάρους. Έλληνες και Αλβανούς. Όπως έλεγε και ο ίδιος: «Για μένα, ο πόλεμος του ‘40 έμοιαζε με κακοργανωμένη εκδρομή».
Σε όλη την κατοχή δούλεψε στο θέατρο ως σκηνογράφος.Άνοιξε και μια σχολή ζωγραφικής, «μια σχολή του δρόμου»όπως την χαρακτήριζε. Ανάμεσα στους μαθητές ήταν ηΡοζίτα Σώκου, ο Κοσμάς Ξενάκης, ο σκηνογράφοςΓεωργιάδης, οΜίνως Αργυράκης. Παράλληλα με τη ζωγραφική ο Γιάννης Τσαρούχης ασχολήθηκε και με τη θεατρική σκηνοθεσία, μάλιστα από το 1928. Σχεδίασε σκηνικά και ενδυμασίες για τα θέατρα "Εθνικό" ("Βασιλικό"), "Κοτοπούλη", "Δημοτικό" Πειραιώς κ.ά. ειδικά πρόζας, καθώς και για το κλασσικό έργο "Ρωμαίος και Ιουλιέττα" που ανέβηκε το 1954 στον τότε Βασιλικό κήπο.Η πρώτη του δουλειάστο θέατρο, ήταν για τον “Άνθρωπο και τα όπλα”, με τον θίασο τηςΚατερίνας Ανδρεάδη. Εκεί γνωρίστηκε και με τηνΜελίνα Μερκούρηκαι τονΜάνο Χατζιδάκι. Το 1947 πραγματοποίησε 2 ατομικές εκθέσεις με υδατογραφίες και θεατρικά προσχέδια. Ήταν ένας νέος γοητευτικός άνδρας. Μία άλλη έντονη προσωπικότητα της εποχής ηηθοποιός Σαπφώ Νοταρά μάλιστα τον είχε ερωτευτεί σε έναν έρωτα ανεπίδοτο:
Το 1950 μετέβη εκ νέου στο Παρίσι όπου ένα χρόνο μετά, το 1951, εξέθεσε στο Παρίσι και στο Λονδίνο στη "Ρέτφρη Γκάλερυ", ενώ το 1953 υπέγραψε συμβόλαιο με την γκαλερί Ιόλας της Ν. Υόρκης. Επιστρέφει στην Ελλάδα και γίνεται καθηγητής στη σχολή Δοξιάδη και υπάλληλος στην Εμπορική Τράπεζα. Το 1958 έφυγε για την Αμερική, όπου δούλεψε με τηνΜαρία Κάλλας, στην “Μήδεια” που σκηνοθέτησε οΜινωτήςκαι στην “Θαίδα” που σκηνοθέτησε οΦράνκο Τζεφιρέλι. Το 1962 παραιτήθηκε από την τράπεζα και μεπροτροπή του Τεριάντ άρχισε να ζωγραφίζει εντατικά. Άρχισε να πουλάει έργα του σε πλούσιους και να γίνεται ευρέως γνωστός.
(Κάρολος Κουν, Γιάννης Τσαρούχης, Αλέξης Μινωτής)
Με τη δικτατορία έφυγε από την Ελλάδα και για δέκα χρόνια εγκαταστάθηκε στη Γαλλία. Συνεργάζεται με δύο από τις πιο κορυφαίες γκαλερί, του Κλωντ Μπερνάρ και του Σάντρο Μάντσο.Το 1977, στην Ελλάδα πραγματοποίησε ένα μεγάλο του όνειρο. Ανέβασε τις “Τρωάδες” σε δική του μετάφραση και σκηνοθεσία. Ακόμα και σήμερα, αυτή η παράσταση αποτελεί μια από τις σημαντικότερες προσεγγίσειςτου έργου. Η αγάπη του για τη Μαρία Κάλλας ήταν μεγάλη. Όταν το 1977 είχε ανεβάσει τις Τρωάδες σε ένα πάρκινγκ στην οδό Σίνα, την ημέρα που πέθανε η Κάλας, ανέβηκε ο ίδιος στην σκηνή και είπε:«Σας αναγγέλλω με μεγάλη θλίψη ότι η Mαρία Kάλλας πέθανε. Ήταν μια θεά και θα μείνει αθάνατη. Αλλά μην ξεχνούμε ποτέ ότι η καχεκτική ελληνική Λυρική Σκηνή τη βρήκε ανεπαρκή και την ανάγκασε να φύγει από την Ελλάδα».
.«Αγαπώ την Κάλας και την Σωτηρία Μπέλου. Και δεν αισθάνομαι διχασμένος.Ας κοπιάσουν όσοι σκανδαλίζονται γι’ αυτό να καταλάβουν τι μου συμβαίνει. Εγώ πάντως κόπιασα και κοπιάζω για να βρω μια τάξη και μια ισορροπία. Θέλω συνεχώς να γνωρίζω και να ξεκαθαρίζω. Για να είμαι ελεύθερος ν’ αγαπήσω απόλυτα».«Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι η ατόφια ελληνική ψυχή».
Όπως παρατήρησε και οΟδυσσέας Ελύτης, η ελληνικότητα του Τσαρούχη προσδιορίζεται αφενός σε εικόνεςόπως ο ζεϊμπέκικος χορός και οι ναύτες για να αφηγηθεί μια ολόκληρη εποχή, αφετέρου όμως καταφέρνει να συνομιλήσει με τον σύγχρονο τρόπο αντίληψης και πραγμάτωσης της τότε εποχής.
Η μεγάλη του αγάπη για τον ιδιαίτερο αυτό χορόφαίνεται και στα πολλά έργα του με θέμα το ζεϊμπέκικο. «Στα πρώτα ζεϊμπέκικα πού έζωγράφισα, τις φιγούρες τις έντυσα με στρατιωτικά η ναυτικά ρούχα γιατί απ’ αυτούς είδα να χορεύεται ο χορός αυτός. Όταν άρχισα να ζωγραφίζω γυμνούς χορευτές, με πείραζε κάπως και, για να κάνω πιθανά τα οράματα μου, επινόησα με τη φαντασία μου παραλιακά καφενεδάκια στα όποια αναδυόμενοι κολυμβητές, υπό τους ήχους ενός βραχνού φωνογράφου η ενός τζούκ μποξ έρχονταν στο τσακίρ κέφι και χόρευαν ζεϊμπέκικο η τσάμικο, αλλά προς τί οι δικαιολογίες μου όταν ο Ανδρέας Εμπειρίκος το είπε μια για πάντα για μένα, ότι οι φιγούρες μου είναι πάντα γυμνές, ακόμη και όταν είναι ντυμένες».
Το 1965 ο Γιάννης Τσαρούχης έχτισε το σπίτι και εργαστήριο του,στην οδό Πλουτάρχου 28, στο Μαρούσι . Στο ισόγειο ήταν οι προσωπικοί του χώροι , στον πρώτο όροφο και στο δώμα, το εργαστήριό του. Το 1981 ιδρύει το ομώνυμο Ίδρυμά του και μετατρέπει τον πρώτο όροφο και το δώμα σε εκθεσιακούς χώρους για τα έργα του.Το ονόμαζε ο ίδιος Μουσείο Αμαρουσίου και διοργάνωνε και επιμελούταν τις εκθέσεις που γίνονταν σε αυτό.
Οι πίνακές του Γιάννη Τσαρούχη περικλείουν αφομοιωμένα πολλά λαϊκά και λαογραφικά στοιχεία, ιδιαίτερα από το λιμάνιτου Πειραιά. Σ΄ αυτόν οφείλεται η καθιέρωση, σχεδόν σε όλες τις σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου που γυρίστηκαν σε λαϊκά κέντρα, της παρουσίας του ναύτη είτε σε χορό είτε όχι, θεωρούμενη μάλιστα και απαραίτητη.
Αλλά εισήγαγε ουσιαστικά και το ανδρικό γυμνό στα έργα του κάτι που σόκαρε τις συντηρητικές φωνές της ελληνικής κοινωνίας.«Μου αρέσει να ζωγραφίζω γυμνά, γιατί έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την ψυχική γεωμετρία του ανθρώπου. Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης. Πρέπει να αντιμετωπίζει κανείς το σώμα σαν έργο του αγαθού πατρός Θεού και όχι του σατανά, όπως επίστευαν οι επάρατοι εχθροί της Εκκλησίας, μονοφυσίτες».
Όταν στο Ζάππειο ο Τσαρούχης μέσα σε πολλά άλλα έργα παρουσίασε το έργο του «Ναύτης καθιστός και γυμνό ξαπλωμένο»(1948), δέχτηκε την επίθεση σύσσωμου του ναυτικού και στρατιωτικού σώματος με την κατηγορία της προσβολής. Αναγκάστηκε τελευταία ημέρα να το κατεβάσει για να γλιτώσει την σύλληψη από την ΕΑΤ-ΕΣΑ. Οερωτισμός των ανδρικών σωμάτων στη ζωγραφική τουδηλώνει αδιαμφισβήτητατην ερωτική μάτια στην απόδοση των μοντέλων του, αλλά ο ίδιος δεν την παραδέχτηκε ποτέ στον δημόσιο λόγο του. Πάντα μετέθετε αλλού το κέντρο βάρους. Ο Τσαρούχης υπερασπίστηκε με σθένος το δικαίωμα στη(-)ουαλικότητα καιτον ερωτισμό αλλά το δικό του δικαίωμάνα μην αποκαλύψει δημοσίως τίποτα σχετικό με τη (-)ουαλικότητά του. Μια ερμηνεία μπορεί να είναι ότιο Τσαρούχης δεν εισήγαγε στον δημόσιο λόγο του το τεράστιο κεφάλαιο της ομοφυλόφιλης επιθυμίας επειδή με αυτόν τον τρόπο γλίτωνε τα έργα του από ομοφοβικές εξάρσεις και διασφάλιζε το δικαίωμά του να λέει όσα είχε να πει μόνο μέσα από τους πίνακές του.
Στη ζωγραφική του Τσαρούχηη παράδοση της νεοελληνικής ζωγραφικής ταυτίστηκε με τα νεότερα ευρωπαϊκά ρεύματα, για να βρει την πιο ευαίσθητη, ζωντανή έκφραση της. Ένα πολύ χαρακτηριστικό του έργο «Οι τέσσερις εποχές» (λάδι σε πανί,1969) απεικονίζει τιςεποχέςως ανθρώπινες μορφές. Είναι κοινοί θνητοί, άνθρωποι απλοί, καθημερινοί που μπορεί να συναντάμε στο δρόμο, να μένουν δίπλα μας. Απεικονίζονται δύο γυναίκες και δύο άντρες να στέκονται μπροστά σε ένα τραπέζι με φρούτα. Ο Γιάννης Τσαρούχης θέλει εδώ να αναδείξειτην ομορφιά του ανθρώπουαλλά και των απλών καθημερινών πραγμάτων. Όλα είναι συμβολικά και σημαντικά. Το μεγάλο τραπέζι συμβολίζει την ιερή στιγμή του φαγητού όπου συγκεντρώνονται όλοι γύρω από αυτό. Είναι η ελληνική παράδοσηπου ενώνει όλη την οικογένεια, όλη τη γειτονιά, όλο το χωριό. Εκεί βρίσκονται φρούτα από όλες τις εποχές: σταφύλια, ροδάκινα, βερίκοκα, καρπούζι, κεράσια, ρόδια, πεπόνια. Είναι ένας πίνακας όπου οι τέσσερις εποχές έχουν όλες τις αναμνήσεις τις χώρας μας, όπως τις ζούμε εμείς οι Έλληνες από τη στιγμή που γεννιόμαστε.
Ο Γιάννης Τσαρούχης θεωρείται από τους μεγαλύτερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους με τεράστια προβολή και αποδοχή στο εξωτερικό και το έργο του είναι συνδεδεμένο με την ελληνικότητα, την αγάπη για το ανθρώπινο σώμα μέσα από την αφήγηση μιας ολόκληρης εποχής.