Έκτη Αίσθηση: Η ταινία σταθμός γίνεται 21 χρονών - Κυκλοφόρησε καλοκαίρι του 1999
Με αφορμή την επέτειο μιας ταινίας που άφησε εποχή αναδημοσιεύουμε απόσπασμα από ένα άκρως ενδιαφέρον άρθρο του Γιάννη Βασιλείου, που θα μας θυμίσει πολλά.
Το κινηματογραφικό καλοκαίρι του 1999 στις ΗΠΑ είχε ρομαντικές κομεντί με την Τζούλια Ρόμπερτς, τον δεύτερο Austin Powers, την αναβίωση της νεανικής σεξοκωμωδίας με το American Pie, την πολυαναμενόμενη τότε δεύτερη συνεργασία του Γουίλ Σμιθ με τον Μπάρι Σόνενφελντ στο Wild Wild West, είχε, φυσικά, και το κύκνειο άσμα του Κιούμπρικ με Τομ Κρουζ και Νικόλ Κίντμαν.
Στις 6 Αυγούστου, μήνα που τον καιρό εκείνο οι εταιρείες προγραμμάτιζαν όσες ταινίες πίστευαν ότι δεν είναι αρκετά καλές ή ιδιαίτερα ελκυστικές ώστε να κόψουν πολλά εισιτήρια, η Ντίσνεϊ κυκλοφόρησε μια ταινία που λεγόταν Η Έκτη Αίσθηση. Η Έκτη Αίσθηση που βγήκε τελείως αθόρυβα στις αίθουσες – φανταστείτε πως στο καθιερωμένο καλοκαιρινό preview του περιοδικού Entertainment Weekly δεν υπήρξε ούτε απλή μνεία - , δεν βρέθηκε χώρος γι' αυτήν ανάμεσα σε άλλες 134 ταινίες.
Σκηνοθέτης της ήταν ένας άσημος Ινδοαμερικανός που είχε υπογράψει την πιο αποτυχημένη εισπρακτικά ταινία της προηγούμενης χρονιάς, το Wide Awake, ένα διδακτικό, άκακο, αλλά σχεδόν αφόρητα γλυκερό παραμυθάκι. Ανήκε στο είδος του μεταφυσικού θρίλερ, είδος που, αν ρίξεις μια ματιά στo box-office της δεκαετίας, θα έλεγες πως σηματοδοτεί εισπρακτικό θάνατο. Στα χαρτιά μόνος παράγοντας έλξης για το κοινό ήταν η παρουσία του Μπρους Γουίλις, που έναν χρόνο πριν, με το Armageddon του Μάικλ Μπέι, πραγματοποίησε εμπορικό comeback μετά από ένα σερί τεσσάρων ημιαποτυχημένων πρωταγωνιστικών οχημάτων.
Έλα όμως που, δίχως να το περιμένει κανείς, το πρώτο της τριήμερο η ταινία κατέκτησε την πρώτη θέση στο box-office, με το Σάββατο να σημειώνει άνοδο σε σχέση με την Παρασκευή, φαινόμενο εξαιρετικά σπάνιο –αν όχι αδιανόητο– για ταινία τρόμου, που συνεπάγεται θετικό word of mouth. Αυτό ήταν και το κλειδί της επιτυχίας: το word of mouth. Οι θεατές έβγαιναν συγκλονισμένοι από την αίθουσα και προέτρεπαν φίλους και γνωστούς να δουν οπωσδήποτε αυτή την ταινία, δίχως περαιτέρω πληροφορίες.
Η Ντίσνεϊ κυκλοφόρησε νέα poster που παρακαλούσαν τους θεατές να μην αποκαλύψουν το φινάλε σε όσους δεν την έχουν δει, ένα διαφημιστικό τρικ που φέρνει αποτελέσματα από την εποχή του Diabolique (1955) του Ζορζ Ανρί Κλουζό. Κι εκείνοι έτσι έπρατταν, κράτησαν το μυστικό σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια, συμβάλλοντας έτσι στην επιτυχία της ταινίας. Στους αναλυτές του box-office τα κρατήματα της ταινίας είναι θρυλικά, στο πέμπτο της Σαββατοκύριακο μάλιστα σημείωσε άνοδο – δεν συμβαίνουν αυτά σήμερα.
https://www.youtube.com/watch?v=N_lWLTpCG78
Η φήμη αυτή την ακολούθησε και στον υπόλοιπο κόσμο όπου άνοιξε σταδιακά, προκαλώντας ανάλογο χαλασμό. Στη χώρα μας έκλεισε στη δεύτερη θέση του ετήσιου box-office. Στον Γαλαξία, το τοπικό σινεμά της λεβεντομάνας Φθιώτιδας, όπου ζούσε τότε ο υπογράφων, η ταινία έπαιζε για εννιά συνεχόμενες εβδομάδες, τα δε πρώτα τρία Σαββατοκύριακα ο αιθουσάρχης έβγαζε και πλαστικές καρέκλες προκειμένου να καλύψει τη ζήτηση και κατέληγε να διώχνει κόσμο.
Η ταινία έφτασε μέχρι τις υποψηφιότητες των Όσκαρ –μέγα κατόρθωμα για ταινία του είδους– και, αν το momentum δεν ευνοούσε το American Beauty, άνετα θα είχε φύγει με μερικά από αυτά. Πολλοί οι λόγοι αυτής της απρόσμενης επιτυχίας, που έγινε τέτοια επειδή διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, ο βασικός, όμως, στα μάτια μου ο εξής ένας: πρόκειται για μια θαυμάσια ταινία, στην οποία λειτούργησαν τα πάντα στην εντέλεια για τον (ως έναν βαθμό δικαιολογημένα) αμφιλεγόμενο δημιουργό της.
Η Έκτη Αίσθηση είναι ασφαλώς μυστικοπαθής, ανοίγει τα χαρτιά της στον θεατή σιγά-σιγά, σκέψου πως η αποκάλυψη του προβλήματος του πιτσιρικά με το διάσημο «I see dead people» έρχεται στο πεντηκοστό πρώτο λεπτό, δηλαδή περίπου στη μέση της ταινίας. Η δύναμή της όμως δεν είναι (μόνο) το ότι σε γραπώνει από τον γιακά και αδημονείς να δεις τι θα συμβεί παρακάτω – αυτό το στοιχείο μπορεί να το έχει κι ένα καλό επεισόδιο μιας μέτριας αστυνομικής σειράς στην τηλεόραση. Κάθε της σκηνή έχει αρχή, μέση και τέλος, κάθε της σκηνή οδηγεί στην άλλη, υπάρχει αιτιώδης συνάφεια ανάμεσα τους, κάθε σκηνή εξυπηρετεί κάτι σε βαθμό που, αν παραλειφθεί, θα χαλάσει το «γλυκό». Πρόκειται για υπόδειγμα πυκνότητας, οικονομίας, αιτιοκρατικής αφήγησης αλλά και αιτιοκρατικού μοντάζ, που είναι και η πεμπτουσία του αφηγηματικού σινεμά.