Νουάρ Αυγούστου: Μωρίς Αττιά, συγγραφέας αστυνομικών και γιατρός ψυχών
Ο συγγραφέας Μωρίς Αττιά (Maurice Attia) όταν είχε έρθει στην Ελλάδα για να συμμετάσχει σε μία διάλεξη, είχε δώσει μία άκρως ενδιαφέρουσα συνέντευξη στην Κατερίνα Κανέλλη για το elculture.gr . Η συνέντευξη αυτή επιβεβαιώνει ότι πολλές φορές οι αφηγήσεις των συγγραφέων είναι εξ ίσου ελκυστικές με τα βιβλία τους.
Αν ήμασταν οι ήρωες κάποιου μυθιστορήματος, αυτό θα ήταν τριλογία, «Το μαύρο Αλγέρι, Η κόκκινη Μασσαλία, Πρίσι μπλουζ…». Και οι τρεις τίτλοι από τις εκδόσεις Πόλις. Ιστορίες εξέγερσης και έρωτα, συντροφικότητας και συνωμοσίας, σε νουάρ πολυφωνικά μυθιστορήματα με πολιτικές προεκτάσεις, ζωντανεύουν με δεξιοτεχνία την εποχή και συνδέουν τα ατομικά πεπρωμένα με την Ιστορία. Ο συγγραφέας τους Μωρίς Αττιά (Maurice Attia) μιλάει για την μελαγχολική και συναρπαστική τριλογία του.
Αναμφισβήτητα, το αστυνομικό μυθιστόρημα κατέχει σημαντική θέση στη συγγραφική σας πορεία. Για ποιο λόγο μια τέτοια επιλογή;
Καθώς είμαι ψυχαναλυτής, διερευνώ με τους ασθενείς μου τις ενοχές, τις ευθύνες τους. Με αυτό τον τρόπο εξετάζω πολλαπλά νοσηρούς κόσμους που με διαπότισαν δια βίου. Πολλοί από τους συναδέλφους μου, για να αλλάξουν εικόνες, ασχολούνται με κάποιο άθλημα, άλλοι γράφουν θεωρητικά κείμενα για τις μεθόδους τους, και κάποιοι άλλοι δοκιμάζουν τη συγγραφή. Το να γράφεις είναι το μόνο μέσο που βρήκα για να αδειάσω τους πνευματικούς μου κάδους. Και καθώς είναι γεμάτοι από σκοτεινές και θλιβερές ιστορίες, το αστυνομικό μυθιστόρημα κέρδισε έδαφος.
Ποιες είναι οι λογοτεχνικές, κινηματογραφικές, και ψυχαναλυτικές επιρροές σας που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για την τριλογία;
Αναφορικά με την τριλογία, το πιο πολύπλοκο ήταν Το Μαύρο Αλγέρι καθώς πρόκειται για προσωπικά παιδικά βιώματα, τα οποία γίνονται κύρια πηγή έμπνευσης. Σε ένα δεύτερο στάδιο δημιούργησα τον χαρακτήρα του Πάκο Μαρτινέθ με λογοτεχνικές και κινηματογραφικές αναφορές. Ένα ενήλικο alter ego κατά κάποιο τρόπο. Η λογοτεχνική επιρροή για αυτή την τριλογία είναι αναντίρρητα ο Καμύ, τον οποίο ανακάλυψα στα 13 μου χρόνια, έπειτα από την αναχώρηση μου από την Αλγερία. Αναγνώριζα ολοκληρωτικά τον εαυτό μου στις αμφιβολίες και στα ερωτήματα αυτού του συγγραφέα. Σχετικά με το σινεμά, από την παιδική ηλικία ήμουν «ταινιοφάγος». Όλα τα είδη μ’ ενδιαφέρουν.
Για την τριλογία, περισσότερο από τους σκηνοθέτες φιλμ νουάρ, εμπνεύστηκα κυρίως από τα κλασσικά γουέστερν, δομημένα πάντα σαν ελληνικές τραγωδίες, όπως Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλενς του Τζον Φορντ. Εντέλει, η επιλογή της πολυφωνίας αναφέρεται ξεκάθαρα στη δουλειά μου ως ψυχαναλυτής. Αρνούμενος να είμαι ένας αποστασιοποιημένος αφηγητής, προτίμησα ο αναγνώστης να έχει πρόσβαση στις εμπειρίες του κάθε χαρακτήρα, όπως κι εγώ κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας. Η αλήθεια έχει λίγη σημασία μπροστά στις αδιαμφισβήτητες ανθρώπινες εμπειρίες…
Η Ιστορία μέσα από ατομικά πεπρωμένα ή το αντίθετο, τελικά το ανθρώπινο υποκείμενο καταφέρνει να της ξεφύγει;
Όντας παιδί, έζησα τον πόλεμο της Αλγερίας, βρισκόμενος σε κάθε επεισόδιο στο μάτι του κυκλώνα: παιδική ηλικία στην Κασμπά της Αλγερίας κατά τη διάρκεια των τρομοκρατικών επιθέσεων της FLN, στη συνέχεια στη συνοικία Μπαμπ- ελ-Ουέντ, δύσπιστος θεατής του ενθουσιασμού των Γάλλων για την άφιξη στην εξουσία του Ντε Γκωλ, έπειτα της αγανάκτησης μπροστά στην μεταστροφή του και την φονική τρέλα του ΟΑS. Και κατέληξα στην εξορία.
Έφηβος, νεαρός φοιτητής συμμετείχα ενεργά στα ‘γεγονότα’ του Μάη του 68 στη Μασσαλία, στη συνέχεια εσωτερικός ειδικευόμενος γιατρός στην ψυχιατρική στο Παρίσι, παρευρέθηκα στις αστικές ανακατατάξεις της πρωτεύουσας, συγκεκριμένα στην αγορά των Αλ, στα χτυπήματα των μαοϊστών, στη σεξουαλική επανάσταση και στο τέλος του γκωλισμού. Κατά συνέπεια, καταλαβαίνετε ότι μου ήταν εύκολο να συγχωνέψω και τα δυο. Προσωπικά, δεν κατάφερα να ξεφύγω από τη δίνη της Ιστορίας.
Η γεωγραφική μετατόπιση από τη λεκάνη της Μεσογείου, από την Αλγερία στη Μασσαλία και στη συνέχεια στη γαλλική πρωτεύουσα, ποιο ρόλο έπαιξε στα μυθιστορήματα σας;
Η ανέλπιδη αναζήτηση ενός τόπου, μιας θέσης δίχως καμία να ταιριάζει. Θεωρώ ότι αυτό είναι το επίμονο ζητούμενο ενός εξόριστου, ο οποίος δεν καταφέρνει ποτέ να πενθήσει ολότελα τη χαμένη πατρίδα.
Μαύρο, Κόκκινο, Μπλε, υπάρχει στην τριλογία σας μια φιλοσοφία των χρωμάτων;
Όχι, καμία φιλοσοφική ή μεταφυσική αξίωση. Μόνο διαφορετικοί τόνοι. Στον κινηματογράφο, στο εταλονάζ της ταινίας, διαλέγουμε τον τύπο χρώματος που θα έχει το φιλμ. Το μαύρο για την Αλγερία ήταν η αντίστιξη καθώς ονομαζόταν ως επί το πλείστον Λευκή. Το κόκκινο ήταν το χρώμα του ’68 αλλά και του άφθονου αίματος που κύλησε. Και το μπλε, για το Παρίσι, καθώς ο Πάκο, αν και λέει ότι βαριέται, στην πραγματικότητα είναι πολύ θλιμμένος και βυθισμένος στα μπλουζ της μοναξιάς του ως αγύρτη.
Δυο βασικοί χαρακτήρες, ιδιαίτερα γοητευτικοί και ανθρώπινοι, διανύουν όλη την τριλογία: O αστυνομικός Πάκο Μαρτινέθ και η σύντροφός του Ιρέν. Πώς εξελίσσονται στα τρία μυθιστορήματα;
Μια ιστορία πάθους που τους οδηγεί να περνάνε επίπονες δοκιμασίες. Ο Πάκο θαυμάζει τη σύντροφο του για την ομορφιά της, το φλογερό της ταπεραμέντο, το κουράγιο και την ανεξαρτησία της. Η Ιρέν είναι γοητευμένη από τον εύθραυστο χαρακτήρα του, από τον ανθρωπισμό του, αλλά ενοχλείται από το αίσθημα ενοχής που κατοικεί τον εραστή της. Αναγγέλλει τις αλλαγές της γυναικείας ταυτότητας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘60. Θα αγαπηθούν, θα χωρίσουν, θα ξαναβρεθούν, όπως σε όλες τις μεγάλες ιστορίες αγάπης. Δίχως να αυτοκαταστραφούν.
Για ποιό λόγο δώσατε ένα «happy end» στην τριλογία σας; Ποια είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Ο Ιζό τελειώνει την τριλογία του σκοτώνοντας τον ήρωα του…και πεθαίνει. Αποφάσισα να τους αφήσω να ζήσουν (μαζί και μένα!). Δίχως να κάνω υποθέσεις για το μέλλον τους. Αφήνω τον αναγνώστη να φανταστεί τη συνέχεια…Μια συνέχεια που θα έρθει ίσως αν έχω όρεξη να επανασυνδεθώ με τους ήρωες μου. Προς στιγμή, έχω ξεκινήσει ένα καινούργιο μυθιστόρημα, δομημένο γύρω από δυο ιστορίες, μια στο Παρίσι του 1899 και μια άλλη στο Παρίσι του 2008. Πάντα με ιστορικές αναφορές αλλά και προσωπικές ιστορίες, μια θεώρηση των πραγμάτων της Γαλλίας στο τέλος του 19ου αιώνα και στον 21ο αιώνα. Διαφαίνονται ανησυχητικές ομοιότητες…