Κακλέας: Περιμένοντας τον Γκοντό, στο Ηρώδειο
Έκλεισαν τα θέατρα, κάθε καλλιτεχνική δημιουργία σταμάτησε κι οι άνθρωποι της τέχνης βρέθηκαν εκτός των τειχών. Τα ξίφη στομώθηκαν, οι ξιφοφόροι έπεσαν, όμως ο ξιφοποιοί τελικά παραμένουν μάχιμοι. Το θέατρο παλεύει να υπάρξει σε ένα κόσμο σκληρό και αβέβαιο.
Το έργο του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» ανταποκρίνεται απόλυτα στα σημεία των καιρών. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, δύο επιζήσαντες μοναχικοί χαρακτήρες, συναντιούνται στο ίδιο σημείο για άλλη μια φορά. Μετέωροι σε ένα έρημο τοπίο, μιλούν, αστειεύονται, παίζουν, σιωπούν και περιμένουν. Περιμένουν κάποιον που ονομάζεται Γκοντό και που υποσχέθηκε πως θα ’ρθει.
Όλες οι φωτογραφίες είναι Κωστή Γκιόκα
Είναι ψευδαίσθηση; Θα κρατήσει την υπόσχεση του και θα δώσει τη λύση; Υπάρχει και δοκιμάζει την πίστη τους ; Ή μήπως αδιαφορεί για αυτούς και τους έχει ξεχάσει; Αν και είναι φανερή η ματαιότητα αυτής της αναμονής, οι δύο μοναχικοί αυτοί άνθρωποι κάνουν τα πάντα για να περάσουν όσο πιο ευχάριστα μπορούν τον χρόνο που τους απομένει, ελπίζοντας ότι ο Γκοντό θα έρθει και θα απαντήσει σε όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα που τους απασχολούν.
Σε άρθρο του ο Λέανδρος Πολενάκης (πηγή: Αυγή) κάνει έναν εύστοχο συσχετισμό του ποιήματος «Βάρβαροι» και του «Γκοντό».
«Στο κορυφαίο ποίημα, το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», ο Καβάφης μας μιλάει με συγκαλυμμένη ειρωνεία για έναν κόσμο «κυρίων» που, αν και θεωρούν τον εαυτό τους ως μοναδικό εκπρόσωπο του πολιτισμού, κορεσμένοι από τον ίδιο τον «πολιτισμό» τους, περιμένουν ως εσχάτη λύση τους «βαρβάρους» για να τους λυτρώσουν από την αποχαύνωση και την ανία που φέρνουν η πολυτέλεια, η ραστώνη και η απραξία. Μα οι βάρβαροι, προς μεγάλη τους απογοήτευση, δεν εμφανίζονται ποτέ.
Οι βάρβαροι, σε ύστατη ανάλυση, είναι αυτοί οι ίδιοι. Το ποίημα, στην καρδιά του μοντερνιστικού κινήματος, είναι ευρύτατα γνωστό και δεν χρειάζεται να το επαναλάβω εδώ. Λιγότερο γνωστά είναι όσα γράφει ο ίδιος ο Καβάφης επεξηγηματικά για το ποίημά του αυτό και θεωρώ χρήσιμο για την ανάλυσή μου να μεταφέρω εδώ κάποιες παραγράφους.
«Η σκηνή είναι φανταστική. Δεδομένου ότι πήρα για σύμβολο τους βαρβάρους, φυσικό είναι να πω για υπάτους και πραίτορας. Ο αυτοκράτωρ, οι συγκλητικοί και οι ρήτορες δε είναι αναγκαστικώς ρωμαϊκά πράγματα (...) Η κοινωνία φθάνει σε έναν βαθμό πολυτελείας, πολιτισμού και αποχαύνωσης, όπου, απελπισμένη από τη θέση στην οποία δεν βρίσκει διόρθωση συμβιβαστική με τον συνηθισμένο της βίο, αποφασίζει να φέρει μια ριζική αλλαγή, να θυσιάσει, να αλλάξει, να γυρίσει πίσω. Ν’ απλοποιήσει. Αυτά είναι οι «βάρβαροι».
Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι ένα έργο στην καρδιά του μοντερνιστικού κινήματος, παράλληλο με την «Έρημη χώρα» του Έλιοτ, με τη φιλοσοφία του «Αγαθού αγρίου», με τις ανακαλύψεις του Φρόιντ («Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας»), με τη ματιά τού ιστορικού και φιλόσοφου Σπένγκλερ πάνω στην παρακμή της Δύσης, με τους «Μοντέρνους καιρούς» του Τσάπλιν, με την ποίηση του Καβάφη και με άλλα έργα που σημάδεψαν την εποχή μας.
Δεν υπαινίσσομαι μια καταγωγική σχέση με το γνωστό ποίημα του Καβάφη, αλλά μια σχέση παραλληλίας μέσα στο όλο κλίμα του μοντερνισμού. Είναι άστοχο γι’ αυτό να τον τοποθετούμε στο κίνημα του «μεταμοντέρνου».
Ας επανέλθουμε όμως στην παράσταση που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Κακλέας και παίζουν οι ηθοποιοί: Σπύρος Παπαδόπουλος, Θανάσης Παπαγεωργίου, Άρης Σερβετάλης, Ορφέας Αυγουστίδης και Άρης Κακλέας. Στην κρητική της η Εύη Δρίβα (πηγή: teragwno.gr) γράφει:
«Ο Γιάννης Κακλέας καταπιάνεται με ένα έργο πρόκληση. Όσες φορές έχει ανεβεί τόσες είναι και οι αναγνώσεις. Ποτέ κανείς δεν έχει καταλήξει με βεβαιότητα για το ποιος ή το τι; Ο καθένας αγγίζει την υπερβατικότητα του έργου με τον δικό του τρόπο. Σε αυτήν την παράσταση ο σκηνοθέτης ανιχνεύει εύστοχα το μεταφυσικό δεύτερο κείμενο και πατώντας πάνω στην γραφή του Μπέκετ καταφέρνει μια ασφαλή και τίμια κατάβαση στον ονειρικό και βαθιά συμβολικό σύμπαν του Ιρλανδού συγγραφέα.
Σαν μια φαντασίωση που δεν είναι ξεκάθαρος ούτε ο χρόνος ούτε ο τόπος, ούτε καν τα πρόσωπα ο Γιάννης Κακλέας οδηγεί τους ηθοποιούς σε ερμηνείες που δεν επιδιώκουν εύκολα συναισθήματα και συγκινήσεις, αλλά προσκαλούν τον θεατή μόνος του να ανακαλύψει τον εαυτό του μέσα από τους ήρωες και τα πάθη τους. Είναι πραγματικά αυτά τα πρόσωπα ή μήπως, είναι προβολή μας; Ακόμα και τα στοιχεία εκείνα που μοιάζουν, ως πρώτη εντύπωση, δυσδιάκριτα έρχονται και κουμπώνουν στον καθολικό συμβολισμό του έργου.
Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν σαν άλλοι closard συνομιλούν και μέσα στην ελαχιστότητα τους βγάζουν την γλώσσα στα αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα της ζωής. Σε αυτό συμβάλει και η μαριονετίστική σχέση του Πότζο με το Λάκι που με την σειρά τους έρχονται να δικαιώσουν την αποδομητική πρόθεση του Μπέκετ. Και αυτό το βλέπουμε με το παραπάνω στην παράσταση. Θολό σημείο, ίσως, αποτελεί η προσθήκη ακόμα ενός ρόλου, του κοριτσιού, ερμηνευμένο από την Αγγελική Τρομπούκη. Αν η πρόθεση του σκηνοθέτη ήταν να δημιουργήσει ένα αντιθέατρο μέσα στην ίδια την παράσταση, μάλλον, έπρεπε να είναι πιο ξεκάθαρη».