Πες μου ποιος φόβος σε νίκησε πάλι
Ποιες λέξεις μέσα σου σαπίζουν και δε θέλουν να βγουν
Ποια ελπίδα σ’ οδηγεί στην πιο γλυκιά αυταπάτη
Ποια θλίψη σε κλωτσάει πιο μακριά από παντού
Πες μου ποιος φόβος σε νίκησε πάλι.
Επέλεξα να ξεκινήσω το αφήγημα με ένα κομμάτι από τους στίχους του Αγγελάκα παρμένους μέσα από το τραγούδι που φέρει τον τίτλο «Καινούρια Ζάλη».
Πρόκειται για ένα από εκείνα τα τραγούδια που τα ακούς όταν είσαι χώμα ή θα τα ακούσεις και θα γίνεις χώμα και έχω την γνώμη ότι αυτή η κρίση δεν είναι μόνο υποκειμενική. Αυτό το κομμάτι καταφέρνει να συνδυάζει τόσο την αίσθηση της κινητικότητας αυτών που φεύγουν από μια σχέση όσο και τη μελαγχολία της στασιμότητας εκείνων που μένουν πίσω. Είναι αυτό το αίσθημα απώλειας που σε κάνει να νιώθεις ότι κόβεται η ανάσα σου και το αποτέλεσμα, πράγματι, είναι αριστουργηματικό.
Και είναι έτσι διότι εμπεριέχει ένα μήνυμα: "Βάλε φωτιά σ' ότι σε καίει, σ' ότι σου τρώει την ψυχή, έξω οι δρόμοι αναπνέουνδιψασμένοι ανοιχτοί. Είν' η αγάπη ένα ταξίδι από γιορτή σε γιορτή (ή από πληγή σε πληγή, αν προτιμάτε)" Αυτό είναι το λανθάνον μήνυμα. Όλα, τα πάντα είναι ένας δρόμος, ένας δρόμος που δεν υπόσχεται αναγκαστικά λύτρωση στο τέλος, αλλά συνεπάγεται μια μάχη, μια μάχη για να κρατήσει κανείς τον εαυτό του, όπως εκείνος γουστάρει. Όπως εκείνος τη βρίσκει.
Πρέπει εδώ όμως, να προσθέσω κάτι που πολλοί από μας δεν «συγκρατούν», κάτι που διαφεύγει της συνείδησης όσων έρχονται σε επαφή με το εν λόγω τραγούδι: ότι αυτό το αίσθημα απώλειας αποτελεί και το «απολαμβανόμενο νόημα» στο οποίο επενδύεται η λίμπιντο των υποκειμένων που διέπονται από αυτή την απώλεια.
Πρόκειται για το ίδιο «απολαμβανόμενο νόημα» που κάνει την Βιολέτα Πάρα να ομολογεί μέσα στο παραλήρημα της για την απώλεια του αγαπημένου της Φαβρ: «…Βλέπεις πια, πολυαγαπημένε, πως δεν σταματά ποτέ αυτό το πράγμα που βγαίνει απ’ το κεφάλι μου. Αν αντί για γράμματα ήταν κλωστή, θα είχα για να ράψω όλες τις πληγές του κόσμου κι ως εκτούτου, θα μπορούσα να ράψω το μουσούδι όλων αυτών που μιλούν άσχημα για μένα κι αυτοί είναι περισσότεροιαπ’ ό,τι πιστεύω»
Δεν είναι διαφορετικό από εκείνο που ώθησε τον Rodrigo, μετά την απώλεια του παιδιού του, να γράψει το adagio στο Concierto de Aranjuez.
Είναι το ίδιο «απολαμβανόμενο νόημα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα που τον οδήγησε στο να γράψει το «Σαν επιτάφιο ποίημα» του. Να το αφιερώσει, το 1935, στον μεγάλο συνθέτη του «Αστούριας» (και όχι μόνο) Ισαάκ Αλμπένιθ, η απώλεια του οποίου οδήγησε τον ποιητή να ομολογήσει: «Από την αλμύρα του Cadiz στη Γρανάδα που δημιουργεί ένα αέναο τείχος πάνω στο νερό, πάνω σε ένα περήφανο άλογο της Ανδαλουσίας, η σκιά σου φωνάζει στο χρυσό φως. Γλυκό, μικρό χέρι, που πέθανες! Μουσική και καλοσύνη συνυφασμένες! Κοιμάσαι τώρα στον απεριόριστο ουρανό, μέσα σε κουβάρια πό χιόνι, μέσα σε ένα όνειρο στο φως του χειμώνα, στο γκρίζο του καλοκαιριού…».
Αυτό που αποκαλώ «απολαμβανόμενο νόημα» στο οποίο επενδύεται η λίμπιντο κάθε υποκειμένου αποτελεί την αλήθεια του. Μια αλήθεια κρυμμένη, διαφυλαγμένη στα άδυτα του ασυνειδήτου. Η αλήθεια που όπως πολύ σωστά μας λέει ό μελαγχολικός Αρθούρος Σοπενχάουερ (1788-1860) «κάθε αλήθεια περνάει από τρία στάδια. Πρώτα γελοιοποιείται. Μετά βρίσκει σφοδρήαντίθεση. Και στο τέλος θεωρείται αυτονόητη».
Σε αυτό το «απολαμβανόμενο νόημα» θέλω, αν το επιτρέπετε, να επιστήσω την προσοχή σας. Ξέρετε, στην ανάλυση υπάρχουν υποκείμενα που θυμούνται τα πάντα. Αυτό συμβαίνει επειδή σε αυτά ο λόγος βρίσκεται στην υπηρεσία της μνήμης, και εδώ υπάρχει συχνά η υπερμνησία. Θυμούνται λεπτομερέστατα την εντύπωση που τους προξένησε, στην ηλικία των δύο ετών, το γεγονός ότι η μητέρα τους έχασε την πιπίλα τους και, για να διηγηθούν τις σκέψεις που έκαναν σε εκείνη την περίπτωση, μια συνεδρία δεν είναι αρκετή. Πρόκειται για την Madame Funes, αν θελήσω να αναφερθώ στον χαρακτήρα του Μπόρχες.
Υπάρχουν επίσης εκείνοι που θέλουν να διηγηθούν όλα όσα τους συμβαίνουν. Πρόκειται για τον λόγο στην υπηρεσία του συμβάντος: τα τέσσερα όνειρα της προηγούμενης νύχτας, όλα όσα τους είπαν στην δουλειά, τι απάντησαν, το ατύχημα με το αυτοκίνητο κατά την διάρκεια της διαδρομής. Έτσι ο χρόνος μιας συνεδρίας δεν φτάνει.
Υπάρχουν εκείνοι στους οποίους θα άρεσε να εξηγείς τα πάντα. Πρόκειται για τον λόγο στην υπηρεσία της λογικής ή της εκλογίκευσης. Για τον λόγο που «ψάχνει» το «γιατί» και δίνει την απάντηση για να αποκαταστήσει τον ιστό της αιτιότητας.
Υπάρχουν τέλος, εκείνοι για τους οποίους ο λόγος τους είναι η αδιαφάνεια τους. Πρόκειται για τον λόγο στην υπηρεσία του Μυστηρίου. Εδώ ο λόγος είναι ο χρησμός που δίνει, που παρέχει, ο Άλλος και τον οποίο προσπαθούν να αποκωδικοποιήσουν για να διαβάσουν την αλήθεια τους.
Μνήμη, συμβάν, λογική ή εκλογίκευση, μυστήριο, είναι όλα αυτά φορείς της σημαίνουσας πολλαπλότητας στην ανάλυση και αποτελούν εκδηλώσεις του «απολαμβανόμενου νοήματος» του υποκειμένου.
Ξέρετε γιατί χρησιμοποιώ τον προσδιορισμό «απολαμβανόμενο» μπροστά από το «νόημα» και δεν αρκούμαι μόνο να γράψω το δεύτερο; Η απάντηση βρίσκεται στο ότι όλοι αυτοί οι λόγοι αναδεικνύουν μια ρήξη για κάθε υποκείμενο. Πρόκειται για εκείνη την ρήξη της αιτιότητας ανάμεσα στην άρθρωση του λόγου – που αποτελείται από σημαίνοντα και άρα το σωστό είναι «σημαίνουσα άρθρωση» - και την απόλαυση τους.
Η λίμπιντο, σε όλους αυτούς τους λόγους, και όχι μόνο, έρχεται να επενδύσει στο σημασιακό αποτέλεσμα του σημαίνοντος, έρχεται να συνδεθεί με αυτό το αποτέλεσμα. Επενδύει δηλαδή, στην σημασία και αυτό έχει ως αποτέλεσμα η τελευταία – η σημασία, ντε – να «καταπίνει» το σημαίνον. Πόσες και πόσες φορές δεν σας έχει συμβεί να αναφέρετε ένα γεγονός από την καθημερινότητα σας – απαντώντας συνήθως σε μια απλή ερώτηση του Άλλου – και πριν προλάβετε καλά – καλά να ολοκληρώσετε την περιγραφή του σπεύδετε να την συνοδεύσετε με ένα «γιατί …» ή ένα «διότι …» χωρίς να συνειδητοποιείτε ότι αυτό το τελευταίο αποτελεί μια δεύτερη απάντηση σε μια ερώτηση που όμως … δεν σας έγινε ποτέ!
Αυτήν την επένδυση της λίμπιντο στην σημασία αποκαλώ «απολαμβανόμενο νόημα».
Ας δούμε λίγο τα παραδείγματα με τα οποία ξεκίνησα το σημείωμα μου. Σε όλα υπάρχει η απώλεια. Απώλεια σημαίνει «εγώ χάνω κάτι». Τον Άλλο, στην προκειμένη περίπτωση. Από την μεριά του Άλλου προς εμένα σημαίνει «με απορρίπτει», «με αποκλείει». Από την μεριά του «είμαι αποκλεισμένος» ή «είμαι το απόρριμμα του». Δηλαδή ποια είναι η επένδυση που κάνει η λίμπιντο στο σημαίνον «απόρριμμα»;
Ρίψη είναι το πέταγμα ενός αντικειμένου προς μια ορισμένη κατεύθυνση, ως εκ τούτου «Απόρριμμα» είναι το σκουπίδι, καθετί που απορρίπτεται σαν άχρηστο ή περιττό, εξάμβλωμα, αποτρόπαιη παρουσία, για ανθρώπους και ζώα.
Σε αυτή την σημασία επενδύει η λίμπιντο. Στην υστερία είναι προφανές. Εκεί διαπιστώνουμε την απόλαυση του υποκειμένου να μην βρίσκεται ποτέ στην θέση του. Η ίδια σημασία επενδύεται από την λίμπιντο και στον ιδεοψυχαναγκασμό.