Θέατρο: «Ω! Τι ευτυχισμένες μέρες» σε σκηνοθεσία Νίκου Καμτσή
Στο Θέατρο «Τόπος Αλλού» ο σκηνοθέτης Ν. Καμτσής επανέρχεται στον σπουδαίο θεατρικό συγγραφέα, με το έργο «Ω! Τι ευτυχισμένες μέρες». Ακούγεται κάπως ειρωνικός ο τίτλος με όλα όσα συμβαίνουν παγκοσμίως. Όμως ο Μπέκετ: «είναι πάντα σημερινός, καθώς έχει αγκιστρωθεί στη ρίζα της ανθρώπινης ύπαρξης και αγωνίας της ζωής» λέει ο σκηνοθέτης.
Το έργο γράφτηκε αρχικά στα αγγλικά, μεταξύ 1960 ως 1961. Στη συνέχεια ο συγγραφέας το μετέφρασε στα γαλλικά ολοκληρώνοντάς το, το 1962. Ο γαλλικός του τίτλος ήταν Oh les beaux jours (Ω, οι ωραίες μέρες), από κάποιο ποίημα του Πωλ Βερλαίν. Μαζί με το «Περιμένοντας τον Γκοντό» αποτελεί το πιο επιτυχημένο έργο του.
Στα ελληνικά μεταφράστηκε για πρώτη φορά από την Ελληνίδα ηθοποιό της Γαλλίας Χριστίνα Τσίγκου, προσωπική φίλη του Μπέκετ. Η ίδια ανέβασε το έργο για πρώτη φορά στην Ελλάδα την περίοδο 1966-67, με παραστάσεις που δόθηκαν στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη σε σκηνικά και κοστούμια του Γιάννη Τσαρούχη.
Η Γουίνη είναι μια μικροαστή «απομονωμένη μέσα στον κόσμο». Ο σύζυγός της υπάρχει στο πλάι της, εκείνη ζει μαζί του, «αλλά αυτός σχεδόν δεν της απαντάει». Η Γουίνη «έχει ξοδεμένες όλες τις δυνατότητές της αλλά δεν χάνει την αγάπη και το κουράγιο για τη ζωή».
Αναφερόμενος στις «Ευτυχισμένες μέρες», όπου πρωταγωνιστούν η Νικολέτα Βλαβιανού και ο Νίκος Καραστέργιος, ο Ν. Καμτσής, κάνει λόγο για «ένα ζηλευτό κείμενο, έναν μονόλογο με δύο πρωταγωνιστές, τη Γουίνη και τον Γουίλι, που είναι ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό το δίδυμο είναι μια ολόκληρη μνήμη, που, εκτός από το παρελθόν, ζει ένα παρόν και υπόσχεται ένα μέλλον».
Εξηγεί πως «παρ’ όλο που η Γουίνη είναι θαμμένη έως τη μέση και στη συνέχεια έως τον λαιμό, μας έχει όλους πάνω της. Και προσπαθεί όλη αυτή τη συλλογική, την πλανητική μνήμη να τη ζωντανέψει μπροστά μας. Στη Γουίνη ο καθένας βρίσκει κι από ένα κομμάτι του εαυτού του. Αυτή η γυναίκα βλέπει τη ζωή πάνω σε ένα μυρμήγκι. Μοναδική υπόσχεση πως η ζωή, η θαμμένη στο χώμα θα έχει μια συνέχεια».
Ο Καμτσής, από τους θιασάρχες που ανοίγουν πρώτοι τα θέατρά τους υπό το βάρος των μέτρων της πανδημίας, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο κοινό που «αρκεί να προσέλθει», όπως λέει, «ξεπερνώντας φοβίες και κόμπλεξ και αντλώντας δύναμη από τις καταβολές του. Ο θεατής δεν έχει να αποφασίσει, απλώς να πάει σε ένα θέατρο και να κόψει ένα εισιτήριο. Αλλά πρέπει να ξεπεράσει τον φόβο. Αυτό πετυχαίνει ο Μπέκετ μέσα από τα έργα του τοποθετώντας τα μέσα στις δυστοπίες».
Η παράσταση, σε σκηνικά και κοστούμια Μίκας Πανάγου, μουσική Κώστα Χαριτάτου και φωτισμού Γιάννη Ζέρβα, θα παίζεται στο Θέατρο «Τόπος Αλλού» κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή, στις 8.30 μ.μ.