Μποστ Μέντης Μποσταντζόγλου: Ο Πατέρας των Μαμά Ελλάς, Πειναλέων κι Ανεργίτσα
Ο Μποστ έδρασε σε μια δύσκολη περίοδο της σύγχρονης Ιστορίας, καταφέρνοντας να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο και αναγνωρίσιμο ύφος στην τέχνη του. Ευφυέστατος, δημιούργησε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα στην ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, άξιο προσοχής και ανάγνωσης ακόμα και σήμερα.
«Αυστηρός, άγαρμπος, βλοσυρός, ξεροκέφαλος, ευθύς, εργασιομανής, τρυφερός, ευαίσθητος, φανατικά έντιμος, βαρύς και ασήκωτος ανατολίτης. Δεν επιδίωξε να γίνει γνωστός, το ότι έγινε το θεώρησε φυσικό, μιας και επιβράβευε τους κόπους μιας ζωής, αλλά μη ξέροντας και μη θέλοντας να το διαχειριστεί όλο αυτό το αντιμετώπιζε αμήχανα.
Ώρες- ώρες το έβλεπε και σαν δυστύχημα. Ήταν φανατικά σεμνός και απλός, παρεξηγήσιμα χαμηλών τόνων. Θα έλεγε κανείς πως δεν ήξερε την αξία του. Την ήξερε, απλά δεν έδινε σημασία σε εφήμερα πράγματα. Προτιμούσε να είναι ένας οικογενειάρχης όπως όλοι. Να τον αγαπάει ο περίγυρός του, το σόι του και να τον εκτιμούν οι φίλοι του», αναφέρει ο Κώστας Μποσταντζόγλου ένας από τους δύο γιους του.
Η πρώτη του επαφή με τον χώρο των τεχνών έγινε στα χρόνια του Γυμνασίου, που ξεκίνησε να φτιάχνει σκίτσα με το ψευδώνυμο Μέντης. Το 1939 εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, όμως έξι μήνες αργότερα σταματάει τις σπουδές του. Την περίοδο της Γερμανικής κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Γνώρισε διώξεις ήδη από την περίοδο της κατοχής αλλά και στη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας.
«Όταν οι δημοσιογράφοι έγραφαν ότι ήταν ο νέος Αριστοφάνης, ο Μποστ απαντούσε με χιούμορ «μα ο Αριστοφάνης δεν ζωγράφιζε» και όταν τον παρουσίαζαν ως νέο Θεόφιλο, απαντούσε «μα ο Θεόφιλος δεν έγραφε θεατρικά έργα» και στη συνέχεια σχολίαζε «οι δημοσιογράφοι γράφουν ό,τι θέλουν», αφηγείται ο Κώστας Μποσταντζόγλου.
Το 1952 θα πιάσει δουλειά στην εφημερίδα Καθημερινή και τρία χρόνια αργότερα θα αρχίσει να εργάζεται στο περιοδικό Εικόνες ως εικονογράφος και χαρτογράφος. Το 1959 παρουσιάζει στον τύπο την προσωπική του στήλη με τον τίτλο Το μποστάνι του Μποστ με τους τρεις γνωστούς ήρωες: Μαμά Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα, οι οποίοι έγραψαν μεγάλη ιστορία.
Βασικό χαρακτηριστικό του ήταν το σατιρικό ύφος που χρησιμοποιούσε στα σκίτσα, στα κείμενα και στα θεατρικά του έργα. Η γλώσσα που συναντάμε στα έργα του είναι ένα σύνολο ιδιαίτερων γλωσσικών φαινομένων. Η χρήση λαϊκών εκφράσεων και τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα, σατίριζαν την καθαρεύουσα και την ημιμάθεια των Ελλήνων της εποχής.
Το κείμενο με τον τίτλο Το επάγγελμα της μητρός μου το 1961 θα προκαλέσει ποικίλες αντιδράσεις και τον αφορισμό του από τον τύπο. Γενικά λόγω των πολιτικών γελοιογραφιών του υπέστη διώξεις και δέχτηκε επανειλημμένα μηνύσεις. Θα συνεχίσει να δημοσιεύει σκίτσα σε εφημερίδες πλέον πιο σπάνια, κι από τα μέσα του 1960 αφιερώθηκε στην ζωγραφική και το θέατρο.
https://www.youtube.com/watch?v=AJ03a2EalAU
Μουσική Θεοδωράκη και στίχοι Μποστ. Τραγουδά ο Μπιθικώτσης
Ο Μποστ έγραψε τα κείμενα για την παράσταση «Όμορφη Πόλη» που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο θέατρο Παρκ το καλοκαίρι του 1962. Είχε προηγηθεί το πρώτο θεατρικό έργο του με τίτλο "Δον Κιχώτης" (1961). Σταθμός ωστόσο στην πορεία του ως θεατρικού συγγραφέα υπήρξε η «Φαύστα ή Η απολεσθείς κόρη» (1964), αλλά και η Μήδεια.
Ο πολυτάλαντος Μποστ, με τους πολλούς και ένθερμους θαυμαστές, πέθανε σαν σήμερα, το 1996 στην Αθήνα.