Εθνική Πινακοθήκη: Αυτοψία στο κτίριο από το ΥΠΠΟ - Θα παραδοθεί τον Μάρτιο του 2021
Το υπουργείο αναφέρει πως το έργο προχωρά απρόσκοπτά τηρώντας το χρονοδιάγραμμα και πως "η ανάδοχος εταιρεία ανταποκρίνεται, παρά τις δυσκολίες, στην προμήθεια των υλικών από το εξωτερικό, λόγω της πανδημίας" και προσθέτει: "Με την ολοκλήρωση αυτής της φάσης και τον ενδελεχή έλεγχο των συστημάτων ασφαλείας, αρχίζει το στήσιμο της έκθεσης από τις υπηρεσίες της Πινακοθήκης". Επίσης αναφέρεται πως έχουν τοποθετηθεί τα ξύλινα δάπεδα και ολοκληρώνονται οι ψευδοροφές και ταυτόχρονα ο φωτισμός.
Στο foyer κατασκευάζεται το βεστιάριο, ενώ τις επόμενες εβδομάδες εγκαθίσταται και ο ψηφιακός εξοπλισμός. Επίσης, τοποθετούνται τα καθίσματα στο αμφιθέατρο, το οποίο είναι έτοιμο σε ό,τι αφορά τα τεχνολογικά μέσα. Ο χώρος του καφέ και του κεντρικού πωλητηρίου, που βρίσκεται στον τρίτο όροφο, είναι έτοιμος, ενώ αναμένεται να τοποθετηθούν οι προθήκες και η επίπλωση. Επίσης, σε εξέλιξη, βρίσκεται η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, η οποία θα επιταχυνθεί με την ολοκλήρωση των εργασιών στο κτήριο, όπως αναφέρεται.
Προς ολοκλήρωση βαίνουν οι εργασίες της επέκτασης και αποκατάστασης της Εθνικής Πινακοθήκης.
Τον Μάρτιο του 2021...
Posted by Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού on Sunday, December 13, 2020
Φωτογραφίες που είχε δώσει στη δημοσιότητα το ΥΠΠΟ
Η Εθνική Πινακοθήκη ιδρύθηκε το 1900 και αποτελεί την μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή νεοελληνικής τέχνης, με συγκεντρωμένα περισσότερα από 15.000 έργα. Δημιουργήθηκε με βάση τη διαθήκη του νομικού και φιλότεχνου με σπουδές στην Αθήνα και το Παρίσι και ιδρυτικού μέλους της εταιρείας «Φίλοι του Λαού» Αλεξάνδρου Σούτζου (1839-1895), που κληροδότησε την κινητή και ακίνητη περιουσία του, όπως και τη συλλογή έργων τέχνης και νομισμάτων του στο κράτος με σκοπό τη δημιουργία ενός «Μουσείου Καλών Τεχνών».
Πρώτος διευθυντής διορίστηκε ο ζωγράφος Γεώργιος Ιακωβίδης, ο οποίος για το λόγο αυτό επέστρεψε από τη Γερμανία όπου διέμενε, ενώ για τη στέγαση του μουσείου παραχωρήθηκαν προσωρινά τρεις αίθουσες του πρώτου ορόφου του κεντρικού κτηρίου του Πολυτεχνείου. Η συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης αποτελείτο αρχικά από 258 έργα τέχνης που ανήκαν στις συλλογές του Πολυτεχνείου (στο οποίο είχε δημιουργηθεί λίγα χρόνια πριν μια μικρή πινακοθήκη) και του Πανεπιστημίου Αθηνών (ανάμεσά τους και οι δωρεές των Θεόδωρου Βρυζάκη και Στέφανου Ξένου), καθώς και από τα 107 έργα του κληροδοτήματος του Α. Σούτζου. Κατά τα επόμενα χρόνια η συλλογή εμπλουτίστηκε κυρίως με έργα δυτικοευρωπαϊκής τέχνης από δωρεές και κληροδοτήματα κυρίως εύπορων Ελλήνων της διασποράς, όπως οι Γρηγόριος Μαρασλής, Θεόδωρος και Αικατερίνη Ροδοκανάκη, Μάρκος Δραγούμης κ.ά.
Με μια σειρά νομοθετημάτων στα 1909-1910, διασφαλίστηκε η αυτοτέλεια της Εθνικής Πινακοθήκης, διορίστηκε μόνιμος συντηρητής ο Γεώργιος Χατζόπουλος και παραχωρήθηκε στο μουσείο και η συλλογή έργων τέχνης του Γεωργίου Αβέρωφ που μέχρι τότε ανήκε στο Πολυτεχνείο. Το 1918 ο λογοτέχνης και τεχνοκρίτης Ζαχαρίας Παπαντωνίου αντικατέστησε τον Ιακωβίδη στη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του την 1η Φεβρουαρίου 1940. Με την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα έργα του μουσείου συσκευάστηκαν σε κιβώτια και μεταφέρθηκαν στα υπόγεια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Τον Ιούνιο του 1949 διορίστηκε στη θέση του διευθυντή ο βυζαντινολόγος και τεχνοκρίτης Μαρίνος Καλλιγάς, ο οποίος και παρουσίασε τμήμα της μόνιμης συλλογής του μουσείου στις αίθουσες του Ζαππείου την περίοδο 1953-1959. Ο Καλλιγάς ήταν εκείνος που κατόρθωσε το 1954 να συγχωνεύσει με νόμο την Εθνική Πινακοθήκη με το κληροδότημα Αλεξάνδρου Σούτζου απ’ όπου προέρχεται και η διπλή της ονομασία, ενώ το 1956 προχώρησε στην προκήρυξη αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την κατασκευή ιδιόκτητου κτηρίου του μουσείου.
Από τις 40 συνολικά προτάσεις 75 αρχιτεκτόνων που υποβλήθηκαν, επιλέχθηκε τελικά το σχέδιο των Ν. Μουτσόπουλου, Παύλου Μυλωνά και Δημήτρη Φατούρου. Μετά από καθυστερήσεις η Πινακοθήκη θεμελιώθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1964 από τον Γεώργιο Παπανδρέου, ενώ το πρώτο τμήμα ήταν έτοιμο το 1968 και ξεκίνησε να λειτουργεί το 1969.
Το 1976 εγκαινιάστηκε τελικά το νέο κτίριο.