Η Μαρίζα Κωχ στον τηλεμαραθώνιο: "Πρώτο μου μέλημα τί θα φάνε οι μουσικοί μου"
Η Μαρίζα Κωχ θα προσφέρει στην σημερινή διαδικτυακή εκδήλωση το μελοποιημένο από την ίδια ποίημα "Οι γριες γυναίκες", που είναι γραμμένο από τον πολωνό Ταντέους Ρούζεβιτς και μεταφρασμένο από τον Νίκο Κούνδουρο. "Το είχα και σώπαινε μέσα μου. Το έχω τραγουδήσει κάποιες φορές, σε στιγμές πολύ ειδικές. Χωρίς να είναι στο ρεπερτόριό μου. Μου άρεσε γιατί λέει ότι οι γριές γυναίκες είναι το αλάτι της γης. Για τον τηλεμαραθώνιο το τραγούδησα μόνο με κρουστά, μόνο με ένα μπεντίρ".
Επιστροφή στο παιδί
Αναφέρει στην συνέντευξή της: "Τα παιδιά μου δεν μπορούν να έρχονται να τα ταΐζω. Ούτε οι μουσικοί μου. Έτσι μαγειρεύω, γεμίζω τάπερ, τους ενημερώνω κι έρχονται και παίρνουν το φαγητό από την είσοδο. Αυτό μοιάζει με την παιδική μου ζωή. Γιατί και ως παιδί είχα ένα δισάκι και μέσα τα απαραίτητα. Κι όπου βρισκόμουν καθόμουν και μαγείρευα, για μένα την ίδια κατ’ αρχάς".
Και προσθέτει: "Επειδή όλο αυτό γίνεται σε απόλυτη μοναξιά στο σπίτι, μοιάζει πολύ σαν να γυρνώ ξανά πίσω σε εκείνα τα χρόνια που ό,τι έκανα το ζούσα μόνη μου. Γιατί ήμουν περίεργο παιδί και αποκομμένη από τον κόσμο. Ζούσα λίγο σαν αγρίμι ώσπου να βρω περπατησιά. Ζω και πάλι σαν αγρίμι στο κλουβί, που τώρα είναι ένα διαμέρισμα. Γι’ αυτό αναγκάστηκα να κάνω μερικές λειτουργιές. Και να έχω μέσα μου μια λύπη, μια θλίψη για τους ανθρώπους. Όπως τότε στα παιδικά μου χρόνια είχα για τους ανθρώπους του ιδρύματος απ’ όπου πέρασα κι εγώ. Και τώρα για τους ανθρώπους που δοκιμάζονται στα νοσοκομεία από τον ιό. Στοχάζομαι σαν παιδί, με μια σιωπή και μια προσευχή. Όπως ένα παιδί δοσμένο στο παιχνίδι του και σε κάτι που του έχει κλέψει την προσοχή. Ως παιδί ήμουν πολύ αφοσιωμένη σε ό,τι έκανα. Αυτό ξαναζώ τώρα, με περισυλλογή και περιέργεια. Για το πού θα οδηγήσει όλο αυτό, με αγωνία και ένα τεράστιο γιατί".
Για το πώς αντιστέκεται ψυχικά στην κατάσταση, απαντά: "Η έλλειψη περιπάτου, επικοινωνίας και όλης αυτής της στέρησης με κάνει να απλοποιώ πολύ τη ζωή. Προσπαθώ να μιμηθώ την απλή ζωή που έκανα όταν ήμουν παιδί. Ξαναγυρίζω πίσω να πιάσω το νήμα. Ταξίδεψα πολύ, τραγούδησα πολύ, η εξωστρέφεια έγινε δεύτερη φύση από την οποία δεν ξεκόβει κανείς εύκολα, αλλά τούτο τον καιρό ανακαλύπτω την εσωστρέφεια. Η καραντίνα με έκλεισε στην Αθήνα και μακριά από το χωριό. Εκεί θα έκανα πράγματα όπως όταν ήμουν παιδί. Θα μπορούσα να περπατήσω στα κυκλάμινα και στα κρινάκια με τα οποία έχει γεμίσει η ελληνική ύπαιθρος αυτόν τον καιρό. Τώρα οι βόλτες μου περιορίζονται στο να ανεβαίνω τρία με τέσσερα πατώματα έως την ταράτσα με θέα την Ακρόπολη και τον ουρανό. Μου λείπει η φύση. Και η θάλασσα. Αν δεν κατέβω να δω τη θάλασσα, ακόμα και στο Φάληρο, αλλάζουν χρώμα τα μάτια, ακόμα και τα μαλλιά μου".
"50 χρόνια" σε δύο σακούλες
Λέει πως ένιωσε "υποψήφια" για τον ιό, καθώς είχε μια περιπέτεια με την υγεία της και ότι αυτό στάθηκε αφορμή για ένα ξεκαθάρισμα. "Δεν έχω μεγάλες εκκρεμότητες στη ζωή για να κρατιέμαι από πάνω της. Αλλά κάποια στιγμή άνοιξα μια συρταριέρα που φύλαγα ενθύμια και πενήντα χρόνων γραπτά, σημειώσεις, κάρτες από τα ταξίδια, τον κόσμο, στιχάκια κι ό,τι σκάρωνα. Τους έριξα μια ματιά, τα έβαλα σε δυο μεγάλες μαύρες σακούλες και τα έστειλα στην ανακύκλωση. Ωστόσο, από τη συναισθηματική ένταση έπαθα υπερθυρεοειδισμό, άρχισα να χάνω βάρος και μπήκα στο νοσοκομείο".
"Τώρα αισθάνομαι ελεύθερη που το έκανα. Αισθάνομαι πάρα πολύ καλά και ολοκληρώνω πράγματα που έχω βάλει μπροστά. Είχα ξεκινήσει να γράφω μουσική πάνω στα ποιήματα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, τα τόσο σύγχρονα, που μιλάνε για τα δύσβατα προβλήματα των ανθρώπων. Για τον έρωτα που στερούμαστε καθώς ζούμε σε μια τελείως αντιρομαντική εποχή και ψηφιακή, digital ζωή. Παλεύω με την ποιητική της σκέψη που είναι μέσα στην εποχή μας. Χρόνια τη διάβαζα, αλλά δεν ήμουν έτοιμη να την αγγίξω. Ήρθε η ώρα". Προσθέτει πως είναι στα σκαριά και το κινηματογραφικό πορτρέτο της με τίτλο ‘Μαρίζα Κωχ - Fata Morgana’ από τον βραβευμένο κινηματογραφιστή και δημοσιογράφο Αντώνη Μποσκοΐτη, που, μετά τα πορτρέτα της Φλέρυς Νταντωνάκη, του Νίκου Κούνδουρου και της Κατερίνας Γώγου, επέλεξε εκείνην.
Το ποίημα που μελοποίησε η Μαρίζα Κωχ
"Μου αρέσουν οι γριές γυναίκες, οι κακές γυναίκες, οι άσχημες γυναίκες. Είναι το αλάτι της γης. Οι γριές γυναίκες ξυπνάνε την αυγή, αγοράζουν κρέας, μαγειρεύουν, καθαρίζουν, στέκονται στον δρόμο σταυρώνοντας τα χέρια σιωπηλά. Είναι το αλάτι της γης.
Ο άνθρωπος πεθαίνει. Οι γριές γυναίκες πλένουν το κορμί, θάβουν τον νεκρό, φυτεύουνε λουλούδια στους τάφους.
Μου αρέσουν οι γριές γυναίκες, οι κακές γυναίκες, οι άσχημες γυναίκες. Είναι το αλάτι της γης.
Οι γριές γυναίκες είναι καλές γυναίκες, όμορφες γυναίκες. Είναι η μάνα μήτρα. Και το μυστήριο χωρίς μυστήριο, το νερό, το χώμα, είναι το αλάτι της γης. Φλούδες του δέντρου, ξεραμένες πηγές. Ω γριές γυναίκες! Πεθαίνουν οι γριές γυναίκες. Οι αθάνατες!"