Σάκης Καράγιωργας: Χάνει το χέρι, εκείνος που το υψώνει
Ημέρα αποφυλάκισης
Την ημέρα που αποφυλακίστηκε ο Σάκης Καράγιωργας ήταν ντάλα καλοκαίρι του 1973. Είχε δοθεί αμνηστία από τη χούντα κι άδειαζαν οι φυλακές και τα ξερονήσια από τις εκατοντάδες πολιτικούς κρατούμενους κι εξόριστους.
Απέναντι από τις ανδρικές φυλακές Κορυδαλλού, στον μαντρότοιχο εκείνη την ημέρα, πλήθος κόσμου περίμενε από το πρωί να δει την κεντρική πόρτα να ανοίγει. Κόντευε να μεσημεριάσει, ο ήλιος καίει, πολλοί κρατούμενοι έχουν βγει αλλά όχι κι ο Καράγιωργας, καταδικασμένος σε ισόβια κι έχοντας εκτίσει 4 μαρτυρικά χρόνια φυλακής.
Κάποια στιγμή, στο κεφαλόσκαλο της κεντρικής πόρτας, επιτέλους εμφανίζεται. Φορά κάτι δεύτερα ρούχα, κρατά μια σακούλα με στην αριστερή μασχάλη και με το «κουλό» δεξί, με τον μισό αντίχειρα που του είχε απομείνει, κρατά ένα χαρτόκουτο δεμένο με σπάγκο. Περνώντας την αυλόπορτα πέφτει μέσα σε δεκάδες ανοιχτές αγκαλιές.
Το απόγευμα της ίδιας μέρας, σε περιοχή της Αττικής αφήνει το μάτι του να περιπλανηθεί στον θαλάσσιο ορίζοντα. Τελευταία φορά που είχε δει τη θάλασσα ήταν από τις κολασμένες φυλακές Ιντζεδίν στα Χανιά. «Μανούλα δεν είναι κι άσχημα, σα να κάνουμε διακοπές, βλέπω και τη θάλασσα…» γράφει από το αφιλόξενο πέτρινο φρούριο στη μάνα του, που πέθανε πριν προλάβει να δει ελεύθερο τον γιό της. Λίγη ώρα αργότερα συναντιέται με τον άλλον πολυβασανισμένο, Αλέκο Παναγούλη.
Ημέρα σύλληψης
Ήταν καλοκαίρι, 14 Ιουλίου του 1969 όταν συνελήφθη. Είχε κατεβεί στο υπόγειο του σπιτιού στην Αγία Παρασκευή, όπου έμενε με την οικογένειά του, με το πρόσχημα ότι είχε να διορθώσει γραπτά των φοιτητών του. Εκεί εκρήγνυται στα χέρια του εκρηκτικός μηχανισμός, ο οποίος προοριζόταν για αντιστασιακή δράση κατά του καθεστώτος. Οι τοίχοι γέμισαν αίματα και μικρά κομματάκια σάρκας από το δεξί χέρι του που διαλύθηκε. Έχασε όλα τα δάκτυλα, το μεγαλύτερο μέρος της παλάμης του και το τύμπανο του δεξιού αυτιού του έπαθε μόνιμη βλάβη. Αιμόφυρτος μεταφέρεται από τη γυναίκα του Νίκη Καράγιωργα στο νοσοκομείο όπου συλλαμβάνεται.
Ήταν ενεργό μέλος της οργάνωσης «Δημοκρατικής Άμυνα», σύντροφος και φίλος με τον Νίκο Κωσταντόπουλο, με τον οποίο το 1975 θα πρωταγωνιστήσει στην ίδρυση του πολιτικού σχηματισμού Σοσιαλιστική Πορεία. Συλλαμβάνεται και βασανίζεται απάνθρωπα, όντας βαριά τραυματισμένος. Με βαρύ τασάκι του βαράνε το πληγωμένο χέρι, αδειάζουν στο κεφάλι του καλάθι σκουπιδιών με φλέματα, τον χτυπάνε. Κρατείται πέντε μήνες σε αυστηρή απομόνωση σε διάφορα κρατητήρια της Ασφάλειας Προαστίων, σε άθλιες συνθήκες. Κάποια σπάνια βράδια, στα κρυφά, ένας αστυφύλακας υπηρεσίες τον ανεβάζει στην ταράτσα να ανασάνει.
Η στάση του απέναντι στον ακρωτηριασμό του δεξιού του χεριού ήταν εντυπωσιακή. Με πειθαρχία και η επιμονή ασκείται στη γραφή με το αριστερό. Έμαθε να γράφει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Τις ατέλειωτες μέρες και νύχτες βρήκε τα μέσα και τον τρόπο να γράψει με το αριστερό ένα αρκετά εκτεταμένο βιογραφικό, περιλαμβάνονται εκτενείς αναφορές στις ιδέες, τις αξίες και τις πεποιθήσεις του.
Ημέρες της ζωή του
Γεννήθηκε στον Πύργο Ηλείας. Σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με δημοκρατικές αξίες και γραπτή κληρονομιά από τον πατέρα του να σέβονται τον άνθρωπο, όχι με γνώμονα τα ρούχα και τα χρήματα που δεν έχει. Σπουδάζει στην Ανωτάτη Βιομηχανική κι εν συνεχεία στην Ανωτάτη Εμπορική. Με κρατική υποτροφία κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο London School of Economics στην Αγγλία.
Γίνεται διδάκτορας και επιστρέφει στην Τράπεζα Ελλάδος όπου συνεχίζει την ερευνητική του δραστηριότητα. Το 1966 εκλέγεται έκτακτος καθηγητής της Δημόσιας Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και σύντομα κυκλοφορούν και τα πρώτα πανεπιστημιακά του εγχειρίδια. Καταξιώνεται σιγά σιγά και διεθνώς ως οικονομολόγος και στη φυλακή λαμβάνει το βραβείο Ford για βιβλίο που γράφει όντας φυλακισμένος.
Ημέρες δικαστηρίου
Δικάζεται μαζί με άλλα μέλη της Δημοκρατικής Άμυνας, κεκλεισμένων των θυρών, στο Έκτακτο Στρατοδικείο της Χούντας, στις 7 Απριλίου του 1970. Ένα δριμύ κατηγορώ κατά του χουντικού φασισμού, ήταν η απολογία του. «Είχα χρέος μου να αγωνισθώ...» είναι η φράση που ξεχωρίζει.
«Κύριοι στρατοδίκαι, μέχρι τώρα σᾶς ἐξέθεσα τοὺς λόγους διὰ τοὺς ὁποίους συμμετέχω εἰς τὴν Δημοκρατικὴν Ἄμυναν. Εἶχα χρέος μου νὰ ἀγωνισθῶ εἰς τὰ πλαίσια τῆς ὀργανώσεως αὐτῆς πρὸς ἀποκατάστασιν τῶν δημοκρατικῶν ἐλευθεριῶν εἰς τὴν χώραν. Εἶχα χρέος, πρῶτον, ὡς ἄνθρωπος ἀπέναντι τῆς ἱστορίας. Ἀπέναντι δηλαδὴ ὅλων ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ἠγωνίσθησαν μὲ τὸν λόγον ἢ μὲ τὰ ὅπλα, ἐκείνων ποὺ ἔχυσαν ποταμοὺς αἵματος διὰ νὰ κληροδοτήσουν εἰς ἡμᾶς τὴν ἐλευθερίαν καὶ τὴν δημοκρατίαν.
Δεύτερον, εἶχα χρέος ὡς καθηγητὴς ἀπέναντι εἰς τοὺς φοιτητάς μου. Εἰς τοὺς νέους αὐτοὺς δὲν μετέδιδα μόνον ξηρὰς ἐπιστημονικὰς γνώσεις. Τοὺς εἶχα γαλουχήσει μὲ τὴν ἰδέαν ὅτι ὀρθαὶ ἀποφάσεις ἐπὶ τῶν μεγάλων προβλημάτων τῆς χώρας λαμβάνονται μόνον μὲ τὴν δημοκρατικὴν διαδικασίαν ἐπιλογῆς, θὰ ἤμουν ἀσυνεπὴς καὶ θὰ ἐθεωρεῖτο δι’ ἐμὲ φυγομαχία ἐὰν διὰ τοῦ ἀγῶνος μου δὲν ἐδικαίωνα τὰς ἰδέας μου περὶ ἐλευθερίας καὶ δημοκρατίας ἀπέναντι τῶν φοιτητῶν μου.
Τέλος, κύριοι στρατοδίκαι, εἶχα ἕνα προσωπικὸν χρέος ἀπέναντι τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ καὶ τῆς πατρίδος. Αὐτὸς ὁ λαὸς ἔκανεν πολλὰς θυσίας καὶ δαπανὰς χάριν ἐμοῦ. Μὲ ἔσπουδασεν εἰς τὰ ἑλληνικὰ πανεπιστήμια, μὲ ἔστειλεν μὲ ὑποτροφίαν δι’ ἀνωτέρας σπουδὰς εἰς τὸ ἐξωτερικόν, μὲ ἔκανεν καθηγητὴν ἀνωτάτης σχολῆς καὶ ἀνώτατον κρατικὸν λειτουργόν.
7.3.1970. Πρώτη ημέρα της δίκης της Δημοκρατικής Αμυνας. Διακρίνονται από αριστερά, Νίκος Κωνσταντόπουλος, Χαρ. Πρωτοπαππάς, Παν. Ανδριτσάκης, Παν. Τσαγκαράκης, Στρατηγός Γ. Ιορδανίδης και πίσω ο Σάκης Καράγιωργας.
Δι’ ὅλας αὐτὰς τὰς θυσίας τί ζητεῖ ὡς ἀντάλλαγμα ἀπὸ ἐμὲ ὁ ἑλληνικὸς λαὸς καὶ ἡ πατρίς; Τί ζητεῖ ἀπὸ ὅλους τοὺς πνευματικοὺς ἀνθρώπους; Δύο μόνον πράγματα. Νὰ προσφέρουν τὰς ἐπιστημονικάς των ὑπηρεσίας καὶ νὰ εἶναι οἱ θεματοφύλακες τῶν ἠθικῶν καὶ πνευματικῶν ἀξιῶν τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Εἶχα ὑποχρέωσιν, ἑπομένως, κύριοι στρατοδίκαι, νὰ ἐξοφλήσω αὐτὸ τὸ μεγάλο χρέος μου, ἀκόμη καὶ ἐὰν παρίστατο ἀνάγκη νὰ δώσω καὶ τὴν ζωήν μου.»
Στις 12 Απριλίου 1970 ανακοινώθηκε η απόφαση του στρατοδικείου, σύμφωνα με την οποία καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη, παρά την αρχική εισήγηση του βασιλικού επιτρόπου που είχε ζητήσει θανατική ποινή. Η «επιείκεια» αυτή μπορεί να αποδοθεί και στις έντονες πιέσεις της διεθνούς κοινότητας. Περνά 4 χρόνια και κάτι της πολύτιμης ζωής του, στις φυλακές Αβέρωφ, Ιτζεδίν, Αλικαρνασσό και Κορυδαλλό. Στη διάρκεια της φυλάκισης οι βασανισμοί δεν σταματούν, με εκδικητικές τιμωρίες.
Ημέρα του θανάτου του.
Ήταν καλοκαίρι όταν πέθανε. Αύγουστος του 1985, στο Νοσοκομείο «Αλεξάνδρα», από ανακοπή καρδιάς και μόλις 55 ετών. Το έμφραγμα το έπαθε μέρες νωρίτερα, ένα μεσημέρι που αποχωρούσε από το αγαπημένο του Πάντειο. Στην εντατική ανέκαμψε και όλα έδειχνα ότι φθηνά τη γλύτωσε. Λίγες ημέρες πριν το εξιτήριο, η μεγάλη καρδιά του δέχεται το τελικό χτύπημα.
Την ημέρα της κηδείας του όταν το φέρετρο βγαίνει από την πόρτα της εκκλησίας, η τεράστια αυλή του Α΄ Νεκτροταφείου είναι κατάμεστη από κόσμο που φώναζε Αθάνατος. Τάφηκε, δίπλα στον μαντρότοιχο του νεκροταφείου, στη γειτονιά των αγγέλων, με τον Σωτήρη Πέτρουλα, τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, τον Μάνο Κατράκη, τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Τσιτσάνη…