Διεθνείς οργανώσεις για την Ελευθερία του Τύπου διαμαρτύρονται με επιστολή τους για τη σύλληψη και κράτηση δημοσιογραφικού συνεργείου που βρισκόταν στη Σάμο για την παραγωγή ντοκιμαντέρ σχετικά με τη μετανάστευση. Όπως καταγγέλλουν οι υπογράφοντες, μέλη του Media Freedom Rapid Response (MFRR), οι δημοσιογράφοι συνελήφθησαν, κρατήθηκαν επί επτά ώρες χωρίς κατηγορίες, τους αρνήθηκαν επανειλημμένα επικοινωνία με δικηγόρο και τους υπέβαλαν σε ταπεινωτικό έλεγχο.
Στην επιστολή τους, που έστειλαν στον υπουργό Εσωτερικών και την Ελληνική αστυνομία, εξέφρασαν σοβαρές ανησυχίες για την κακομεταχείριση ενός γερμανικού δημοσιογραφικού πληρώματος από το αστυνομικό τμήμα της Σάμου. «Με τον τρόπο αυτό, πιστεύουμε ότι αυτοί οι αστυνομικοί προσπάθησαν να εργαστούν εντός των γκρίζων ζωνών του νόμου και να δημιουργήσουν νομική ασάφεια για το συνεργείο, παραβιάζοντας σαφώς τα επαγγελματικά τους πρότυπα. Καταδικάζουμε τις ενέργειες των εμπλεκόμενων αστυνομικών και απαιτούμε διεξοδική έρευνα από τη Διεύθυνση Αστυνομίας Σάμου, τη Γενική Περιφερειακή Αστυνομική Διεύθυνση Βορείου Αιγαίου και το Υπουργείο Εσωτερικών για τον εντοπισμό των υπευθύνων», επισημαίνουν.
Κρατήθηκαν χωρίς να ξέρουν γιατί κατηγορούνται
Μεταξύ αυτών που τέθηκαν υπό κράτηση ήταν ο φωτορεπόρτερ Manuel Tysarzik, η video editor Larissa Rausch, ο συντονιστής του ντοκιμαντέρ από το Γερμανικό Ίδρυμα Κλίματος και άλλο ένα μέλος της ομάδας. Το συνεργείο βρέθηκε στη Σάμο για το ντοκιμαντέρ «Climate Faces», το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το γερμανικό Υπουργείο Περιβάλλοντος. Αφού πραγματοποίησε συνεντεύξεις σε ένα προσφυγικό καταυλισμό, σταμάτησε να τραβήξει φωτογραφίες για το ντοκιμαντέρ χρησιμοποιώντας drone. Καθώς συνέχισαν τη διαδρομή τους, τούς σταμάτησε ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας και οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν πως ήταν τακτικός έλεγχος. Οι Tysarzik και Rausch επέδειξαν την δημοσιογραφική ταυτότητά τους αλλά οι αστυνομικοί τους ζήτησαν να τους ακολουθήσουν στο τμήμα για έναν γρήγορο «διαδικαστικό έλεγχο».
Στην επιστολή επισημαίνεται επίσης ότι «παρότι δεν τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες και οι τέσσερις παρέμειναν υπό κράτηση για συνολικά περίπου οκτώ ώρες. Κατά τη διάρκεια των ωρών αυτών, ανακρίθηκαν, παρενοχλήθηκαν, τους αρνήθηκαν τροφή ενώ οι αστυνομικοί δεν φορούσαν προστατευτικές μάσκες, κατά παράβαση των κανονισμών για τον περιορισμό του COVID-19». Μετά τον έλεγχο της κάρτας SD του drone, οι αξιωματικοί ήγειραν την απειλή των κατηγοριών «κατασκοπείας» επειδή η παραλία όπου βιντεοσκοπούσαν ήταν δίπλα σε μια στρατιωτική βάση. Το πλήρωμα αρνήθηκε έντονα ότι το drone βιντεοσκοπούσε τη βάση. Αφότου το συνεργείο επέστρεψε στη Γερμανία, δεν έχει επικοινωνήσει κάποιος μαζί τους από τη Διεύθυνση Αστυνομίας Σάμου, τους εισαγγελείς ή άλλες ελληνικές αρχές, εγείροντας σημαντική αβεβαιότητα για το καθεστώς οποιασδήποτε έρευνας «κατασκοπείας» εις βάρος τους. Οι οργανώσεις, που υπογράφουν την επιστολή ζητούν από τις ελληνικές αρχές να αποσύρουν αμέσως τυχόν κατηγορίες εναντίον των δημοσιογράφων, εφόσον εκκρεμούν, και να σταματήσουν οποιαδήποτε έρευνα επί των δημοσιογράφων, εφόσον συνεχίζεται.
Πρακτικές που επιτίθενται στην Ελευθερία του Τύπου
«Πιστεύουμε επίσης ότι η αντιεπαγγελματική συμπεριφορά των αστυνομικών, ο αυθαίρετος τρόπος ανάκρισης εκ μέρους τους, η άσκοπη χρήση εκ μέρους τους του σωματικού ελέγχου με απογύμνωση, η παραβίαση των προφυλάξεων για το COVID-19 και η επανειλημμένη συσκότιση των κατηγοριών κατά των μελών του συνεργείου, συνιστούν απαράδεκτη πράξη εκφοβισμού κατά δημοσιογραφικού συνεργείου ντοκιμαντέρ», τονίζουν. «Δυστυχώς, η υπόθεση αυτή εντάσσεται επίσης σε ένα ευρύτερο μοτίβο εκφοβισμού των ξένων μέσων ενημέρωσης τους τελευταίους μήνες, ιδίως εκείνων που καλύπτουν θέματα που σχετίζονται με τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στην Ελλάδα. Από τη Σάμο έως τη Λέσβο και την Αθήνα, δημοσιογράφοι από διεθνή ΜΜΕ ανέφεραν ότι υποβλήθηκαν σε αυθαίρετους ελέγχους, κρατήσεις, πιέσεις από τις αρχές και εμποδίστηκαν να εισέλθουν σε ορισμένες περιοχές, σε μια, κατά τα λεγόμενά τους, προσπάθεια να αποθαρρυνθούν από τη διεξαγωγή ρεπορτάζ. Αυτή η πρακτική δημιουργεί κλίμα εχθρότητας για τα μέσα ενημέρωσης και αποτελεί επίθεση κατά των μέσων ενημέρωσης και της ελευθερίας του Τύπου – μια επίθεση για την αντιμετώπιση και πάταξη της οποίας η Ελληνική Αστυνομία και το Υπουργείο Εσωτερικών πρέπει να αναλάβουν συγκεκριμένη δράση, στο πλαίσιο των εγχώριων και διεθνών υποχρεώσεων των ελληνικών αρχών όσον αφορά την ελευθερία της έκφρασης και την προστασία και ασφάλεια των δημοσιογράφων», καταλήγουν.