Δημήτρης Λιαντίνης: Σαν σήμερα... το «τελευταίο» μάθημα - Ο μυστηριώδης καθηγητής και το τραγικό του τέλος [vid & pics]
Ήταν Ιούνιος του 1998. Το πανελλήνιο, συγκλονισμένο, παρακολουθεί τις έρευνες για τον εντοπισμό του καθηγητή Πανεπιστημίου και συγγραφέα Δημήτρη Λιαντίνη. Ανακρίβεια. Όσοι τον ήξεραν (μόνο) με αυτές τις ιδιότητες είχαν ένα κενό ενημέρωσης. Όσοι τον γνώριζαν και με αυτές του στοχαστή και φιλοσόφου, ίσως να μην αγωνιούσαν για την τύχη του. Θα ψυχανεμίζονταν ότι ο μεγάλος Λάκωνας που ανέβηκε στον αγαπημένο του Ταΰγετο την 1η Ιουνίου δεν επρόκειτο να επιστρέψει. Το είχε κάνει πολλάκις. Ποτέ όμως δεν είχε εξαφανιστεί. Εκείνη έμελλε να είναι η στερνή (του) φορά. Μέντορας, όχι καθηγητής. Δεν δίδασκε ύλη, αλλά τρόπο και αντίληψη ζωής, λένε όσοι γέμιζαν το αμφιθέατρο για να παρακολουθήσουν ένα διαφορετικό από τα στερεοτυπικά πρότυπα μάθημα φιλοσοφίας.
Φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Ένας άνθρωπος ιδιαίτερα ιδιοφυής, διεισδυτικός και διορατικός που δυστυχώς έφυγε νωρίς... Λάτρης της Αρχαίας Ελλάδας, της πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της, έγραψε διάφορα θέματα, ανάμεσά τους η ηθική, η ζωή, ο θάνατος, η σχέση της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού. Ήταν το πρωί της 1ης Ιουνίου του 1998 όταν ο Δημήτρης Λιαντίνης έφυγε από το σπίτι του στη Ν.Κηφισιά. `Ενα γράμμα είχε αφήσει στο γραφείο του για την κόρη του, Διοτίμα, στο οποίο έγραφε για την απόφασή του να «φύγει» τότε που ένιωθε εκείνος έτοιμος πια... Να επιλέξει το θάνατό του τότε που ήταν ακόμα "όρθιος, στιβαρός και περήφανος"...
Με έκδηλη την αγάπη του προς τους νέους, παρότρυνε να κλείσουν τις τηλεοράσεις, να διαβάζουν βιβλία, να εμπλουτίσουν το γνωστικό επίπεδό τους, να επικοινωνούν, να ερωτεύονται. «Τρύγησε την ημέρα, σα να είναι η τελευταία σας. Μην την αφήσεις να πάει χαμένη. Ό,τι χαρές είναι να σου δώσει μην τις αφήσεις, γιατί δεν θα την ξαναβρείς. Δεν είναι αναβλητή η ζωή, ούτε αναστρέψιμη», ήταν επίσης κάποια από τα λόγια του, σε εκείνο το κύκνειο διδακτικό, άσμα του.
Ο Λιαντίνης έφυγε προς την Σπάρτη, άφησε το αυτοκίνητό του κοντά στη βιβλιοθήκη της πόλης και πήγε στον Ταύγετο με ταξί. Στον ταξιτζή είπε ότι θα συναντούσε κάποιους Γερμανούς στο ορειβατικό καταφύγιο του βουνού.
Τα ίχνη του εξαφανίστηκαν από εκείνη την ημέρα. Η σύζυγός του ενημέρωσε τις αρχές μόλις βρήκε το γράμμα του, αναφέροντας πως φοβόταν για τη ζωή του, καθώς σκεφτόταν καιρό πριν το θάνατό του.
Δυστυχώς, δεν κατάφεραν να τον εντοπίσουν και δύο μέρες μετά την εξαφάνισή του, δύο μαθητές του στεφάνωσαν τα αγάλματα του Λυκούργου και του Σολωμού στη Σπάρτη και στην Ζάκυνθο αντίστοιχα. Όπως εκείνος επιθυμούσε...
Ακολουθεί το αποχαιρετιστήριο γράμμα προς την κόρη του...
"Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει….
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή
να στεφανωθούν οι μορφές**
Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου
στη Σπάρτη."
https://www.youtube.com/watch?v=NNpGZ0-rQNY&feature=emb_title
Η σορός του βρέθηκε εφτά χρόνια αργότερα, το 2005, όπως ακριβώς είχε ζητήσει. «Εγώ τελειώνω τη ζωή μου», είχε πει στον εξάδελφο και αδελφικό του φίλο Παναγιώτη Νικολακάκο, ένα μήνα περίπου πριν εξαφανιστεί. «Ζητώ από σένα να κρατήσεις όρκο βαρύ».
Ο Λιαντίνης του εκμυστηρεύθηκε πού θα βρίσκεται, του σχεδίασε μάλιστα και χάρτη. Του ζήτησε να τον εντοπίσει λίγο αφότου φύγει, αλλά να μην αποκαλύψει τίποτα πριν περάσουν επτά χρόνια. «Τότε μόνο θα πάρεις την οικογένειά μου». Έτσι κι έγινε. Τις πρώτες ημέρες του Ιουνίου του 2005, ο Νικολακάκος τηλεφωνεί στη σύζυγο του Λιαντίνη. «Ήρθε η ώρα να σου πω πού είναι ο Δημήτρης». «Ο Νικολακάκος ανέβηκε τρεις φορές στον Ταΰγετο μέχρι να εντοπίσει το σημείο. Ο Λιαντίνης είχε πάει σε σημείο απάτητο, χάραξε δικό του μονοπάτι. Πρέπει να είχε εντοπίσει τον τάφο του χρόνια πριν, δεν ξέρουμε ακριβώς πότε», λέει ο Αλικάκος, που τις μέρες της εξαφάνισης είχε αναλάβει το σχετικό ρεπορτάζ, ως νεαρός ρεπόρτερ για λογαριασμό του ΣΚΑΪ.
Ήταν μια βραχοσκεπή, ένας φυσικός τάφος. Το 2005, ο Παναγιώτης ανέβηκε στο βουνό με την κόρη του Λιαντίνη, Διοτίμα, και τον τότε σύζυγό της. Η σκηνή ήταν τρομερή όταν η Διοτίμα αναγνώρισε τον προσωπικό φακό του. Την επομένη ανέβηκε η ΕΜΑΚ. Η σορός ταυτοποιήθηκε με τη μέθοδο του DNA, αλλά και από οδοντιατρικό έλεγχο.
Το καλοκαίρι εκείνο τελείωσε όλη η παραφιλολογία και το συνωμοσιολογικό του πράγματος για το τι έχει γίνει με τον Λιαντίνη. Επί επτά χρόνια οργίαζαν οι φήμες. Mέχρι και στην Αργεντινή είχε γραφτεί ότι κάθεται και πίνει τον καφέ του. «Κρύβεται σε μοναστήρι», και «παριστάνει τον ταξιτζή», ήταν δύο ακόμα θεωρίες.
«Σε όλη τη ζωή του προετοίμαζε τη μεγάλη έξοδο. Ο ίδιος έβλεπε το θάνατό του ως έργο. Ένα έργο με αρχή μέση και τέλος, που ζητάει να μελετηθεί. Ο θάνατος του ήταν νεύμα κατανόησης και φωνή διαμαρτυρίας», γράφει ο Δημήτρης Αλικάκος στο βιβλίο «Λιαντίνης: Έζησα έρημος και ισχυρός».
Έχοντας ερευνήσει εξονυχιστικά τη ζωή του στοχαστή και συλλέγοντας πληροφορίες από τους οικείους του επί 18 ολόκληρα χρόνια, ο Αλικάκος δεν έχει καμία αμφιβολία για το τι τον οδήγησε στο θάνατο. «Ένιωσε ότι έκανε τον κύκλο του, έδωσε ό,τι είχε να δώσει. Ο Λιαντίνης πεθαίνει, αλλά η κραυγή μέσα από το έργο του είναι ζήστε! Δεν έχω γνωρίσει άνθρωπο, που μελέτησε το έργο του, να πει το αντίθετο. Απόδειξη, κανείς δεν μιμήθηκε τον Λιαντίνη από το 1998 και μετά. Κανείς δεν πέθανε. Ξέρω όμως πολλούς ανθρώπους που είδαν με άλλο μάτι τη ζωή. Της έδωσαν αξία…»
Ακόμα και η μητέρα του συμβιβάστηκε πιθανώς – όσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό – με την ιδέα ότι ο γιος της είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του στα εγκόσμια. «Παιδί μου, σπλάχνο μου, πάντα πίστευα σε σένα. Ας γίνει αυτό που θέλεις», του είπε, αγκαλιάζοντας τον, εκείνη την τελευταία τους φορά.
Με πληροφορίες από το Menshouse