Σακελλαροπούλου: Οι δικαστές πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, υποδέχθηκε χθες, Δεύτερα 28/9, τους εκπρόσωπους της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων, μαζί με την αντιπροσωπεία του Συμβουλίου της Επικρατείας, στον κήπο του Προεδρικού Μεγάρου. Η κα. Σακελλαροπούλου αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο ζήτημα της ατομικής ελευθερίας, πάντοτε σε συνάρτηση με το δημόσιο συμφέρον, υπό το πρίσμα της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας.
Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, χαιρέτισε εκφράζοντας τη χαρά και τη συγκίνησή της, η οποία και ενισχύεται από το γεγονός ότι το 2019, ως πρόεδρος, τότε, του Συμβουλίου της Επικρατείας, είχε προτείνει στο Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων, την Αθήνα ως τόπο πραγματοποίησης της φετινής συνδιάσκεψης. Μάλιστα, σχολίασε χαρακτηριστικά: «Και επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη, αντί να σας υποδέχομαι στο Συμβούλιο της Επικρατείας σας υποδέχομαι εδώ, στον κήπο του Μεγάρου».
Η πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, τόνισε την ύπαρξη σημαντικών και ευαίσθητων ερωτημάτων σχετικά με την ισορροπία μεταξύ ατομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, υπό τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας, τα οποία και τέθηκαν στους διοικητικούς δικαστές λόγω των μέτρων που πάρθηκαν από τους κυβερνόντες, λόγω της έκτακτης κατάστασης της πανδημίας.
Υπογράμμισε, ακόμη, την ανάγκη της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας των δικαστών, αναφερόμενη στη δεοντολογία τους: «Το διακύβευμα για έναν δικαστή είναι να παραμένει ανεξάρτητος, να διατηρεί την αμεροληψία του, ανεξάρτητα από τις προσωπικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές του απόψεις».
Συγκεκριμένα, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, σημείωσε:
«Με μεγάλη χαρά σάς καλωσορίζω στο Προεδρικό Μέγαρο. Τη χαρά και τη συγκίνησή μου επιτείνει το γεγονός ότι το 2019, ως πρόεδρος, την εποχή εκείνη, του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρότεινα στο Συμβούλιο της Διεθνούς Ένωσης Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων η φετινή συνδιάσκεψη να γίνει στην Αθήνα. Και επειδή η ζωή είναι απρόβλεπτη, αντί να σας υποδέχομαι στο Συμβούλιο της Επικρατείας σας υποδέχομαι εδώ, στον κήπο του Μεγάρου.
Δυστυχώς, τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση που συνδέεται με τον κορονοϊό εμπόδισαν κάποια μέλη της Ένωσής σας να είναι παρόντα κατά τη διάρκεια της διήμερης αυτής συνδιάσκεψης. Ωστόσο, όλοι μας είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε τις οδηγίες των ειδικών, πράγμα που ενδεχομένως προκαλεί κάποιες ανατροπές στον προγραμματισμό μας, είναι, ωστόσο, απολύτως αναγκαίο.
Αισθάνομαι ότι βρίσκομαι ανάμεσα σε συναδέλφους και φίλους, με τους οποίους μπορώ να μοιραστώ κάποιες σκέψεις πάνω σε ζητήματα που όλοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είμαστε υποχρεωμένοι να διαχειριστούμε.
Εδώ και πολλούς μήνες, τα μέτρα που αναγκάστηκαν να λάβουν οι κυβερνήσεις μας θέτουν στους διοικητικούς δικαστές, όπως εσείς και όπως ήμουν και εγώ επί 38 χρόνια, πολύ ευαίσθητα ερωτήματα σχετικά με το ζήτημα της ισορροπίας μεταξύ ατομικής ελευθερίας και δημοσίου συμφέροντος, υπό τη μορφή της διαφύλαξης της δημόσιας υγείας.
Ποιους περιορισμούς ατομικών ελευθεριών μπορούμε να ανεχθούμε χωρίς να υπονομεύσουμε τον πυρήνα τους; Σε ποια έκταση μπορεί να περιοριστεί η οικονομική ελευθερία προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία, χωρίς η ύφεση που ακολουθεί να γονατίσει την κοινωνία; Για ακόμα μία φορά, το νομικό εργαλείο της αρχής της αναλογικότητας στα χέρια της διοικητικής δικαιοσύνης, στα δικά σας χέρια, μπορεί να δώσει απαντήσεις.
Στα Ανώτατα Δικαστήρια των χωρών, που είναι μέλη της Διεθνούς Ένωσης των Ανωτάτων Διοικητικών Δικαστηρίων, διαμορφώνεται μία νομολογία κυρίως σε ό,τι αφορά τις αποφάσεις προσωρινών μέτρων. Παρακολουθώντας κάποιες από τις δικαστικές αποφάσεις που σχετίζονται με αυτό το ζήτημα, βλέπουμε καθαρά το ενδιαφέρον -την αγωνία θα έλεγα- του διοικητικού δικαστή να κατορθώσει, για ακόμα μία φορά και μάλιστα σε μία συγκυρία άνευ προηγουμένου για τη γενιά μας, να βρει τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και την εγγύηση των δημόσιων αγαθών, στη συγκεκριμένη περίπτωση της δημόσιας υγείας.
Δυστυχώς, η υγειονομική κρίση έχει φέρει στην επιφάνεια ανορθολογικές δυνάμεις, οι οποίες, υπό κανονικές συνθήκες, βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση στις κοινωνίες μας, αλλά εκδηλώνονται με ιδιαίτερη ένταση και επιθετικότητα κάθε φορά που προκύπτει μία κρίση, οικονομική, πολιτική, υγειονομική ή άλλη. Πολίτες που διαδηλώνουν σε όλον τον κόσμο ενάντια στις μάσκες, που δεν συμφωνούν με τη διατήρηση των αποστάσεων, που φτάνουν ως και να αρνούνται την ίδια την ύπαρξη του ιού. Όλοι μας, ωστόσο, το γνωρίζουμε πολύ καλά: Στον κόσμο μας ανθίζουν όλα τα λουλούδια και, δυστυχώς, ο παραλογισμός καλά κρατεί.
Το σεμινάριο που θα παρακολουθήσετε αύριο είναι αφιερωμένο σε ένα ζήτημα ύψιστης σημασίας: Τη δεοντολογία που διέπει τη συμπεριφορά των δικαστών.
Το 2003, ο Guy Cavinet, πρώτος πρόεδρος, εκείνη την εποχή, του γαλλικού Ακυρωτικού Δικαστηρίου, εγκαινίασε τη συζήτηση στη χώρα του, τονίζοντας την επείγουσα ανάγκη για έναν εις βάθος αναστοχασμό της δεοντολογίας που πρέπει να διέπει τη συμπεριφορά των δικαστών. H προσέγγισή του προφανώς σχετιζόταν με τα γεγονότα της εποχής, ωστόσο τα προβλήματα τα οποία έθιξε μας απασχολούν ακόμη και σήμερα, φυσικά με διαφορετικούς τρόπους.
Οι δικαστές πρέπει να είναι ανεξάρτητοι και αμερόληπτοι. Προφανώς. Στο πλαίσιο, ωστόσο, του λειτουργήματός τους όπως και στην ιδιωτική τους ζωή, οφείλουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που δεν θα αφήνει να πλανάται καμία αμφιβολία για την ανεξαρτησία και την αμεροληψία τους. Είναι περιττό να υπενθυμίσω σε σας τη σημασία που δίνει το Δικαστήριο του Στρασβούργου στις εντυπώσεις. Ισχύει εδώ ό,τι και για τη γυναίκα του Καίσαρα. Το διακύβευμα για έναν δικαστή είναι να παραμένει ανεξάρτητος, να διατηρεί την αμεροληψία του, ανεξάρτητα από τις προσωπικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, θρησκευτικές του απόψεις. Είναι πολύ δύσκολο να κερδηθεί αυτό το στοίχημα, απαιτεί διαρκή εσωτερική προσπάθεια.
Η δεοντολογία είναι ένας συνεχής αναστοχασμός πάνω στις θεμελιώδεις αξίες της λειτουργίας του δικαστή και συμβάλλει τα μέγιστα στην ενίσχυση του δεσμού εμπιστοσύνης ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την κοινωνία, τη δικαιοσύνη και τους διαδίκους. Αυτήν την εμπιστοσύνη, που τόσο πολύ χρειάζεται η δικαιοσύνη προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή της ως εγγυήτριας του κράτους δικαίου».
Όπως ήταν αναμενόμενο, αναφέρθηκε στην Γκίνσμπεργκ, η οποία έφυγε από τη ζωή πριν από λίγες ημέρες (18/9), αναφέροντας πως: «Πριν από λίγες ημέρες, μία μεγάλη Αμερικανίδα δικαστής, η Ruth Bader Ginsburg, έφυγε από κοντά μας. Φυσικά, ανήκε σε μία κοινωνία όπου ο δικαστής έχει διαφορετικό ρόλο από τον Ευρωπαίο ομόλογό του. Ωστόσο, οι Αμερικανοί πολίτες που συγκεντρώθηκαν μπροστά από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ, θέλοντας να εκφράσουν τη λύπη τους για την απώλεια της Γκίνσμπεργκ, αποτελούν ένα ζωντανό παράδειγμα, μία απόδειξη ότι ο σεβασμός αυστηρών αρχών διαμορφώνει τον αναγκαίο δεσμό εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και τους δικαστές τους, έναν δεσμό που συνιστά το ύστατο καταφύγιο των ατομικών τους ελευθεριών.
Δεν υπάρχει δικαιοσύνη άξια αυτού του ονόματος χωρίς σεβασμό στις αρχές της δεοντολογίας. Ακόμα και χωρίς σχετικό νομικό κείμενο, οι δεοντολογικές υποχρεώσεις είναι πανταχού παρούσες, οδηγός των δικαστών στην καθημερινή τους ζωή.
Γνωρίζετε πολύ καλά ότι οι συζητήσεις που θα διεξαχθούν αύριο θα θίξουν ένα φλέγον ζήτημα, αλλά δεν θα το κλείσουν. Θα συνεχίσει να σας απασχολεί και την επομένη, και σε όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής σας ζωής. Ακριβώς επειδή αποτελεί ένα πρωταρχικό, εξαιρετικής σημασίας ζήτημα για το κράτος δικαίου, δηλαδή για τη σύγχρονη Δημοκρατία».