Ινστιτούτο «ΕΝΑ» - Prorata: Με αυτό το κριτήριο ψηφίζουμε - Το παράδοξο των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ
Ενδιαφέροντα είναι τα ευρήματα που προκύπτουν από έρευνα «Πολιτικές & Ιδεολογικές Στάσεις στην Ελλάδα Σήμερα, Ιούνιος 2022», που έχει πραγματοποιήσει η PRORATA για λογαριασμό του Ινστιτούτου εναλλακτικών πολιτικών «ΕΝΑ».
Όπως τονίζεται, μεταξύ άλλων στην έρευνα μέρος της οποίας δημοσιεύεται στον Τύπο:
Σημαντικό, ως ενός σημείου, φαινόμενο, που θα επηρεάσει την προεκλογική συνθήκη, είναι ο βαθμός αντιπάθειας προς τα κόμματα.
Στη σύγχρονη εκλογική συμπεριφορά διεθνώς εμφανίζεται το φαινόμενο της «αρνητικής ταύτισης» με κάποιο κόμμα, όπου η αντιπάθεια εμφανίζεται να είναι ισχυρότερο κίνητρο ψήφου απ’ ό,τι η συμπάθεια.
Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, παρατηρούμε ότι το 86% των ερωτώμενων δήλωσε ότι υπάρχει ένα κόμμα που αντιπαθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα. Από αυτούς, το 35% δήλωσε πως αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 33% τη ΝΔ, το 9% τους Έλληνες για την Πατρίδα, το 7% το ΚΚΕ, το 4% την Ελληνική Λύση και το ΜΕΡΑ25 και το 2% το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ.
Επίσης, το 71% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΝΔ αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 81% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ αντιπαθεί τη ΝΔ, ενώ το 53% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. αντιπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ και μόλις το 10% τη ΝΔ.
Στην κατεύθυνση αυτή, διαπιστώνεται η φανερή πόλωση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, που αντικατοπτρίζει τη θέση τους ως των δύο κυρίαρχων πόλων στο κομματικό σύστημα. Εκείνο που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι η ανθεκτικότητα της αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάσης στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ., οι οποίοι επιπλέον εμφανίζονται να αντιπαθούν το ΚΚΕ κατά 11% (1% περισσότερο από τη ΝΔ), αντίστοιχα με αυτούς της ΝΔ. Έτσι, ένα 90% αντιπάθειας των ψηφοφόρων της ΝΔ επικεντρώνεται στα κόμματα της Αριστεράς, με το αντίστοιχο των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. να αθροίζει 69%, γεγονός που αποτυπώνει τις μεταβολές από το 2012 και μετά στην εκλογική βάση του κόμματος αυτού και σίγουρα αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα στον υπολογισμό των μετεκλογικών δυνατοτήτων και περιορισμών.
Τελευταίο ερώτημα του δεύτερου μέρους της έρευνας αποτελεί η διερεύνηση της επικαιρότητας ή μη συγκεκριμένων εννοιών που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο.
Από όλες τις έννοιες που τέθηκαν η μοναδική που θεωρήθηκε οριακά παρωχημένη στον γενικό πληθυσμό ήταν η απεργία (51%), ενώ υψηλό ποσοστό παρωχημένου είχαν και οι ιδιωτικοποιήσεις (37% έναντι 58% επίκαιρου).
Οι δύο αυτές έννοιες, απεργία και ιδιωτικοποιήσεις, φαίνεται ότι είναι και εκείνες που διχάζουν περισσότερο τους ερωτωμένους ως προς την πρόσληψή τους σαν επίκαιρες ή παρωχημένες.
Οι υπόλοιπες έννοιες θεωρήθηκαν σε υψηλό ποσοστό επίκαιρες, με πρώτη την ψηφιακή οικονομία (81%), δεύτερη το κοινωνικό κράτος και την ασφάλεια (78%), τρίτη τα δημόσια αγαθά (75%) και εν συνεχεία την αλληλεγγύη, την κοινωνική επιχειρηματικότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Ευλόγως, η απεργία είχε ισχυρότερη αποδοχή στα αριστερόστροφα ακροατήρια, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις στα δεξιόστροφα.
Σε όλες τις υπόλοιπες έννοιες εμφανίζεται μια αξιοσημείωτη ομοιομορφία, κυρίως γιατί πρόκειται για θεματικές κοινής αποδοχής (valenceissues), για τις οποίες υπάρχουν στρατηγικές επίτευξης θεματικής αρμοδιότητας από τα κόμματα.
Για παράδειγμα, η αλληλεγγύη μπορεί να ιδωθεί και ως κοινωνική πολιτική και ως φιλανθρωπία, η ασφάλεια είτε ως κοινωνική παροχή είτε ως αναγκαία κατασταλτική πρακτική κ.ο.κ.
Είναι σαφές ότι η συγκυρία των αλλεπάλληλων κρίσεων έχει δημιουργήσει συναίνεση για μέχρι πρότινος διαφιλονικούμενες έννοιες, όπως το κοινωνικό κράτος ή τα δημόσια αγαθά, οι οποίες έχουν αριστερές καταβολές, κάτι που δείχνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πεδία στα οποία μπορεί να αναπτυχθεί μια αριστερή στρατηγική με ευρεία απεύθυνση.
Αντιφάσεις της κοινής γνώμης
Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες θέσεις, επαληθεύονται ορισμένες αντιφάσεις στις απόψεις της κοινής γνώμης, οι οποίες απορρέουν και από την –αναμενόμενη προεκλογικά– προγραμματική ασάφεια των κομμάτων.
Για παράδειγμα, το 81% των ερωτώμενων συμφωνεί με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, αλλά μόνο το 16% αποδέχεται την αναγκαία φορολογική επιβάρυνση για την ύπαρξη κοινωνικών δαπανών, την ίδια στιγμή που το 77% επιθυμεί τη φορολόγηση εύπορων και μεγάλων επιχειρήσεων.
Οι εν λόγω αντιφάσεις προφανώς πρέπει να αποδοθούν στην αίσθηση υπερφορολόγησης πολλών κοινωνικών στρωμάτων στα χρόνια της μνημονιακής περιόδου, αλλά σίγουρα εδώ υπεισέρχεται και μια ανεπαρκής κατανόηση του τρόπου λειτουργίας ενός συστήματος αναδιανομής στο πλαίσιο μιας κρατικοπρονοιακής διευθέτησης.
Η νομιμοποιητική βάση ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι η αναγνώριση της ύπαρξης σημαντικών οικονομικών αδικιών – για παράδειγμα, το 77% των ερωτώμενων διαφωνεί με ότι οι εργαζόμενοι έχουν ικανοποιητικές απολαβές.
Από την άλλη πλευρά, το 52% των ερωτώμενων δυσπιστεί απέναντι στην ιδέα του μεγάλου κράτους, αλλά το 64% διαφωνεί με τη μη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία και μόλις το 23% συμφωνεί με το να ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα οι βασικές υποδομές της χώρας.
Πρακτικά, εδώ γίνεται αποδεκτή η ιδέα μιας έλλογης κρατικής παρέμβασης, όπου το κράτος πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας και τη στήριξη της κεντρικής υποδομής της χώρας, χωρίς όμως να διεκδικεί ταυτόχρονα την καθολική κάλυψη.
Εδώ θα μπορούσε να επισημανθεί και ένα άλλο εύρημα στης έρευνας, σύμφωνα με το οποίο το κράτος (74%) θεωρείται ότι μπορεί να μειώσει τις ανισότητες έναντι της ιδιωτικής οικονομίας (19%). Αυτό δείχνει ότι, πέρα από μια αναγκαία παρέμβαση στην οικονομία, το κράτος φαίνεται να είναι βασικός εκφραστής και της κοινωνικής παρέμβασης, με την πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας να θεωρείται ότι έχει επιδράσει προς αυτήν την κατεύθυνση.
Στηρίζουν την πολιτική και κοινωνική δράση
Σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον για την πολιτική, είναι δηλωτικό ότι η κοινή γνώμη έχει υψηλές απαιτήσεις και προσδοκίες τόσο από τις πολιτικές διαδικασίες όσο και από την κοινωνία των πολιτών, καθώς το 87% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι η πολιτική μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων και το 85% συμφωνεί ότι η κοινωνική δράση μπορεί να αλλάξει έστω και λίγο τα πράγματα.
Το 80% των ερωτώμενων δηλώνει λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο από τη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Μάλιστα η πολιτική, σε ένα πλαίσιο έντονης αμφισβήτησης, τουλάχιστον με τον τρόπο που ασκείται, συνδέεται με την πολύ αρνητική έννοια της διαφθοράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προσδοκίες·
Επίσης μόνον τρεις θεσμοί ξεπερνούν το όριο της θετικής εμπιστοσύνης: ο στρατός (6,6), το πανεπιστήμιο (6,2) και το ΕΣΥ (5,9). Και αυτό γιατί οι δύο πρώτοι συνιστούν θεσμούς με παράδοση δεκαετιών, ενώ το τρίτο προέκυψε προφανώς από την εμπειρία της διαχείρισης της πανδημίας.
Πλέον καταγράφεται χαμηλή αξιολόγηση για την Εκκλησία, ενδεχομένως υπό την επιρροή της στάσης της στην πανδημία, όπως και για τα ΜΜΕ, καθώς επαληθεύεται μια μακρόχρονη κρίση εμπιστοσύνης προς τα τελευταία.
Ίσως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η χαμηλή επίδοση της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, δύο θεσμών που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά σταθερότητας, ιστορικότητας και διάρθρωσης με τον στρατό και το πανεπιστήμιο, αλλά φαίνεται ότι στη συνείδηση των πολιτών στιγματίζονται από αναποτελεσματικότητα.
Επιπλέον η ΕΕ και το ΝΑΤΟ παρουσιάζουν, επίσης, χαμηλή εμπιστοσύνη (3,8 και 2,9), όπως και δύο θεσμοί κοινωνικής εκπροσώπησης, οι ΜΚΟ και τα συνδικάτα (2,3 και 2,2).
Η ΕΡΕΥΝΑ ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ «ΕΝΑ».
1) Ορίζουμε ως «Αριστερά» τις αυτοτοποθετήσεις στις θέσεις 0-2, «Κεντροαριστερά» τις θέσεις 3-4, «Κέντρο» τη θέση 5, «Κεντροδεξιά» τις θέσεις 6-7 και «Δεξιά» τις θέσεις 8-10. Βλ. και το μέρος ΙΙ του παρόντος κειμένου.