Ρόζα Λούξεμπουργκ: Σαν σήμερα γεννήθηκε η Γερμανίδα επαναστάτρια [pics & vid]
Η «Κόκκινη Ρόζα» - όπως την αποκαλούν έως σήμερα - θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες γυναίκες του 20ού αιώνα που άφησε το σημάδι της με τη δράση και το έργο της.
Η γερμανίδα επαναστάτρια, εβραιοπολωνικής καταγωγής, ήταν από τους συνιδρυτές του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Πολωνίας και της Ένωσης Σπάρτακος, που εξελίχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ ήταν Εβραία, διωκόμενη σε όλη της τη ζωή. Από τους Ρώσους κατακτητές της πατρίδας της επειδή ήταν Πολωνή, από τους Γερμανούς στη δεύτερη πατρίδα της εξαιτίας της επαναστατικής της δράσης. Από τους αντισημίτες, από τους συντηρητικούς επειδή δεν υπάκουε στις στενές αντιλήψεις, καθώς ήταν μία από τις λίγες ανεξάρτητες γυναίκες με ακαδημαϊκή μόρφωση σε μια εποχή που ελάχιστες γυναίκες σπούδαζαν, μία από τις λίγες γυναίκες στην ενεργό πολιτική σκηνή που αντιμετώπιζε γενναία τις προκαταλήψεις εναντίον των γυναικών που έπαιζαν κάποιο ρόλο στη δημόσια σφαίρα, προκαταλήψεις διαδεδομένες ακόμα και στα κόμματα της αριστεράς. Η Λούξεμπουργκ ανέπτυξε μια θεώρηση του μαρξισμού, που έδινε έμφαση στην δημοκρατία και την επαναστατική δράση για την πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Η θεωρία της αυτή την έφερε σε αντίθεση τόσο με τους γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, όσο και με τους λενινιστές. Δολοφονήθηκε από παρακρατικά στοιχεία, μαζί με τον συναγωνιστή της Καρλ Λίμπκνεχτ, κατά την εξέγερση των Σπαρτακιστών τον Ιανουάριο του 1919.
Η «Κόκκινη Ρόζα γεννήθηκε στις 5 Μαρτίου 1871 στο Ζάμοστς της Ρωσίας (σήμερα στην Πολωνία) και ήταν το νεότερο από τα πέντε παιδιά μιας μεσοαστικής εβραϊκής οικογένειας. Από πολύ νωρίς αναμίχθηκε σε παράνομες πολιτικές δραστηριότητες και στην προσπάθειά της να αποφύγει επικείμενη φυλάκισή της το 1889, μεταναστεύει στην Ελβετία, όπου ακολουθεί και τις μετέπειτα σπουδές της στη φιλοσοφία, την ιστορία, την πολιτική, τα οικονομικά και τα μαθηματικά ταυτόχρονα. Το 1898 παντρεύεται τον Γκούσταφ Λίμπεκ και λαμβάνει τη γερμανική υπηκοότητα, γεγονός που της επιτρέπει να εισχωρήσει στις τάξεις του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, του ισχυρότερου της Δευτέρας Διεθνούς. Κατά την διάρκεια των σπουδών της ήρθε σε επαφή στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα και γνώρισε σημαντικούς εκπροσώπους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, όπως Γκεόργκι Πλεχάνοφ και ο Πάβελ Άξελροντ. Μαζί με τον συμφοιτητή και αιώνιο εραστή της, Λέο Γιόγκιχες, έθεσε σε αμφισβήτηση τόσο τους Ρώσους όσο και τους πολωνούς σοσιαλιστές, που είχαν ταχθεί υπέρ της πολωνικής ανεξαρτησίας. Γι’ αυτήν, ο εθνικισμός και η εθνική ανεξαρτησία ήταν οπισθοδρομικές παραχωρήσεις στον ταξικό εχθρό, την αστική τάξη. Ήταν υπέρμαχος του σοσιαλιστικού διεθνισμού και διαφωνούσε με τον Λένιν σχετικά με τη θεωρία του για την εθνική αυτοδιάθεση. Αυτή και οι συνεργάτες της ίδρυσαν το Πολωνικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, από το οποίο προήλθε ο πυρήνας του μετέπειτα Πολωνικού Κομμουνιστικού Κόμματος.
Για τη Λούξεμπουργκ η μεγάλη δύναμη του σοσιαλιστικού κινήματος ήταν ο διεθνιστικός χαρακτήρας του. Συνεχίζοντας την έντονη πολιτική δράση της με πολλές δημοσιεύσεις, ομιλίες και συγκρότηση διαδηλώσεων και σε διαρκή σύγκρουση με τις αρχές, η Ρόζα Λούξεμπουργκ πολεμούσε πάντοτε σε δύο μέτωπα: στο ένα αντιμετώπιζε τον αιώνιο πολιτικό και ταξικό εχθρό, την αστική τάξη, και στο άλλο τους ομοϊδεάτες της σοσιαλιστές. Επικριτική ήταν η στάση της και απέναντι στον Λένιν σε πολλά σημεία της θεωρίας και της πρακτικής του. Η σχετική κριτική της συνοψίζεται θαυμάσια στα λόγια που απηύθυνε στον Λένιν επισημαίνοντάς του ότι δεν είχε επιβάλει τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως διατεινόταν, αλλά δικτατορία επί του προλεταριάτου.
Ο ρεφορμιστής Έντουαρντ Μπερνστάιν, ο πατέρας της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, υποστήριζε ότι ο Μαρξ ήταν ξεπερασμένος και ότι ο σοσιαλισμός σε κράτη με υψηλό επίπεδο εκβιομηχάνισης θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της κοινοβουλευτικής οδού και την συνδικαλιστική πίεση στο κατεστημένο. Η Λούξεμπουργκ απέρριψε την θεώρηση αυτή του Μπερνστάιν, στο βιβλίο της «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση;», στο οποίο υποστήριζε την αναγκαιότητα της επανάστασης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια αστική απάτη. Με την άποψή της συντάχθηκε και ο Καρλ Κάουτσκι, ο θεωρητικός ηγέτης της Β Διεθνούς, έτσι που η αναθεωρητική άποψη του Μπερνστάιν να είναι μειοψηφική στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα.
Η Ρωσική Επανάσταση του 1905, διέψευσε κάποια από τα πιστεύω της Λούξεμπουργκ. Μέχρι τότε θεωρούσε ότι η Γερμανία ήταν η χώρα στην οποία ήταν περισσότερο πιθανό να γεννηθεί η παγκόσμια επανάσταση. Τώρα πλέον πίστευε ότι θα μπορούσε να ξεσπάσει στη Ρωσία. Πήγε στη Βαρσοβία, συμμετείχε στον αγώνα, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Από την εμπειρία αυτή γεννήθηκε η θεωρία της για την επαναστατική μαζική δράση, που εξέθεσε στο κείμενό της «Μαζική απεργία, κόμμα και συνδικάτα». Η Λούξεμπουργκ πίστευε τώρα ότι η μαζική απεργία θα μπορούσε να ριζοσπαστικοποιήσει τους εργάτες και να αποτελέσει το σημαντικότερο μέσο τού προλεταριάτου για την επίτευξη της σοσιαλιστικής νίκης. Σε αντίθεση με τον Λένιν, υποτιμούσε την ανάγκη συμπαγούς κομματικής δομής, πιστεύοντας ότι η οργάνωση θα μπορούσε να προκύψει κατά φυσικό τρόπο από τον αγώνα. Για τον λόγο αυτό, κατ’ επανάληψη επικρίθηκε έντονα από τα ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα.
Μετά την απόλυσή της από τη φυλακή της Βαρσοβίας, δίδαξε στη σχολή τού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στο Βερολίνο (1907-1914), όπου έγραψε το βιβλίο «Η συσσώρευση τού κεφαλαίου» . Στην ανάλυση αυτή περιγράφει τον ιμπεριαλισμό και το αποτέλεσμα δυναμικής επέκτασης του καπιταλισμού στις υπανάπτυκτες περιοχές του κόσμου. Την περίοδο αυτή διέκοψε εντελώς τη σχέση της με την επίσημη κομματική ηγεσία των Άουγκουστ Μπέμπελ και Καρλ Κάουτσκι, οι οποίοι διαφωνούσαν με την αδιάκοπες εκκλήσεις της για την ριζοσπαστικοποίηση των μαζών.
Με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα υποστήριξε τη γερμανική κυβέρνηση, απόφαση με την οποία διαφώνησε η Λούξεμπουργκ, περνώντας αμέσως στην αντιπολίτευση. Συμμάχησε με τον Καρλ Λίμπκνεχτ και άλλα ριζοσπαστικά στοιχεία της αριστερής πτέρυγας και σχημάτισαν την Ένωση Σπάρτακος, που είχε ως αποκλειστικό στόχο να θέσει με επανάσταση τέλος στον πόλεμο και να εγκαθιδρύσει προλεταριακή κυβέρνηση. Τα μέλη της ήταν γνωστοί και ως «Σπαρτακιστές». Το θεωρητικό θεμέλιο της οργάνωσης ήταν το φυλλάδιο της Λούξεμπουργκ «Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας» (1916), γραμμένο στη φυλακή με το ψευδώνυμο Γιούνιους. Στο κείμενο αυτό συμφωνούσε με τον Λένιν, υποστηρίζοντας την ανατροπή της κυβέρνησης και τον σχηματισμό μιας νέας Διεθνούς, ισχυρής και ικανής να εμποδίσει μια καινούρια μαζική σφαγή. Η πραγματική επιρροή τής Ένωσης Σπάρτακος κατά τον πόλεμο παρέμενε, ωστόσο, μικρή.
Μετά την απελευθέρωσή τους από τη φυλακή κατά την επανάσταση του Νοεμβρίου του 1918, η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ άρχισαν αμέσως να κινητοποιούν δυνάμεις για να στρέψουν την επανάσταση προς τα αριστερά. Ασκούσαν σημαντική επίδραση στο κοινό και ήταν καθοριστικός παράγοντας σε πολλές ένοπλες συγκρούσεις στο Βερολίνο. Όπως οι Μπολσεβίκοι, η Λούξεμπουργκ και ο Λίμπκνεχτ ζητούσαν την ανάληψη τής πολιτικής εξουσίας από τα σοβιέτ εργατών και στρατιωτών, αλλά εξουδετερώθηκαν από το συντηρητικό σοσιαλιστικό κατεστημένο και τον στρατό.
Στα τέλη Δεκεμβρίου του 1918, ίδρυσαν το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD), και πρώτο μέλημα της Λούξεμπουργκ ήταν να προσπαθήσει να περιορίσει την μπολσεβίκικη επιρροή σ’ αυτή τη νέα οργάνωση. Πράγματι, στο κείμενό της «Η Ρωσική Επανάσταση» άσκησε δριμύτατες επικρίσεις στο κόμμα τού Λένιν για τις θέσεις του για το αγροτικό πρόβλημα και για το ζήτημα της εθνικής αυτοδιάθεσης καθώς και για τις δικτατορικές και τρομοκρατικές μεθόδους του. Η Λούξεμπουργκ παρέμενε πάντοτε πιστή στη δημοκρατία και ήταν αντίθετη προς τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό του Λένιν.
(Κάθε χρόνο τον Ιανουάριο 50.000 έως 100.000 άνθρωποι τιμούν τη Ρόζα Λούξεμπουργκ με μια πορεία προς τον τάφο της στο νεκροταφείο του Βερολίνου)
Δεν μπόρεσε ποτέ, ωστόσο, να ασκήσει αποφασιστική επιρροή στο νέο κόμμα. Τη νύχτα της 15ης Ιανουαρίου του 1919, η 48χρονη Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπκνεχτ δολοφονήθηκαν από παρακρατικές ακροδεξιές ομάδες, που βρίσκονταν στην υπηρεσία του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Φρίντριχ Έμπερτ, κατά την διάρκεια της εξέγερσης των Σπαρτακιστών.
Λίγες ώρες πριν από το μαρτυρικό θάνατό της, είχε γράψει: «Τάξη επικρατεί στο Βερολίνο! Ηλίθιοι δήμιοι! Η “τάξη” σας είναι χτισμένη στην άμμο. Αύριο κιόλας η επανάσταση θα “ανυψωθεί με μια βροντή” και με σαλπίσματα θα ανακοινώσει στον τρόμο σας: Ήμουν, Είμαι, Θα είμαι!».
«Η δολοφονία του Καρλ Λίμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αποτελεί γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας, όχι μόνο γιατί βρήκαν τραγικό θάνατο οι καλύτεροι άνθρωποι και ηγέτες της πραγματικά προλεταριακής, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πέρα για πέρα η ταξική ουσία ενός κράτους προηγμένου σε ευρωπαϊκή κλίμακα – μπορούμε να πούμε δίχως υπερβολή σε παγκόσμια κλίμακα», έγραψε ο Λένιν.