Η ψυχή της πόλης
Τώρα το κέντρο μυρίζει χλωρίνη και απολυμαντικό. Νιώθεις τον αέρα πιο καθαρό, μα είναι πνιγηρός λόγω του φόβου από την πανδημία. Τώρα οι εικόνες συντίθενται από ένα ουρανομήκες κενό στα βουλεβάρτα του κέντρου και μπλε αστυνομικούς φάρους να διασχίζουν διαρκώς τους δρόμους.
Η απουσία του κόσμου δεν συνηθίζεται. Η εικόνα είναι δυστοπική, παρότι επί της ουσίας παρηγορητική, ότι η συντριπτική πλειονότητα τηρεί με ευλάβεια τα μέτρα της κοινωνικής απομόνωσης.
Τις τελευταίες μέρες, όσες φορές κι αν έχω βγει βράδυ για περπάτημα στο κέντρο της πόλης, οι εικόνες μοιάζουν γαλήνιες και καταθλιπτικές συνάμα, μπολιάζουν αντιφάσεις και αντιθέσεις ταυτόχρονα. Όπως κι αν τις ερμηνεύσεις, όσο λυρισμό ή κυνισμό κι αν επικαλεστείς, δεν συνηθίζονται.
Η Αθήνα έχει ψυχή κι είναι το κέντρο της- τώρα εφιαλτικά άδειο με περιστασιακούς διαβάτες να αποφεύγουν παβλοφικά ο ένας τον άλλον, αυτοκίνητα σπασμωδικά να σπάνε την απόλυτη σιωπή και να χάνονται στο κενό, αφήνοντας και πάλι νεκρούς τους δρόμους. Σαν να έχεις μπει σε χρονοκάψουλα, γύρισες στο 1942 και περιδιαβαίνεις την κατεχόμενη Αθήνα...
Την περασμένη Πέμπτη, όταν πάλι είχα βγει λίγο πριν τα μεσάνυχτα, στο μυαλό μου τριγύριζε η σκέψη ενός συνομήλικου που δεν γνώρισα ποτέ. Ο 42χρονος γερμανός καθηγητής που έχασε τη ζωή του στην Κρήτη από τον κορονοϊό λόγω μιας επιπλοκής στο αναπνευστικό. Γράψανε ότι τον έθαψαν σε ένα μεταλλικό θέρετρο. Έφυγε και κάνεις δεν ήταν εκεί για να τον κλάψει.
Εκείνο το βράδυ ψιχάλιζε επίμονα, είχα φτάσει στο Σύνταγμα, ήταν απελπιστικά άδειο και το μόνο κομμάτι που έδινε ίχνη ζωής ήταν το μικρό συντριβάνι στο κέντρο της πλατείας. Το παρατήρησα φευγαλέα με τα νερά του να χορεύουν με θράσος, ενώ ένιωθα την ψιλή βροχή να νοτίζει το πρόσωπο μου. Θα μπορούσαν να είναι δάκρυα γι' αυτόν το συνομήλικό μου, σκέφτηκα, κι έτσι άφησα εκεί τις σταγόνες και συνέχισα.
Η πόλη έχει ψυχή- οι ταχείς εικόνες και οι στεντόρειοι ήχοι της. Η ψυχή της Αθήνας τη νύχτα αδειάζει από τα βάρη κι αναπνέει πιο ελεύθερα- τότε μοιάζει αρμονικά βρώμικη, λες και σχηματίζει λέξεις για να γράψει ποίηση αλήτικη και κομψή μαζί. Αυτή είναι η σαγήνη της Αθήνας. Η βρώμικη, σπασμένη ομορφιά της.
Και τώρα η πόλη μοιάζει να έχει χάσει την ψυχή της. Οι δρόμοι της αναδίδουν απολυμαντικό, ένα αποστειρωμένο κενό γεμίζει τις εικόνες και κάθε βήμα μοιάζει τρομαγμένο...
Ανεβαίνοντας τη Βασιλίσσης Σοφίας φαντάζομαι τους δρόμους γεμάτους με πλήθος κόσμου να χορεύει στη μέση των λεωφόρων, να φωνάζει και να τραγουδά για να ξυπνήσει την πόλη. Φαντάζομαι ότι μόνο η χαρά μπορεί να βάλει τέλος στη δυστοπία και η Αθήνα να ανακτήσει την ψυχή της.