Βαν Γκογκ Γκογκέν: Κοινή επιστολή τους πωλήθηκε 210.600 ευρώ σε δημοπρασία στο Παρίσι [vid]
Μια επιστολή που έγραψαν ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ και ο Πολ Γκογκέν, στην οποία μαρτυρούν τον αμοιβαίο θαυμασμό τους και ένα κοινό όραμα της μελλοντικής αναβίωσης της μοντέρνας τέχνης, βρήκε αγοραστή στον οίκο δημοπρασιών Hôtel Drouot στο Παρίσι αντί 210.600 ευρώ. Η ιδιόχειρη επιστολή, γραμμένη με μελάνι σε τετραγωνισμένο χαρτί, που περιλαμβάνει τις υπογραφές και των δυο καλλιτεχνών, απευθύνεται στον φίλο τους ζωγράφο Εμίλ Μπερνάρ από την Αρλ, την 1η/2 Νοεμβρίου 1888 και αναφέρει συζητήσεις που είναι σε εξέλιξη για μια «ένωση ζωγράφων».
Η επιστολή, οι εκτιμήσεις για την οποία κυμαίνονταν μεταξύ 180.000 και 250.000 ευρώ, βγήκε στο σφυρί στην έναρξη της εαρινής συνεδρίασης των πωλήσεων των Συλλογών Aristophil. Και οι δύο τους εκφράζουν την πεποίθησή τους ότι η τέχνη διανύει μια κομβική περίοδο προς μια «αναγέννηση». «Εγώ που πιστεύω σίγουρα στη δυνατότητα μιας τεράστιας αναγέννησης της τέχνης, μου φαίνεται ότι εμείς οι ίδιοι λειτουργούμε μόνο ως μεσάζοντες», γράφει ο Βαν Γκογκ (1853-1890).
https://www.youtube.com/watch?v=GCpxmPtoV4U
«Μόνο μια επόμενη γενιά θα καταφέρει να ζήσει ειρηνικά», προβλέπει στην επιστολή προς τον «επιστήθιο φίλο του Μπερνάρ». Ο Βαν Γκογκ αφήνει την τελευταία σελίδα στον Πολ Γκογκέν (1848-1903), ο οποίος με τη σειρά του γράφει ότι συμμερίζεται την ιδέα του Ολλανδού φίλου του για την αναγέννηση της art nouveau.
Η φιλία
Να σημειωθεί ότι ο Βαν Γκογκ, σε ηλικία 27 ετών παρακολούθησε μαθήματα τα οποία σύντομα έληξαν αφού ή τσακώνονταν με τους καθηγητές ή τον απέβαλλαν. Το 1888, μετακόμισε στην πόλη Αρλ της Νότιας Γαλλίας και αφιερώθηκε στη ζωγραφική. Συγκατοικούσε με έναν άλλο ζωγράφο, τον Πολ Γκογκέν, με τον οποίο ο Βαν Γκογκ ανέπτυξε πολύ στενή φιλία. Οι δύο άντρες περνούσαν κάθε μέρα μαζί και η περίοδος ήταν μία από τις ευτυχέστερες της ζωής του Βαν Γκογκ. Όμως ο Γκογκέν δεν συμμεριζόταν τη χαρά του φίλου του.
Το Δεκέμβριο του 1888 αποφάσισε να μετακομίσει, γιατί δεν άντεχε άλλο τις παραξενιές του. Στις 23 Δεκεμβρίου, ανακοίνωσε την απόφασή του στον Βαν Γκογκ και έφυγε απ’ το σπίτι για τη βραδινή του βόλτα. Ο Βαν Γκογκ τον ακολούθησε μες στο σκοτάδι, κουβαλώντας ένα ξυράφι. Ο Γκογκέν τον είδε, αλλά δεν αντέδρασε και ο Βαν Γκογκ επέστρεψε στο σπίτι. Ο Βαν Γκογκ ήταν μόνος στο σπίτι γιατί ο Γκογκέν αποφάσισε να περάσει τη νύχτα σε ξενοδοχείο, μέχρι να ηρεμήσει ο φίλος του. Όμως όσο περνούσαν οι ώρες, η οργή του ζωγράφου φούντωνε. Ξαφνικά άρπαξε το ξυράφι και έκοψε ένα κομμάτι απ’ το αριστερό του αυτί. Το τύλιξε με μία πετσέτα, πήγε στον τοπικό οίκο ανοχής και το δώρισε στην αγαπημένη του πόρνη.
Την επόμενη μέρα, ο Γκογκέν γύρισε στο σπίτι και βρήκε τον Βαν Γκογκ ξαπλωμένο στο κρεβάτι, μες στα αίματα. Κάλεσε την αστυνομία, η οποία εξακρίβωσε ότι ο Βαν Γκογκ ήταν ζωντανός. Ο Γκογκέν μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε, πριν προλάβει να ξυπνήσει ο τραυματίας. Ο Βαν Γκογκ μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και αφού ανάρρωσε, κλείστηκε σε ψυχιατρικό άσυλο με τη θέλησή του. Βρισκόταν σε έξαρση και έφτασε σε σημείο να ζωγραφίζει ένα πίνακα κάθε μέρα. Βγήκε μετά από δύο χρόνια, χωρίς να καταφέρει να αποκτήσει την ψυχολογική ισορροπία που ζητούσε. Ο Ολλανδός ζωγράφος μετά από συμπτώματα έντονης κατάθλιψης, αυτοπυροβολείται στο στήθος στις 27 Ιουλίου ενώ πεθαίνει δύο ημέρες αργότερα, στις 29 Ιουλίου 1890.