Μίμης Τραϊφόρος: Σαν σήμερα αποχαιρέτησε της Ελλάδος τα παιδιά
Μίμης Τραϊφόρος: Γεννήθηκε στον Πειραιά, από φτωχή οικογένεια και ήταν ο πρώτος ανάμεσα σε 14 αδέρφια. Άπό νωρίς ασχολήθηκε με το θέατρο, τη συγγραφή, τη σκηνοθεσία και την ποίηση. Μάλιστα, ενώ φοιτούσε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, έλαβε και το δίπλωμα του ηθοποιού από τη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου. Εργάστηκε σαν ποιητής και κονφερανσιέ και στη συνέχεια στην μπουάτ Όαση. Το 1940 έγραψε για τη Σοφία Βέμπο το τραγούδι Παιδιά της Ελλάδος παιδιά. Τότε γνώρισε τη θρυλική τραγουδίστρια, αγαπήθηκαν και αργότερα παντρεύτηκαν. Και οι στίχοι όλων σχεδόν των τραγουδιών που ερμήνευσε η Βέμπο γράφτηκαν από αυτόν.
Για την πολύκροτη σχέση των δύο… «μεγάλων δυνάμεων» του μουσικού θεάτρου και του ελαφρού τραγουδιού, έχει μιλήσει στο παρελθόν η κόρη τους Χάιδω Τραϊφόρου. Η Χάιδω υιοθετήθηκε από το ζευγάρι το 1955, όταν ήταν 4 ετών. Και για τον τρόπο που έγινε η γνωριμία Βέμπο και Τραϊφόρου, έχει αναφερθεί ο συγγραφέας Κώστα Παπασπήλιος, στο βιβλίο του «Οι μάστορες του στίχου». Γράφει λοιπόν ο Κ. Παπασπήλιος:
"Λίγοι γνωρίζουν πως πριν η Βέμπο ερωτευτεί και παντρευτεί τον Μίμη Τραϊφόρο, τον αντιπαθούσε σφοδρότατα καθώς η πρώτη συνομιλία τους, της είχε αφήσει τις χειρότερες εντυπώσεις. Ελάχιστοι επίσης ξέρουν πως ο Μίμης Τραϊφόρος που έγραψε τους στίχους του θεϊκού «Ας ερχόσουν για λίγο» χρειάστηκε να αγωνιστεί πολύ στη ζωή του για να ξεφύγει από την φτώχεια, καθώς γεννημένος στον Πειραιά, το 1912 έπρεπε να παλέψει σκληρά για να επιβιώσει σε μια φτωχή οικογένεια, πρώτος ανάμεσα στα 14 αδέρφια του!
Μεγαλώνοντας πήρε το θεατρικό βάπτισμα στην περίφημη «μάντρα του Αττίκ» μαθαίνοντας κοντά του την τέχνη του κονφερανσιέ για να αναδεχθεί σύντομα μετρ του είδους. Το καλοκαίρι του 1936 σε περιοδεία με τον Αττίκ πρωτάκουσε από γραμμόφωνο σ’ ένα καφενείο της Καβάλας το ταγκό της «Μαριτάνας» από την Βέμπο. Συγκλονισμένος από την ερμηνεία της ένιωσε για πρώτη φορά τι θα πει πλατωνικός έρωτας. Λίγο καιρό αργότερα από τη θέση του κονφερανσιέ στην «Όαση» του Ζαππείου θα τη γνώριζε από κοντά. Τις συστάσεις έκανε η μικρή Λουίζα Ποζέλι. Η Βέμπο εντυπωσιασμένη από το σπινθηροβόλο πνεύμα του, του μίλησε με ενθουσιασμό.
-Χαίρομαι πολύ που σας γνωρίζω κύριε Τραϊφόρε,
-Κι εγώ, παρότι έχω ένσταση για τις ρομάντζες που τραγουδάτε!
-Μπορεί να έχετε ό,τι θέλετε, αλλά να ξέρετε αυτές οι ρομάντζες με κάνανε Βέμπο!
Ο Μίμης Τραϊφόρος, ο Γιώργο Οικονομίδη και η Ρένας Βλαχοπούλου υπήρξαν ταλαντούχοι κονφερασιέ που μαθήτευσαν δίπλα στον Αττίκ.
Μετά από αυτό, η Βέμπο ούτε που ήθελε να τον ξαναδεί. Η μοίρα όμως άλλα είχε γραμμένα και το 1940 λίγο πριν την κήρυξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου βρέθηκε μπροστά του ένα βράδυ στο θέατρο «Μοντιάλ» στην επιθεώρηση «Πολεμική Αθήνα» όπου ακούγοντας από την Ρένα Βλαχοπούλου μια αντιφασιστική παρωδία εντυπωσιάστηκε.
-Ποιος έγραψε τους στίχους Ρένα μου;
-Ο Μίμης ΤΤραϊφόρος,
–Αυτός ο αντιπαθητικός τύπος! Τι ατυχία!
Τι να κάνει όμως, γούσταρε την στιχουργική του και τον κάλεσε στο καμαρίνι της.
-Μ΄ αρέσει πολύ η παρωδία σου με την Βλαχοπούλου. Μπορείς να γράψεις και για μένα πάνω στην Ζεχρά;
-Αν μπορώ λέει!
Περιχαρής ο Τραϊφόρος, άφησε το καμαρίνι της για να επιστρέψει μετά από λίγη ώρα μ΄ ένα χαρτί στο χέρι. Η Βέμπο βυθίστηκε στους στίχους του και ξαφνικά μ΄ ένα ρεσάλτο του ’σκασε στο μάγουλο, το πιο απρόβλεπτο φιλί. Λίγο αργότερα, με το χαρτί ανά χείρας μπροστά σ’ ένα αλαλάζων κοινό τραγούδησε τον ύμνο του σαράντα:
Παιδιά της Ελλάδος παιδιά
που σκληρά πολεμάτε πάνω στα βουνά,
παιδιά στη γλυκιά Παναγιά
προσευχόμαστε όλες,
να ‘ρθετε ξανά...»
Η Χάιδω Τραϊφόρου, η οποία υιοθετήθηκε σε ηλικία τεσσάρων ετών από την Σοφία Βέμπο και τον Μίμη Τραϊφόρο, έχει αφηγηθεί σε συνέντευξη της: «…Η ζωή με τη Σοφία Βέμπο και τον Μίμη Τραϊφόρο ήταν πραγματικά πολύ καλή, αλλά, από την άλλη, οι δυο τους ήταν «εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε». Το 1957 που παντρεύτηκαν η Σοφία και ο Μίμης εγώ ήμουν εφτά ετών. Με είχαν παράνυμφο στον γάμο τους που έγινε στην εκκλησία της Αγίας Θέκλας. Και στον γάμο τους είχε έρθει όλη η κοσμική Αθήνα.
Ο Τραϊφόρος όμως δεν έμενε ποτέ στο σπίτι, παρά μόνο όταν ήταν με τους συνεργάτες του και έγραφε τραγούδια. Έφευγε από το σπίτι, γιατί, αν καθόταν εκεί, τσακωνόταν πάντα με τη Σοφία. Δεν υπήρχε μέρα που να μη γίνει καβγάς. Θυμάμαι μια φορά που είχε μείνει στο σπίτι ο Τραϊφόρος, επειδή έβρεχε πολύ, και δεν καβγάδισαν, πήγα και τους έπιασα τα χέρια για να δω αν έχουν πυρετό! Για τον Μίμη όμως ήταν η μούσα του. Τη λάτρευε. Του ζητούσαν όλοι οι ερμηνευτές της εποχής να τους γράψει κι εκείνος έλεγε: «Έχω τη Σοφία μου εγώ». Τον ενέπνεε πολύ».
Αυτό το δοξασμένο και με τον τρόπο του αγαπημένο ζευγάρι, θάφτηκε μακριά ο ένας από τον άλλον. Για να μην τσακώνονται ούτε στον ουρανό...