Nόμος 4.000: Σαν σήμερα το 1958 θεσπίζεται ο νόμος «Περί τεντιμποϊσμού» Εφαρμόστηκε ως το 1981
Ο Νόμος 4000 μας θυμίζει τη δραματική ταινία με τη Ζωή Λάσκαρη ή την κωμωδία με τον Κώστα Βουτσά. Στην αληθινή ζωή όμως ήταν κάτι πολύ περισσότερο. Yπήρχε το αυθαίρετο στοιχείο της δημόσιας διαπόμπευσης, δηλαδή ρεζίλεμα και εξευτελισμός ανθρώπων που απλά είχαν διαφορετικό τρόπο σκέψης, εμφάνισης ενίοτε και συμπεριφοράς.
Στόχευε την πάταξη των τεντιμπόηδων, που είχαν εξελιχθεί σε μάστιγα για τους καθωσπρέπει νοικοκυραίους, δασκάλους, καθηγητές και λοιπές ερίτιμες κυρίες.
Εισηγητής του νομοσχεδίου ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Καλλίας και ο υφυπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για θέματα ασφαλείας, Ευάγγελος Καλαντζής ήταν αυτός που εφάρμοσε το νόμο, δηλώνοντας κάτι που ο νόμος δεν προέβλεπε! Ότι οι τεντιμπόηδες θα κουρεύονται για παραδειγματισμό. Επιβάλλει εν ολίγοις αυθαίρετα το κούρεμα «με την ψιλή» και τη διαπόμπευση των παραβατών στους δρόμους μετά πινακίδος, που ανέγραφε την «ομολογία» του «εγκληματία προκαλώντας το κοινό αίσθημα. Η εφαρμογή του νόμου ξεκινά στις 10 Σεπτεμβρίου.
Ποιοι ήταν όμως οι Τεντιμπόηδες και ποια τα εγκλήματα τους; Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο από νέους, που αντιδρούσαν στα «απαγορεύεται» και τα «πρέπει» της εποχής τους. Τον αυστηρό πατέρα, τον αυστηρότατο δάσκαλο, τον ασφυκτικό περίγυρο, το κατηχητικό, τον παπά και τον χωροφύλακα.
Οι αντιδράσεις ξεκίνησαν σαν «μόδα» από νέους εύπορους, της αστικής τάξης και οι πρώτοι πυρήνες των νέων που γιαούρτωναν εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 στην Αθήνα, σε περιοχές όπως η Κυψέλη, το Θησείο και το Μεταξουργείο.
Όμως επεκτάθηκε με γοργούς ρυθμούς, στους νέους των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων που δεν άντεχαν την αφόρητη καταπίεση. Αυτή η διαφοροποίησή τους είχε ως αποτέλεσμα σύλληψη, δέσιμο με χειροπέδες, κούρεμα με την «ψιλή» μηχανή και διαπόμπευση στους δρόμους αν και μόνο η δίκη, που ακολουθούσε προβλέπονταν από το νόμο.
Όλα το υπόλοιπο «σόου» ήταν απόφαση των διωκτικών αρχών, που λίγα χρόνια μετά διέπρεψαν στην κυβέρνηση της δικτατορίας. Κατά τη διάρκεια της Χούντας, ο Νόμος 4.000 γνώρισε τις μεγαλύτερες «δόξες» του. Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς διέταζε συνεχώς την εφαρμογή του σε νεαρούς αντιπάλους της δικτατορίας, καθώς και σε μακρυμάλληδες χίπις. Συγκεκριμένα αποκαλούσε τους νεαρούς αριστερούς και τους τεντιμπόηδες, «άπλυτους μακρυμάλληδες», «διακονιάρηδες και αποδιοπομπαίους» και τόνιζε ότι σκοπός δεν ήταν να τους κόψει τα μαλλιά αλλά «να τους κόψω την νοοτροπίαν, ήτις είναι καταστρεπτική δι’ αυτούς και διά την Ελλάδαν».
Ο νόμος δέχτηκε έντονη κριτική γιατί προήγαγε τη διαπόμπευση. Για την ιστορία, αναφέρουμε ότι ο πρώτος Έλληνας που διαπομπεύτηκε με το Νόμο 4000 ήταν ο Αντώνης Μαλανδρής μαζί με έναν ακόμα φίλο του που έριξαν γιαούρτι εναντίον μιας γυναίκας.
55 χρόνια μετά το επεισόδιο, αναφέρθηκε ότι αυτό έγινε κοντά στο σπίτι των νεαρών, στο τέρμα της Κυψέλης και όχι στον κινηματογράφο. Στην «Αελλώ» ένας από τους δύο νεαρούς είχε προσβάλει την έντονη τριχοφυΐα της κυρίας, με αποτέλεσμα η τελευταία να χαστουκίσει τον άλλο νεαρό. Ως αποτέλεσμα, η γυναίκα ακολουθήθηκε από τα παιδιά ως το σπίτι της και οι έφηβοι της έριξαν έναν κεσέ γιαούρτι.
Οι δύο νεαροί, αν και είχαν λευκό ποινικό μητρώο, συνελήφθησαν και στις 3 Σεπτεμβρίου 1958 οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Κυψέλης, όπου κουρεύτηκαν σύρριζα υπό την επίβλεψη του ίδιου του Αστυνομικού Διευθυντή Αθηνών Θεόδωρου Ρακιντζή. Εν συνεχεία διαπομπεύτηκαν με πινακίδες στο λαιμό τους και με βίαιη συμπεριφορά από την αστυνομία (στις φωτογραφίες στον Τύπο φαίνεται ένα όργανο της τάξης να τραβά από το αυτί έναν από τους νεαρούς). Η δε μεταγωγή τους στον εισαγγελέα Βουρνά έγινε με τρόλεϊ, για πρώτη ίσως φορά στα αστυνομικά χρονικά.
Καρέ από ταινία του ελληνικού κινηματογράφου που αναπαριστά την εφαρμογή του νόμου
Η υπόθεση τους δεν εκδικάστηκε έπειτα από συμβιβασμό (αποσύρθηκε η μήνυση), ακολούθησαν όμως πολλοί άλλοι νεαροί, αρκετοί εκ των οποίων φαίνεται να μην είχαν διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν αλλά απλά είχαν χαρακτηριστεί «αλητομπόηδες». Σταδιακά δε το κούρεμα γινόταν με ατιμωτικό τρόπο.
Τελικά ο ευτελιστικός νόμος 4.000 καταργήθηκε με προσωπική απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1983, στο πλαίσιο της γενικότερης διάλυσης της αυταρχικής κληρονομιάς της μετεμφυλιακής περιόδου. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν το 1981 από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη.