Δήμητρα Ζώρζου: Η θαρραλέα μάρτυρας στη δίκη της Χρυσής Αυγής
Δεν έχουν κοπάσει ακόμη οι πανηγυρισμοί για την ιστορική καταδίκη της ναζιστικής εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής, ενώ συνεχίζεται η διαδικασία για την αναγνώριση ή μη των ελαφρυντικών που ζητούν οι συνήγοροι των καταδικασθέντων. Με τη συγκλονιστική στιγμή της ανακοίνωσης της απόφασης, μπήκε τέλος σε έναν κύκλο που ξεκίνησε πριν 5,5 χρόνια με την έναρξη της δίκης.
Μετά από αμέτρητες ώρες ακροάσεων, καταθέσεων, παράθεσης και εξέτασης στοιχείων που αφορούν στη δράση, τις συντονισμένες ενέργειες και τον χαρακτήρα της οργάνωσης, ήρθε η στιγμή της δικαίωσης για όλο τον δημοκρατικό και αντιφασιστικό κόσμο. Η εξέλιξη της υπόθεσης, στη μακρόχρονη αυτή διαδικασία, μόνο προδιαγεγραμμένη και εύκολη δεν ήταν ήταν.
Πολλοί ήταν αυτοί που έβαλαν το «λιθαράκι» τους σε αυτή τη νίκη της Δημοκρατίας. Από τους δικηγόρους πολιτικής αγωγής που δούλεψαν σκληρά όλα αυτά τα χρόνια χωρίς αποδοχές και την εμβληματική Μάγδας Φύσσα που υπέμεινε τις απειλές, τις ύβρεις και τις ειρωνείες των δολοφόνων του παιδιού της, μέχρι τους δεκάδες μάρτυρες που «έσπασαν» το φράγμα της σιωπής και του φόβου, συμβάλλοντας καθοριστικά στην πολιτική ήττα και στη νομική καταδίκη των νεοναζί.
Από τους συνολικά 153 μάρτυρες που εξετάστηκαν, ξεχωρίζει το παράδειγμα της φοιτήτριας Δήμητρας Ζώρζου. Η μάρτυρας που δεν «λύγισε» από τις απειλές των Χρυσαυγιτών και τις παραινέσεις «να μην μπλέξει» και υπέδειξε τον συνεργό του δολοφόνου του Παύλου Φύσσα
Η Δήμητρα υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας Φύσσα, καθώς το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου 2013 βρισκόταν με μια φίλη της σε ένα διπλανό παγκάκι στο Κερατσίνι και κλήθηκε να καταθέσει ως αυτόπτης μάρτυρας τον Νοέμβριο του 2015. Σε πείσμα της Αστυνομίας που την παρότρυνε να μην εμπλακεί, των ανθρώπων της νύχτας που της τηλεφωνούσαν και την απειλούσαν επί τρία χρόνια, κατάθεσε στη δίκη της Χρυσής Αυγής και αναγνώρισε πρόσωπα. Θα μπορούσε εύκολα να έχει πάει σπίτι της. Να κάνει ότι δεν είδε ή ότι δεν πρόσεξε και δεν κατάλαβε. Να επιστρέψει στην «κανονικότητα». Να μη φοβάται για τη ζωή της. Όμως η Δήμητρα επέλεξε το δρόμο της σύγκρουσης και στάθηκε όρθια ως το τέλος της δίκης, όπως της υπαγόρευσε η συνείδησή της.
Η κατάθεσή της
«Τρεις χτυπούσαν έναν. Κάποια στιγμή αυτοί φεύγουν, τα παιδιά τα χτυπημένα ήταν ζαλισμένα δεν ήταν σε θέση να φύγουν. Τους φώναζαν "φύγετε ρε φασίστες". Σηκώθηκα όρθια. Είδα να έχουν μείνει τρία παιδιά, έναν τον είχε πιάσει κάποιος και τον χτυπούσε πάνω σε μια βιτρίνα. Πλησίασαν τον Παύλο από πίσω και τον χτύπησαν. Εκείνος γυρνάει προς το μέρος τους, έρχονται κι άλλοι δέκα και ξεκινάνε και χτυπάνε και τους τρεις .Εκείνη τη στιγμή μπαίνει ένα αυτοκίνητο στο αντίθετο ρεύμα. Ξαφνιαστήκαμε, όπως και τα τρία παιδιά... Σταμάτησε ακριβώς δίπλα στα τρία παιδιά... Γύρισαν προς το αυτοκίνητο. Άρχισαν να απομακρύνονται αυτοί που χτυπούσαν κι έμειναν δυο -τρεις. Κάποιοι στάθηκαν απέναντι μαζί με τους υπόλοιπους και 2-3 στάθηκαν πίσω από τον Παύλο. Θεώρησα ότι το αυτοκίνητο ήταν ασφαλίτικο». [...]
»Ακόμα δεν είχα δει. Βλέπουμε έναν να βγαίνει από το αυτοκίνητο. Ο Παύλος γύρισε να κοιτάξει. Ο οδηγός που βγήκε κάνει δυο-τρία βήματα, πλησιάζει τον Παύλο και τον παίρνει αγκαλιά. Δεν μπορούσε να αντιδράσει ο Παύλος, ήταν πολύ κοντά. Είδα μόνο δύο κινήσεις του χεριού του οδηγού του αυτοκινήτου. Οι άλλοι τρεις του είχαν κάνει έναν κλοιό... Ο οδηγός γύρισε και προσπάθησε να μπει ξανά μέσα στο αυτοκίνητο. Εκείνη την ώρα φωνάζει ο Παύλος "με μαχαίρωσε". Τότε καταλάβαμε πόσο σοβαρό ήταν αυτό που είχε γίνει. Τον οδηγό τον έπιασε ένας της ομάδας ΔΙΑΣ.
Η Δ. Ζώρζου υπέδειξε τον Ιωάννη Καζαντζόγλου ως τον οδηγό του οχήματος που μετέφερε τον Γ. Ρουπακιά. Ο Καζαντζόγλου αντέδρασε οργισμένα λέγοντας «Κοίταξέ με καλά, με θυμάσαι από εκείνο το βράδυ;», όπως καταγράφηκε από τα πρακτικά της δίκης, ενώ στη συνέχεια της είπε: «Αφήστε με να βγω έξω και θα της δείξω εγώ...», με τη Δ. Ζώρζου να αποχωρεί με κλάματα από την αίθουσα. Όταν επέστρεψε, ανέφερε στο δικαστήριο πως δέχεται «ύποπτα» τηλεφωνήματα, πιέσεις και απειλές για να μην καταθέσει στη δίκη.
Στη συνέχεια κατέθεσε πως ο Ρουπακιάς ανέβαινε τις σκάλες του Αστυνομικού Τμήματος χωρίς συνοδεία αστυνομικών, ενώ στην πρώτη της κατάθεση οι αξιωματικοί της είπαν πως θα καταγράψουν «μόνο τα σημαντικά», ενώ ανέδειξε το οργανωμένο σχέδιο της επίθεσης: «Έγιναν δύο επιθέσεις και υπήρξε ανάπαυλα μεταξύ των δύο επιθέσεων που έδωσε χρόνο στους επιτιθέμενους να οργανώσουν και την δεύτερη επίθεση ενώ παράλληλα υπήρξε και το αυτοκίνητο του Ρουπακιά που ήλθε ανάποδα στην Τσαλδάρη [...] Προσπάθησαν να καθυστερήσουν, με τα χτυπήματα, μέχρι να έρθει το αυτοκίνητο».