Μανώλης Δερμιτζάκης: Με ξεπερνά ότι τα κομμωτήρια είναι προτεραιότητα - Η στρατηγική του ΕΟΔΥ δεν αποδίδει
Μιλώντας στο ραδιόφωνο Θέμα ο καθηγητής Γενετικής στο Πανεπιστήμιο Γενεύης, Μανώλης Δερμιτζάκης διαφώνησε με το άνοιγμα των κομμωτηρίων και σημείωσε «έτσι όπως είμαστε τώρα, φοβάμαι να ανοίξει το οτιδήποτε» είπε. Σημείωσε ότι τον προβληματίζει που ακόμα δεν βλέπουμε συνολικά μια σχετικά γρήγορη μείωση κρουσμάτων όπως αναμένονται. «Έχει επιβαρυνθεί ο αριθμός μείωσης πολύ σημαντικά χωρίς να έχουν αλλάξει τα δεδομένα του lockdown», αναφέρει.
«Μέσα στην πανδημία συζητάμε για κομμωτήρια, δεν μπορεί να είναι προτεραιότητα, με ξεπερνά», είπε χαρακτηριστικά. Σημείωσε ότι τον προβληματίζει που ακόμα δεν βλέπουμε συνολικά μια σχετικά γρήγορη μείωση κρουσμάτων όπως αναμένονται. «Έχει επιβαρυνθεί ο αριθμός μείωσης πολύ σημαντικά χωρίς να έχουν αλλάξει τα δεδομένα του lockdown», αναφέρει. Δήλωσε δε πως ο ίδιος περίμενε ότι αυτή στη στιγμή, τα κρούσματα θα ήταν περίπου 600-800 με μια σταθερή μείωση, η οποία όμως δεν ήρθε ποτέ.
Μάλιστα, άφησε αιχμές για την επιτροπή εμπειρογνωμόνων, επισήμανε με νόημα ότι αποτελείται από κλινικούς, οι οποίοι ναι μεν στην πρώτη φάση της πανδημίας ήταν απαραίτητοι, στο δεύτερο κύμα όμως, χρειάζονται περισσότερες ειδικότητες, όπως κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι που θα βοηθήσουν σε ένα ασφαλές άνοιγμα και την επανεκκίνηση της οικονομίας. Αυτό σημείωσε, θα βοηθήσει στο να μην υπάρχει μια απλοϊκή εικόνα για το τι πρέπει να ανοίξει και τι όχι.
«Χρειάζεται και άλλη μια οπτική γωνία της κοινωνίας με ανθρώπους που μελετούν για παράδειγμα την κίνηση στην πόλη. Δεν φτάνουν οι γιατροί, δεν μπορούν να διαχειριστούν τι θα γίνει με τα λεωφορεία και τα καταστήματα», τόνισε. «Αν ας πούμε δύο άνθρωποι θέλουν να βρεθούν, είναι προτιμότερο να μπορούν να πάνε για έναν καφέ παρά να είναι στριμωγμένοι σε κάποιο κατάστημα για να βρεθούν. Παράλληλα, όσο περισσότερα ανοίγουν τόσο μεγαλύτερες επιλογές θα υπάρχουν, άρα και λιγότερος συγχρωτισμός».
Για τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η επιτροπή, εκτίμησε ότι υπάρχει ένα γκρίζο τοπίο το οποίο δεν βοηθάει στη σωστή μελέτη τους, τουλάχιστον για όσους δεν έχουν τα πρωτογενή δεδομένα. Τόνισε ότι η στρατηγική του ΕΟΔΥ, φαίνεται να μην αποδίδει. Είναι αδιανόητο κατά τον ίδιο να υπάρχει γραφειοκρατική διαδικασία, ώστε να μπορέσει κάποιος να ελεγχθεί αν είναι θετικός ή όχι.
Παράλληλα, σημείωσε ότι πολλές φορές παρατηρήθηκε να δίνονται νούμερα προηγούμενων ημερών, εκτιμώντας ότι ίσως και να μην έχει νόημα πλέον η καθημερινή ανακοίνωση κρουσμάτων όταν υπάρχει αυτή η αβεβαιότητα για το πότε και πώς έγιναν. Ενδεχομένως θα ήταν προτιμότερο, κατά τον ίδιο, να γίνεται ένας εβδομαδιαίος μέσος όρος.
Για τα τεστ ανέφερε πως είναι λάθος η στρατηγική που έχει ακολουθήσει ο ΕΟΔΥ και επιμένει σε αυτή, όταν για παράδειγμα γίνονται τυχαία τεστ σε πλατείες και γειτονιές σε όποιον θέλει, ενώ το σωστό θα ήταν να αποφασίζει ο ΕΟΔΥ σε ποιον θα κάνει. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορεί να υπάρχει καλύτερη επιδημιολογική εικόνα.
Έσπευσε να τονίσει πως στην Ελβετία τα τεστ γίνονται δωρεάν και καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα, και εκτίμησε πως έτσι πρέπει να γίνεται και εδώ. Είναι παράλογο όπως είπε, να πρέπει να εγκριθεί πρώτα από τον ΕΟΔΥ αν πρέπει κάποιος να κάνει ή όχι. Ένας 25χρονός συμπλήρωσε, «δεν θα πάει να κάνει το τεστ αν έχει συμπτώματα, θα το περάσει ήπια και θα προσέξει μήπως κολλήσει κάποιον δικό του. Οπότε, δεν υπάρχει μια ξεκάθαρη εικόνα» πρόσθεσε.
«Τα εμβόλια είναι ασφαλή και αποτελεσματικά» υπογράμμισε, προσθέτοντας ότι «μια παρενέργεια μπορεί να εμφανιστεί μία στο εκατομμύριο. Καμία κλινική μελέτη δεν θα μπορεί να απαντήσει αν δεν βγει στον πληθυσμό. «Για τις μακροχρόνιες παρενέργειες που κάποιοι αναρωτιούνται, είναι απειροελάχιστες οι πιθανότητες» σημείωσε.
Τέλος, τόνισε με έμφαση ότι πρέπει να γίνουν τα εμβόλια: «Αν κάποιος ανησυχεί για αυτά, τότε θα πρέπει να κάνει το ίδιο και με τον ιό. Όπου όπως φαίνεται, αφήνει μακροχρόνια σημάδια ακόμη και σε αυτούς που το περνάνε ελαφρά ως νόσο. Ενώ η μαζική μόλυνση επιβαρύνει το Σύστημα Υγείας, το οποίο μπορεί να γονατίσει το σύστημα για τα επόμενα 20 χρόνια».