Όχι στον εκφασισμό της κοινωνίας
Τις τελευταίες μέρες η ελληνική κοινωνία έχει δηλητηριαστεί με τους χειρισμούς της κυβέρνησης στο προσφυγικό. Το μίσος και ο διχασμός στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι εθνικιστικές κορώνες κυβερνητικών στελεχών και δημοσιολογούντων για τους πρόσφυγες, οι χυδαιολογίες και οι απειλές σε όποιον/α εκφέρει διαφορετική άποψη έχουν διαμορφώσει ένα κλίμα έντασης και μίσους.
Δεν είμαι βέβαιος ότι μπορούν να πέσουν οι τόνοι στην καθημερινότητα, ωστόσο είναι ευθύνη και της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας ανθρωπιστικής κρίσης, όχι μιας “εισβολής”, με την “εμπόλεμη κατάσταση” που περιγράφει μερίδα των ΜΜΕ να είναι άκρως παραπλανητική και κατασκευασμένη.
Η Τουρκία εργαλειοποιεί το προσφυγικό και χρησιμοποιεί με κυνισμό τους πρόσφυγες για να ασκήσει πίεση στην ΕΕ και να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συμφωνία του 2016. Αυτό όμως δεν αλλάζει την πραγματικότητα ότι οι άνθρωποι που αποπειρώνται να περάσουν τα σύνορα είναι θύματα και όχι θύτες, κυνηγημένοι από τον πόλεμο και την φτώχεια. Η ελληνική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με υπέρμετρη επιθετικότητα έναν άμαχο πληθυσμό, παραβιάζει το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο και το δίκαιο της διεθνούς προστασίας των προσφύγων, εγκλωβίζοντας παράλληλα τους πρόσφυγες στα νησιά, τροφοδοτώντας τον φασισμό.
Η απόφαση για το πακέτο χρηματοδοτικής στήριξης ύψους 700 εκατομμυρίων ευρώ που θα δεχτεί η χώρα μας από τους Ευρωπαίους εταίρους, ώστε να αποφευχθεί η ανάληψη κοινής ευρωπαϊκής δράσης απέναντι στην τουρκική ηγεσία, κατατείνει σε τρία βασικά συμπεράσματα: Πρώτον ότι η ΕΕ θέλει να βγάλει από πάνω της το βάρος διαχείρισης του προσφυγικού. Δεύτερον ότι θέλει να καταστήσει την Ελλάδα “αποθήκη ψυχών”, για να μπορεί να ασκεί πίεση σε άλλα, επιμέρους ζητήματα που μπορεί προκύψουν στο άμεσο μέλλον, όπως τα ενεργειακά, η αμυντική συνεργασία κ.α. Τρίτον ότι δεν θέλει να φέρει τις σχέσεις της με την Τουρκία στα άκρα. Και τα τρία αυτά συμπεράσματα αποτελούν νίκη της “γραμμής Όρμπαν”, της πολιτικής δηλαδή των κλειστών συνόρων και της περιστολής των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η ηγεσία της ΕΕ δεν θέλει με τίποτα να ασχοληθεί με το προσφυγικό, δεν θέλει να “σπάσει αβγά” με τις χώρες του Βίσεγκραντ, δεν βλέπει το προσφυγικό ως ευκαιρία, αλλά ως απειλή. Η Κομισιόν και το Συμβούλιο λοιπόν θα στηρίξουν την Ελλάδα χρηματοδοτικά για την κατασκευή δομών φιλοξενίας και τη μεταφορά των προσφύγων από τα νησιά στην ενδοχώρα. Το δεύτερο σημείο - τη μεταφορά δηλαδή στην ενδοχώρα - δεν το λένε ανοιχτά, γιατί υποτίθεται ότι βάσει της Συμφωνίας του Δουβλίνου τα αιτήματα χορήγησης ασύλου θα πρέπει να εξετάζονται στο πεδίο εισόδου - στα νησιά δηλαδή - προκαλώντας όμως συμφόρηση, όπως είναι η κατάσταση το τελευταίο διάστημα. Η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει στη μεταφορά των προσφύγων στην ενδοχώρα και να συνεχίζει να δέχεται όσους θέλουν να έρθουν στην Ευρώπη.
Για τη ΝΔ η εξέλιξη αυτή φαντάζει ως εφιάλτης, ως μια τεραστίων διαστάσεων ήττα αντίστοιχη με το Μακεδονικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών, και για αυτόν ακριβώς το λόγο επενδύει σε ρητορικές ακρότητες και εθνικιστικό ντελίριο. Αντίθετα, διαφαίνεται μια μεγάλη πρόσκληση για την κοινωνία μας από αυτή την εξέλιξη και την απόφαση της ΕΕ, μια μεγάλη πρόκληση για τις προοδευτικές δυνάμεις ώστε να ενισχυθούν οι πολιτικές ενσωμάτωσης και συνύπαρξης των προσφύγων με το γηγενές στοιχείο.
Η ελληνική κοινωνία έδειξε τα δύσκολα χρόνια 2015 και 2016, στην κορύφωση της προσφυγικής και ανθρωπιστικής κρίσης, ότι δείχνει αλληλεγγύη, ότι μπορεί να φιλοξενήσει και θέλει να ενσωματώσει τους πρόσφυγες στις τοπικές κοινωνίες. Όλοι μαζί χωράμε και μπορούμε να συμβιώσουμε αρμονικά, αρκεί να διαμορφώσουμε μεθοδικά αποτελεσματικές πολιτικές ένταξης - κοινωνικής, εργασιακής, εκπαιδευτικής.
Η κυβέρνηση πρέπει τώρα να μαζέψει τα περί “εισβολέων”, τα περί “ασύμμετρων απειλών” και “πολέμου” με τα οποία μας δηλητηρίασε αυτές τις μέρες. Δεν της βγήκαν.