Μέτρα οικονομία: Η στήριξη επιχειρήσεων λόγω κορονοϊού δεν μπορεί να συνεχιστεί διαμηνύει ο γερμανός ΥΠΟΙΚ
Προς παράταση μέχρι και τις 20 Δεκεμβρίου φαίνεται να οδηγείται το μερικό lockdown στη Γερμανία που τέθηκε σε ισχύ στις αρχές Νοεμβρίου, με τον υπουργό Οικονομικών της χώρας, Πέτερ Αλτμάιερ, να διαμηνύει ότι η κρατική οικονομική στήριξη στους πληττόμενους από τον κορονοϊό «δεν μπορεί να συνεχιστεί υπό την τρέχουσα μορφή της απεριόριστα».
«Είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε για απεριόριστο χρόνο με τόσο μεγάλα πακέτα στήριξης, όπως αυτό που διατίθεται για τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο», δήλωσε ο κ. Αλτμάιερ σε συνέντευξή του στο Deutschlandfunk και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στο μέτρο που προβλέπει αναπλήρωση του τζίρου επιχειρήσεων, οι οποίες παραμένουν αυτή την εποχή κλειστές.
Διαβεβαίωσε, πάντως, ότι οι επιχειρήσεις που πλήττονται μπορούν να υπολογίζουν ότι θα συνεχίσουν να λαμβάνουν κρατική βοήθεια για την κάλυψη των παγίων δαπανών τους έως τον Ιούνιο και εξέφρασε την ελπίδα ότι το εμβόλιο κατά του κορονοϊού θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τον αριθμό των κρουσμάτων και να καταστήσει εκ νέου εφικτό τον έλεγχο της πανδημίας.
ΕΚΤ: Δεύτερο κύμα πτωχεύσεων επιχειρήσεων στον ορίζοντα
Έντονη ανησυχία επικρατεί στους κόλπους της ΕΚΤ πως το δεύτερο κύμα της πανδημίας και η επαναφορά των περιοριστικών μέτρων ενδέχεται να προκαλέσουν και δεύτερο κύμα πτωχεύσεων επιχειρήσεων. Η εικόνα προκύπτει από τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης της Τράπεζας που σκιαγραφούν μια μάλλον δυσοίωνη εικόνα της Ευρωζώνης, με την οικονομία της «πιο ασταθή από όσο είχε προβλεφθεί», εξαιτίας βέβαια των νέων περιοριστικών μέτρων κατά της πανδημίας.
Τα στελέχη της ΕΚΤ προεξοφλούν πως τα περιοριστικά μέτρα θα συνεχιστούν σε μεγάλο βαθμό και το επόμενο έτος και τονίζουν πως «δεν μπορεί να αποκλειστεί πως η Ευρωζώνη ή τουλάχιστον ορισμένες χώρες θα γνωρίσουν διπλή ύφεση». Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνεδρίασης, συζήτησαν το ενδεχόμενο να προκύψουν «μαζικές πτωχεύσεις επιχειρήσεων σε πολλούς τομείς όπως, για παράδειγμα, στο λιανικό εμπόριο».
Εκδηλώνεται παράλληλα η πρόθεση της Τράπεζας να χορηγήσει νέα στήριξη στην οικονομία της Ευρωζώνης όπως, άλλωστε, έχει αφήσει να εννοηθεί σε συνεντεύξεις της η πρόεδρος, Κριστίν Λαγκάρντ.
Λίγο νωρίτερα ο κορυφαίος οικονομολόγος της ΕΚΤ, Φίλιπ Λέιν, είχε προειδοποιήσει πως το τοπίο επιδεινώνεται για τις επιχειρήσεις της Ευρωζώνης, καθώς μειώνεται τόσο η ζήτηση για δάνεια όσο και η προσφορά πιστώσεων. Μιλώντας στο Trinity College στο Δουβλίνο, ο κ. Λέιν δήλωσε ανήσυχος για το ενδεχόμενο να ερμηνεύσουν οι τράπεζες τη μείωση της ζήτησης για δάνεια ως ένδειξη επιδείνωσης της οικονομίας και με τη σειρά τους οι επιχειρήσεις να καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα βλέποντας πως οι τράπεζες επιβάλλουν αυστηρότερους όρους. Προσέθεσε επίσης πως αν οι κυβερνήσεις δεν προσφέρουν την απαιτούμενη στήριξη στις χειμαζόμενες από την πανδημία οικονομίες, μπορεί να επιδεινωθούν αισθητά οι όροι για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.
Τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης, όμως, προδίδουν πως δεν επικρατεί ομοφωνία ως προς το ποια είναι η ενδεδειγμένη πολιτική εφεξής. Ορισμένα μέλη του Δ.Σ. εξέφρασαν εντεινόμενη ανησυχία για την περίπτωση που η Τράπεζα αποφασίσει να προσφέρει περαιτέρω στήριξη μέσω της νομισματικής της πολιτικής. Επικαλέστηκαν τον κίνδυνο παρενεργειών, ελαχιστοποίησης των κερδών και «δυσανάλογα ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης».
Όπως τονίζεται στα πρακτικά, από τη στιγμή που σταθεροποιήθηκαν οι αγορές τον Μάρτιο όταν ελήφθησαν τα πρώτα μέτρα στήριξης, επισημάνθηκε πως οι πρόσθετες αγορές ομολόγων ενδέχεται να μην έχουν εξίσου ισχυρό αντίκτυπο στους όρους χρηματοδότησης και στην οικονομική δραστηριότητα όσο είχαν στην αρχική πρώτη φάση της πανδημίας.
Ορισμένα στελέχη της Τράπεζας εξέφρασαν, άλλωστε, ανησυχία ότι η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική ενδέχεται να ενθαρρύνει τις κυβερνήσεις «να αναλάβουν δεσμεύσεις που θα δυσκολευτούν να ανακαλέσουν και επομένως να αυξήσουν τελικά τις δαπάνες περισσότερο από όσο ήταν αναγκαίο για να αντιμετωπίσουν την πανδημία».
Επικαλούμενοι, πάντως, τα αισιόδοξα μηνύματα από το μέτωπο των εμβολίων, ορισμένοι από τους αξιωματούχους της ΕΚΤ θέτουν υπό αμφισβήτηση το πόση στήριξη χρειάζεται πραγματικά η οικονομία.
Ενδεικτική η δήλωση του Γκαμπριέλ Μακλούφ, επικεφαλής της Τράπεζας της Ιρλανδίας και μέλους της ΕΚΤ, που τόνισε πως λίγες εβδομάδες πριν θα έβλεπε τα πράγματα κάπως χειρότερα σε σύγκριση με την εικόνα του Σεπτεμβρίου, αλλά «πρέπει να αποτιμήσουμε τώρα την εμφάνιση των εμβολίων και τι μπορεί να συνεπάγονται για την οικονομική δραστηριότητα και την ανάκαμψη».
Αρνητικός ο πληθωρισμός
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένει ότι ο πληθωρισμός θα είναι αρνητικός για το υπόλοιπο του έτους προτού αυξηθεί ξανά στο 1% το 2021, σύμφωνα με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, Luis de Guindos.
«Συνολικά, αναμένουμε ότι ο πληθωρισμός θα διαμορφωθεί κοντά στο 1% το 2021, και θα τον δούμε να κινείται ανοδικά προς το 1,2% ή 1,3% το 2022», δήλωσε σε συνέντευξη του στη φιλανδική εφημερίδα Helsingin Sanomat.
Τον Σεπτέμβριο, η ΕΚΤ προέβλεψε αύξηση των τιμών κατά μέσο όρο 1% το 2021 και 1,3% το 2022.
Η ευρωζώνη έχει πληγεί από τα νέα lockdowns για τον κορονοϊό τις τελευταίες εβδομάδες, και πιθανότατα θα συρρικνωθεί στο δ΄ τρίμηνο.
«Υπάρχουν δύο κύρια εργαλεία εάν η κατάσταση γίνει πιο άσχημη. Η άφιξη των εμβολίων φέρνει ελπίδα αναφορικά με τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές», ανέφερε ο Guindos.