Μομπούτου Σέσε Σέκο - Ο δικτάτορας
«Οι δικτάτορες καβαλούν πάνω σε τίγρεις, τις οποίες δεν τολμούν να αφιππεύσουν. Κι οι τίγρεις κάποτε πεινάνε»
Ουίνστον Τσόρτσιλ
Την βοήθεια που αρνήθηκαν στο Λουμούμπα τα Ηνωμένα Έθνη, την παρείχαν στον Κασαβούμπου. Η κεντρική κυβέρνηση κατορθώνει τελικά να ελέγξει τις εξεγερμένες επαρχίες το 1963, αν και η ΕΣΣΔ κι η Γαλλία δηλώνουν πως δεν επιθυμούν να μετέχουν πλέον στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ -ο οποίος αποσύρεται. Ο Κασαβούμπου δέχεται τότε στην κυβέρνηση τον Τσόμπε κι ο εμφύλιος στην Κατάγκα (βλ. Λουμούμπα) τελειώνει. Οι μόνοι που έχουν απομείνει να πολεμούν στα ανατολικά της χώρας είναι οι μαρξιστές αντάρτες, σύντροφοι του Λουμούμπα, τους οποίους οι ΗΠΑ αποφασίζουν να εξοντώσουν. Ανάμεσά τους και ο Λοράν Καμπιλά. Πολεμικά αεροπλάνα της υπερδύναμης, βέλγοι αλεξιπτωτιστές και 1200 μισθοφόροι αναλαμβάνουν -κι επιτυγχάνουν- την εξόντωση των ανταρτών, υπό την ηγεσία του Στρατηγού Μομπούτου.
Γεννημένος, ως Ζοζέφ Ντεζιρέ Μομπούτου, στις 14 Οκτωβρίου του 1930, ο επί 36 χρόνια απόλυτος μονάρχης του πρώην Ζαίρ, θα σπουδάσει δημοσιογραφία και κοινωνιολογία σε στρατιωτική σχολή του Βελγίου, όντας λοχίας του στρατού κατοχής.
Οι φιλοδοξίες του στρατηγού είναι μεγάλες, κι έχουν την αμέριστη βοήθεια της CIA. Μέσα σε ένα χρόνο από τη δολοφονία του Λουμούμπα, έχει πάρει στα χέρια του τα ηνία όλης της χώρας και με μέσο το άφθονο δολάριο που ρέει -όχι μόνο από τη CIA αλλά και από το χαλκό του οποίου η τιμή έχει φτάσει στα ύψη- εξαγοράζει αρχηγούς εχθρικών φυλών, κάνει πλούσιους τους φίλους του, μετατρέπει τη φυλή του (τη μικρή φυλή Νγκμπαντέ του βορρά) σε προσωπική του σωματοφυλακή, πληρώνοντας αδρά. Η πρώτη παγκοσμίως γνωστή ένδειξη της μεγαλομανίας του θα είναι η φιλοξενία του αγώνα μποξ Άλι-Φόρμαν που θα κοστίσει στο Κογκό 60 εκατομμύρια δολάρια.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Μομπούτου, με πλήρη εξουσία στα χέρια του, θα νοιώσει ότι κινδυνεύει. Ξυπνώντας τον παναφρικανισμό, ξεκινά την «Αυθεντικότητα», γνωστότερη ως «Μομπουτισμό», μία κατ΄ εντολή επαν-αφρικανοποίηση της χώρας. Το Κογκό μετονομάζεται σε Ζαίρ (1971), η πρωτεύουσα Λέοπολντβιλ γίνεται Κινσάσα κοκ, κι οι Ζαϊρινοί διατάσονται να αλλάξουν τα ονόματά τους από χριστιανικά σε αφρικανικά. Ο ίδιος, από Τζόζεφ Ντεζιρέ Μομπούτου, αλλάζει το όνομά του σε Μομπούτου Σέσε Σέκο Κόκο Νγκμπεντού βα ζα Μπάνγκα (ο έστι μεθερμηνευόμενο «Μομπούτου, ο πανίσχυρος πολεμιστής που λόγω της αντοχής και της ακαμψίας του θα νικήσει, πηγαίνοντας από κατάκτηση σε κατάκτηση κι αφήνοντας φωτιά στο διάβα του»). Για συντομία, θα τον αποκαλούν Μομπούτου Σέσε Σεκο (ο πανίσχυρος πολεμιστής Μομπούτου). Απαγορεύει, επίσης, τις δυτικές ενδυμασίες κι απαιτεί αφρικανικές (τα λεοπάρ καπελάκια του εκείνης της περιόδου θα θεωρηθούν σήμα κατατεθέν). Η cult που δημιουργούσε, τρεφόταν από μία καλά χτισμένη μυθολογία: είχε σκοτώσει με γυμνά χέρια ένα λιοντάρι στα επτά του χρόνια, είχε μείνει αλώβητος όταν οι σφαίρες και τα ακόντια των εχθρών έπληξαν το πιο γερό από σίδερο στήθος του κ.α..
Αρχίζει να χτίζει παλάτια -έντεκα συνολικά-, εμπορικά κέντρα που θα μείνουν άδεια, στάδια που δεν έχουν λόγο ύπαρξης, δεκάδες μνημεία για τον εαυτό του. Η εικόνα του στολίζει κάθε γωνιά της χώρας. Και στέλνει στο εξωτερικό χρήματα από τα ταμεία του κράτους σε λογαριασμούς στο όνομά του -η προσωπική του περιουσία, τα κλοπιμαία δηλαδή, τις αρχές της δεκαετίας του 1990 υπολογιζόταν σε έξι δισεκατομμύρια δολάρια. Οι δημοσιογράφοι του εξωτερικού αρχίζουν να ονομάζουν το καθεστώς «κλεπτοκρατία», οι δημοσιογράφοι της χώρας, αν θέλουν να ζήσουν υποχρεούνται να γράφουν διθύραμβους και να στολίζουν καθημερινώς το πρωτοσέλιδο των εφημερίδων τους με ολοσέλιδη φωτογραφία του. εκτός των παλατιών που χτίζει εντός της χώρας, χτίζει σπίτια κι αποκτά κτήματα στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Ιταλία.
«Όι Βερσαλλίες της ζούγκλας», το ανάκτορό του 1.500 χλμ. Βορείως της Κινσάσα, πλησίον του χωριού των προγόνων του, Γκμπαντολίτ, περιγράφεται από όσους δημοσιογράφους έφτασαν εκεί ως το πιο πολυτελές μέγαλο που είχαν δει. Ολόκληρο ντυμένο σε ροζ μάρμαρο, δεκάδες δωμάτια, επιβλητικά έπιπλα, ολόχρυσες μπαταρίες στα μπάνια, επιχρυσωμένους τοίχους, κρύσταλλα, αντίκες, με κήπους μεγαλύτερους από το μεγαλύτερο σταδιο, δεκάδες συντριβάνια, τεχνητές λίμνες, στάβλους, γκαράζ για τα δεκάδες υπερπολυτελή αυτοκίνητα Το μικρό χωριό Γκμπαντολίτ, είχε αποκτήσει λόγω του παλατιού, αεροδρόμιο -όπου στάμευε το προσωπικό Κονκόρ του προέδρου-, ένα υδροηλεκτρικό φράγμα που κόστισε ένα δισεκατομμύριο δολάρια, καλά ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Αυτά, σε μια χώρα στην οποία η πρωτεύουσα σπανίως είχε ρεύμα και τρεχούμενο νερό και το οδικό σύστημα των 30.000 χιλιομέτρων που είχαν αφήσει οι Βέλγοι είχε καταστραφεί: τη δεκαετία του 1980 ήταν προσβάσιμα μόνο 3.500 χιλιόμετρα από αυτούς τους δρόμους.
Το 1975 οι τιμές του χαλκού καταρρέουν και -λόγω της κλεπτοκρατίας- το Ζαίρ βρίσκεται το 1977 πρώτο στη λίστα με τις πιο χρεωμένες χώρες του κόσμου. Η κατάσταση της οικονομίας και του λαού είναι τραγική. Οι πρώτες εξεγέρσεις θα πνιγούν στο αίμα από το Μομπούτου, το στρατό -ο οποίος διοικείται αποκλειστικά από μέλη της φυλής του- και, φυσικά αμερικάνικη αεροπορία και Βέλγους αλεξιπτωτιστές.
Η δεκαετία του 80 βρήκε το Ζαίρ σε άθλια κατάσταση. Η χώρα έδινε το 60% του προϊόντος της για την εξόφληση του χρέους, εισήγαγε περί το 50% των αναγκών της σε τρόφιμα (την εποχή της ανεξαρτησίας ήταν όλα σε επάρκεια). Οι εξεγέρσεις αυξάνονται, όπως κι ο κίνδυνος πραξικοπήματος από το στρατό, που δεν μπορούσε να ελεγχθεί απόλυτα -ο Μομπούτου υποχρεώθηκε να κόψει νόμισμα, με ότι αυτό συνεπάγεται, για να δώσει αυξήσεις στους στρατιώτες όταν η απειλή έγινε ολοφάνερη, ένα νόμισμα χωρίς αντίκρυσμα που Δε θα δεχεται κανείς. Μόνο του στήριγμα παρέμεναν οι ΗΠΑ και το Βέλγιο, συνεπικουρούμενες σε ένα βαθμό από τη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία, που, εν ονόματι του αντικομμουνισμού, έκαναν τα στραβά μάτια στις αθλιότητες του Μομπούτου. Ο πρόεδρος Ρέηγκαν θα τον χαρακτηρίσει «στενό φίλο και σύμμαχο», ο πρόεδρος Μπους, το 1989, θα τον δεξιωθεί στο Λευκό Οίκο -τιμή που κανένας άλλος αφρικανός ηγέτης δεν είχε δεχθεί- δίνοντάς του 60 εκ. δολάρια επιπλέον βοήθειας, για να συνεχίσει να παίζει το ρόλο του μέσου μεταξύ ΗΠΑ και φιλοδυτικών ανταρτών στην Αγκόλα. Η μόνιμη επωδός του Μομπούτου στις επισκέψεις του στη Δύση, ήταν «Θα κάνουμε ότι μπορούμε για να εξαλείψουμε τη σοβιετική επιρροή στην Αφρική» και το κόλπο έπιανε. Όταν, όμως, η ΕΣΣΔ θα καταρρεύσει, θα είναι άχρηστος στη Δύση, η αμερικανική βοήθεια θα κοπεί μαχαίρι το 1990, με πρόεδρο τον ίδιο Μπους που «χάιδευε» το Μομπούτου. Κι η Δύση, ξαφνικά, θα ανακαλύψει τις φρικαλεότητές του, τις εν ψυχρώ δολοφονίες όσων τολμούσαν να τον αμφισβητήσουν, τις φυλακίσεις βουλευτών που τολμούσαν να δουν ξένες αντιπροσωπείες χωρίς την εντολή του, τις δολοφονίες δεκάδων φοιτητών -αντιφρονούντων- μέσα στα δωμάτια τους στο πανεπιστήμιο του Λουμούμπασι, και, το κυριότερο, το ξεγύμνωμα της χώρας από κάθε πλούτο.
Βιογραφικό σημείωμα
Από την ημέρα που -με τη δολοφονία του Πατρίς Λουμούμπα- θα αναλάβει, με τις ευλογίες της Δύσης, την εξουσία στην νεοαπελευθερωθείσα αφρικανική χώρα, θα επιδείξει ένα διεστραμμένο, διεφθαρμένο πρόσωπο, κατακλέβοντας την πλουσιότατη σε φυσικές πηγές πατρίδα του, και φερόμενος ως απόλυτος δεσπότης άλλων εποχών. Υπό την ηγεσία του -και τις ευλογίες των ΗΠΑ, που τον χρησιμοποιούσαν για να χρηματοδοτούν τις φιλοδυτικές δυνάμεις στην Αφρική- ένα κράτος πάμπλουτο (διαμάντια, ουράνιο, χρυσός, καφές) βούλιαξε στα χρέη, και ο λαός εξαθλιώθηκε. Ωστόσο, μέχρι την πτώση της ΕΣΣΔ, οι χρηματοδοτήσεις κι ο εξοπλισμός έρρεαν άφθονα προς τον Μομπούτου. Από την εποχή που, με τη βοήθεια αμερικανών πιλότων της πολεμικής αεροπορίας και βέλγων στρατιωτών, κατόρθωσε να καταπνίξει την ανταρσία των μαρξιστών, μετά το θάνατο του αφρικανού Λουμούμπα, ο Μομπούτου γνώριζε ότι μπορούσε να κάνει ότι ήθελε, αρκεί να έπληττε τους κομμουνιστές και να βοηθούσε στην χρηματοδ΄λοτηση των φιλοδυτικών κινημάτων της αφρικής (από τα ταμεία των ΗΠΑ).
Η πτώση του οφείλεται στην «απόσυρση» των δυτικών του προστατών -που μετά το 1990 δεν τον χρειάζονταν- και την νεποτιστική κυβερνητική του λογική, που έφερε στις κυβερνητικές θέσεις μέλη της δικής του φυλής -μίας από τις 250 του Ζαίρ.
Χρονολόγιο (Πηγή: ΑΠΕ)
1949-56: Στρατιωτικός με το βαθμό του λοχία.
1960: Αρχηγός Επιτελείου Στρατού της Δημοκρατίας του Κογκό, επί κυβέρνησης Λουμούμπα.
1960: Το Σεπτέμβριο καταλαμβάνει την εξουσία με στρατιωτικό πραξικόπημα και καταργεί κάθε πολιτική δραστηριότητα επί τρίμηνο.
1961-65: Υποστράτηγος και Διοικητής των Ενόπλων Δυνάμεων.
Από το 1965: Αντιστράτηγος και Πρόεδρος της Δημοκρατίας του Κογκό που ονομάστηκε Ζαΐρ, το 1971.
Από το 1966: Πρόεδρος του Υπουργικού Συμβουλίου.
1966-72: Υπουργός Εξωτερικών.
1982: Στρατάρχης.
24/4/1990: Ανακοινώνει την εισαγωγή πολυκομματικού συστήματος στη χώρα και επισημαίνει ότι το «Λαϊκό Κίνημα για την Απελευθέρωση του Κράτους», δεν θα είναι στο μέλλον το κρατικό κόμμα, αλλά ένα απλό κόμμα μεταξύ άλλων.
24/9/1991: Ξεσπούν βίαιες συγκρούσεις στη χώρα, μετά από στάση στρατιωτών, οι οποίοι ζητούν αύξηση των αποδοχών τους.
24/1/1992: Εξουδετερώνεται απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του.
15/1/1993: Κρίνεται ένοχος από την προσωρινή Βουλή για εσχάτη προδοσία, επειδή
εμπόδισε τη λειτουργία των θεσμών και αναμένεται η απόφαση για την παραπομπή
του στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Αύγ. 1996: Υποβάλλεται σε εγχείρηση προστάτη.
21/3/1997: Ενώ οι αντάρτες που μάχονται για την ανατροπή του σημειώνουν αλλεπάλληλες νίκες στο πεδίο των μαχών, διακόπτοντας την πολύμηνη παραμονή του στην Ευρώπη για νοσηλεία επιστρέφει στο Ζαϊρ.
16/5/1997: Αναχωρεί για την εξοχική του κατοικία στο βόρειο τμήμα της χώρας ενώ, αργότερα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος στην Κινσάσα ανακοινώνει ότι έχει εγκαταλείψει την εξουσία αλλά διατηρεί τον τίτλο του.
17/5/1997: Οι αντάρτες φθάνουν στα προάστεια της Κινσάσα και ο ηγέτης τους Λοράν Καμπίλα ανακοινώνει ότι αναλαμβάνει την αρχηγία του κράτους. Η Ελβετία «παγώνει» τα περιουσιακά στοιχεία του Μομπούτου.
18/5/1997: Οι αντάρτες εισέρχονται στην πρωτεύουσα και αλλάζουν το όνομα της χώρας σε «Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό».
19/5/1997: Φθάνει αεροπορικώς και καταδιωκόμενος από τους αντάρτες με την οικογένειά του στο Τόγκο.
23/5/1997: Φθάνει στο Μαρόκο. Την επομένη ο νέος ηγέτης της χώρας Λοράν Καμπίλα τού προσφέρει πολιτικό άσυλο.
29/5/1997: Ο Λοράν Καμπίλα ορκίζεται πρόεδρος.
27/6/1997: Εισάγεται στο Νοσοκομείο Avicennes της Ραμπάτ. Την επομένη
υποβάλλεται σε εγχείρηση για «σοβαρή αιμορραγία».
1/7/1997: Μεταφέρεται στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Ραμπάτ.
7/9/1997: Ανακοινώνεται ο θάνατός του στο Μαρόκο.