Κορονοϊός Βρετανία: Ιστορική η αποτυχία των αρχών στη διαχείριση της πανδημίας - Έκθεση «φωτιά» από κοινοβουλευτικές επιτροπές
Η αποτυχία των βρετανικών αρχών να κάνουν περισσότερα για να ανασχέσουν την εξάπλωση της covid-19 στην αρχή της πανδημίας ήταν «μια από τις χειρότερες αποτυχίες του τομέα της δημόσιας υγείας στη Βρετανία», σύμφωνα με έκθεση κοινοβουλευτικών επιτροπών.
Η έκθεση, την οποία συνέταξαν δύο κοινοβουλευτικές επιτροπές έπειτα από δύο μήνες ακροάσεων, αναφέρει ότι η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον, με τη στήριξη των επιστημονικών της συμβούλων, «σκοπίμως» υιοθέτησε μια «προσέγγιση σταδιακή και προοδευτική» αντί να λάβει πιο δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Αρχικά, η Ντάουνινγκ Στριτ προσπάθησε να θέσει υπό έλεγχο την επιδημία της covid-19 και να επιτύχει τη συλλογική ανοσία μέσω της νόσησης, γεγονός που οδήγησε τη χώρα να έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά νεκρών στην Ευρώπη, περισσότεροι από 150.000 μέχρι στιγμής, τονίζει η έκθεση.
Ως τις 23 Μαρτίου οι υπουργοί «προσπαθούσαν μόνο να περιορίσουν την ταχύτητα εξάπλωσης» της επιδημίας στον πληθυσμό, αντί να σταματήσουν εντελώς την εξάπλωσή της «λόγω των επίσημων επιστημονικών συστάσεων».
Οι επιστήμονες που συμβούλευαν την κυβέρνηση του Τζόνσον συμφώνησαν «ομόφωνα» στις 13 Μαρτίου ότι «τα μέτρα που έχουν στόχο να σταματήσουν εντελώς την εξάπλωση της covid-19 θα προκαλέσουν δεύτερη κορύφωση» της πανδημίας.
Είναι «εκπληκτικό» ότι χρειάστηκαν τόσο χρόνο για να κατανοήσουν ότι ήταν απαραίτητο το πλήρες lockdown, τονίζουν οι βουλευτές στην έκθεσή τους, παρά το γεγονός ότι διέθεταν αδιάσειστα στοιχεία, όπως ένα μοντέλο πρόβλεψης του Imperial College του Λονδίνου, το οποίο έδειχνε ότι αν δεν ανασχεθεί η εξάπλωση της covid-19 ο αριθμός των νεκρών θα μπορούσε να φτάσει τις 500.000.
«Οι αποφάσεις που αφορούσαν το lockdown και την κοινωνική αποστασιοποίηση τις πρώτες εβδομάδες της πανδημίας – και οι συστάσεις που οδήγησαν σε αυτές—αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες στον τομέα της δημόσιας υγείας που έχει γνωρίσει ποτέ η Βρετανία», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Παράλληλα τα μέλη των δύο κοινοβουλευτικών επιτροπών επικρίνουν την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να μην διενεργούνται διαγνωστικά τεστ στους ηλικιωμένους που έπαιρναν εξιτήριο από τα νοσοκομεία προτού επιστρέψουν στους οίκους ευγηρίας και επισημαίνουν ότι κάποια μέτρα --όπως το κλείσιμο των παμπ στις 22:00, η απαγόρευση της άθλησης των παιδιών στο ύπαιθρο-- δεν είχαν επιστημονική βάση.
«Η αντίδραση της Βρετανίας αποτελεί ένα μίγμα μεγάλων λαθών και μεγάλων επιτυχιών», όπως το πρόγραμμα εμβολιασμού κατά της covid-19, σημειώνουν ο Γκρεγκ Κλαρκ και Τζέρεμι Χαντ, πρόεδροι των δύο επιτροπών που συνέταξαν την έκθεση. «Είναι ζωτικής σημασίας να μάθουμε και από τα δύο», υπογραμμίζουν.
Εκπρόσωπος της κυβέρνησης απάντησε ότι η Ντάουνινγκ Στριτ πήρε μαθήματα από την πανδημία και πρόσθεσε ότι τον επόμενο χρόνο θα διεξαχθεί πλήρης, δημόσια έρευνα.
«Δεν αποφύγαμε ποτέ να λάβουμε γρήγορη και αποφασιστική δράση για να σώσουμε ζωές και να προστατεύσουμε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, περιλαμβανομένων περιορισμών και lockdown», τόνισε.
Το υπουργείο Υγείας της Βραζιλίας ανακοίνωσε χθες Δευτέρα ότι τις προηγούμενες 24 ώρες υπέκυψαν 202 ασθενείς με την COVID-19 και επιβεβαιώθηκαν 6.918 κρούσματα του SARS-CoV-2.
Με 601.213 νεκρούς αφότου εκδηλώθηκε η πανδημία του νέου κορονοϊού στην επικράτειά του, το μεγαλύτερο κράτος της Λατινικής Αμερικής, που μετρά 212 εκατομμύρια κατοίκους, καταγράφει τον δεύτερο βαρύτερο απολογισμό θυμάτων παγκοσμίως σε απόλυτα μεγέθη, πίσω μόνο από αυτόν των ΗΠΑ (σχεδόν 714.000 νεκροί). Τα καταγεγραμμένα κρούσματα έχουν φθάσει τα 21.582.738· η Βραζιλία παραμένει στην τρίτη θέση παγκοσμίως ως προς τον αριθμό των μολύνσεων, μετά τις ΗΠΑ και την Ινδία, κατά τα επίσημα στοιχεία.
Η χώρα έγινε προ ημερών η δεύτερη παγκοσμίως που ξεπέρασε το τραγικό ορόσημο των 600.000 θανάτων, ωστόσο καθώς ο εμβολιασμός κατά της COVID-19 προχωρά –πάνω από το 70% των πολιτών έχει πλέον λάβει τουλάχιστον μια δόση εμβολίου–, ο κυλιόμενος μέσος όρος των θανάτων που διαπιστώνονται ημερησίως σε επτά ημέρες υποχώρησε σε επίπεδο κάτω από τους 500, από σχεδόν 3.000 που καταγράφονταν όταν η πανδημία είχε φθάσει στην κορύφωσή της τον Απρίλιο.