Πηνελόπη Δέλτα: Στις 27 Απριλίου του 1941 τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα. Την ίδια ημέρα η συγγραφέας παίρνει δηλητήριο, καταπονημένη σωματικά και ψυχολογικά και θα πεθάνει πέντε ημέρες αργότερα. Η “Κυρία με τα Μαύρα” πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας που την ταλαιπωρεί για πολλά χρόνια, ενώ επί 17 χρόνια έχει βυθιστεί στο πένθος θρηνώντας την απώλεια του Ίωνα Δραγούμη, του μεγάλου έρωτα της ζωής της. Σε σημείωμα που άφησε στους αγαπημένους της έγραψε: “Παιδιά μου, ούτε παπά, ούτε κηδεία. Παραχώστε με σε μια γωνιά του κήπου, αλλά μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι δεν ζω πια. Φροντίστε τον πατέρα σας. Τον φιλώ σφιχτά. Π.Σ. Δέλτα”. Στην ταφή της, στον κήπο της Κηφισιάς, ιερουργεί μόνος ο παλιός φίλος Αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος. Στον τάφο της, στον κήπο του σπιτιού της, χαράχτηκε η λέξη “ΣIΩΠH“.
Ο δισέγγονός της Αλέκος Π. Ζάννας, είχε αναφέρει: “Είχε «εμμονή» με τον Ίωνα Δραγούμη. Δεν έβαλε τέλος στη ζωής της μόνο και μόνο εξαιτίας της θλίψης της για την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα. Ήταν ένα συνονθύλευμα αιτιών έπασχε και από σκλήρυνση κατά πλάκας”.
Η Πηνελόπη Δέλτα γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1874, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, από τον επιχειρηματία και εθνικό ευεργέτη Εμμανουήλ Μπενάκη και την Βιργινία Χωρέμη, μέλος της ισχυρής τότε εμπορικής οικογένειας Χωρέμη της Αλεξάνδρειας. Η Πηνελόπη ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας. Η οικογένεια απαρτιζόταν και από την Αλεξάνδρα, τον Αντώνη, τον Κωνσταντίνο, τον Αλέξανδρο και την Αργίνη. Μετακόμισαν προσωρινά στην Αθήνα το 1882, όπου η Πηνελόπη παντρεύτηκε τον πλούσιο Φαναριώτη έμπορο Στέφανο Δέλτα το 1895.
Ο γάμος ήταν σχεδιασμένος από την οικογένεια ως προξενιό ωστόσο για εκείνη ήταν και μία ευκαιρία να “αποδράσει” από το αυταρχικό περιβάλλον του σπιτιού της. Μαζί του απέκτησε τρεις κόρες: Τη Σοφία (μετέπειτα Μαυροκορδάτου), τη Βιργινία (μετέπειτα Ζάννα και γιαγιά του Αντώνη Σαμαρά) και την Αλεξάνδρα (μετέπειτα Παπαδοπούλου).
Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1905, όπου η Πηνελόπη γνώρισε τον Ίωνα Δραγούμη, τότε υποπρόξενο της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια, σε μία δεξίωση και ανάμεσά τους αναπτύχθηκε ένας μεγάλος έρωτας. Η Δέλτα φέρεται να ομολόγησε τον έρωτά της για τον Δραγούμη στον άντρα της και να ζήτησε διαζύγιο, αλλά να συνάντησε την άρνησή του. Υπάρχουν ακόμη αναφορές για δύο απόπειρες αυτοκτονίας, που επιχείρησε, λόγω της κατάθλιψης στην οποία είχε πέσει.
Σε επιστολή της στον Δραγούμη το 1096, γράφει:
“Μένω ακόμη ένα χρόνο, σου το έγραψα· αν με θέλεις ύστερα, αν δεν αλλάξεις, Ιων μου, αν θέλεις τότε, πάρε με… Και τώρα όμως αν με ήθελες δεν θα μπορούσα να σου πω πια όχι· τώρα δεν ξέρω πια τι θα πει τιμή και λόγος και όρκος· ξέρω πως στον κόσμο κάπου ζεις εσύ, πως μ’ αγαπάς ακόμη, πως εσύ μπορείς να γίνεις δικός μου όποταν σε φωνάξω. Ιων μου, δεν σε φωνάζω· μα αν με θελήσεις ποτέ, ξέρεις πού είμαι· σε περιμένω πάντα και σ’ αγαπώ σαν Μήδεια, είσαι το μόνο δίλημμα που ζει μέσα μου με φρικτή ένταση· τ’ άλλα όλα πέθαναν, η αγάπη σου τα σκότωσε!
Μη με φοβηθείς· αγαπώ άγρια, μα αγαπώ με φοβερή tendresse το χλωμό παιδί που με φίλησε στο στόμα εκεί στα πεύκα. Ιων μου, θα πεις πως είμαι τρελή, και το ξέρω, μα όπως εκείνο το βράδυ, που πρώτη φορά με ξανάβλεπες, ύστερα από την πρώτη απόπειρα, ήσουν “τρελός για μένα”, έτσι κι εγώ είμαι τρελή για σένα…
Και μεθώ και δεν ξέρω πια να λογαριάσω τι θα πει “τιμή” και “λόγος”. Ξέρω μόνο πως σ’ αγαπώ, τ’ ακούς, Ιων; σ’ αγαπώ άγρια και θέλω την αγκαλιά σου και το στόμα σου που φιλεί φρικτά, σε θέλω όλον, όλον, δικό μου για πάντα, και πονώ αλύπητα και ανυπόφορα, και μ’ έρχεται να φύγω απόψε, πριν από το γράμμα μου, να μη σου μιλήσω πια, να μη σου γράψω “σ’ αγαπώ”, μόνο να έλθω εκεί, να ορμήσω στο σπίτι σου, να χυθώ στο λαιμό σου, και χωρίς λέξη, να πνίξω την αναπνοή σου, φιλώντας σε στο στόμα, ως που να κλείσεις τα μάτια σου και να πέσει το κεφάλι σου στον ώμο μου, χλωμό και αποκαμωμένο, μισοπεθαμένο από συγκίνηση και πόνο και χαρά που σκοτώνει. Το ξέρω πως είμαι τρελή· μα η αγάπη κάποιον τρελαίνει…”.
Η σχέση της Πηνελόπης Δέλτα με τον Δραγούμη τελείωσε το 1912, όταν αυτός συνδέθηκε ερωτικά με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Από τότε, η Δέλτα θα ντυθεί στα μαύρα, μέχρι το τέλος της ζωής της. Η δολοφονία του Δραγούμη το 1920, εν μέσω πολιτικών ταραχών, θα είναι ένα τρομερό πλήγμα. Πέντε χρόνια αργότερα θα παραλύσει και θα καθηλωθεί στην καρέκλα.
Το 1906 εξέδωσε το πρώτο της μυθιστόρημα, το Για την Πατρίδα, 1909, το οποίο εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύντομα ακολούθησε και το δεύτερο μυθιστόρημά της, Τον Καιρό του Βουλγαροκτόνου. Το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδή το 1909 την ενέπνευσε να γράψει το Παραμύθι χωρίς όνομα (1911).
Η οικογένεια εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα το 1916 αφού είχε περάσει άλλα τρία χρόνια στην Αλεξάνδρεια σε ένα εντυπωσιακό σπίτι στην Κηφισιά, το οποίο μεταβίβασε στη συγγραφέα, ο πατέρας της. Στο νεοκλασικό σπίτι, που σήμερα που σήμερα στεγάζει τα ιστορικά αρχεία του μουσείου Μπενάκη, έγραψε τα πιο γνωστά βιβλία της. Τη δεκαετία του ’30 έγραψε τον ‘Τρελαντώνη“, τον “Μάγκα” και τα “Μυστικά του βάλτου“. Το 1925 η συγγραφέας διαγνώστηκε με σκλήρυνση κατά πλάκας, μια αρρώστια που χειροτέρευε καθώς περνούσαν τα χρόνια και την ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος της. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε Η ζωή του Χριστού. Το 1929 ξεκίνησε τη συγγραφή της τριλογίας Ρωμιοπούλες, η οποία τελείωσε το 1939 και είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα το οποίο αφηγείται σε τρεις τόμους τη ζωή της Δέσποινας Κρινά-Δαπέργολα, μιας δραστήριας γυναίκας την οποία η κοινωνία της εποχής της περιόριζε σε ένα χρυσό κλουβί. Το πρώτο βιβλίο, Το Ξύπνημα, καλύπτει γεγονότα των ετών 1895-1907, η Λάβρα καλύπτει τα έτη 1907-1909 και το Σούρουπο τα έτη 1914-1920.
Στις αρχές του 1941, ο αδελφός του Ίωνα Δραγούμη, Φίλιππος, παρέδωσε στη Δέλτα τα προσωπικά του ημερολόγια και αρχεία και εκείνη, αφού ξόδεψε αμέτρητες ώρες μελετώντας τα, πρόσθεσε άλλες χίλιες σελίδες στο έργο του.
Το 2012 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τετράγωνο η βιογραφία της, από τη Μίτση Πικραμένου, με τίτλο Η κυρία με τα μαύρα. Το 2014 εκδόθηκε το τελευταίο της ανέκδοτο έργο Ρωμιοπούλες από τις εκδόσεις Ερμής, το οποίο παρέμενε ανέκδοτο επί 75 χρόνια. Κυκλοφόρησε με επιμέλεια του δισέγγονού της Αλέκου Π. Ζάννα. Η ίδια ανέφερε στο ημερολόγιό της για τις Ρωμιοπούλες: «Όταν τελείωσα «το έργο» μου κατέθεσα τα όπλα, είπα πως μπορώ πια να πεθάνω αρκεί να το δημοσιεύσουν τα παιδιά μου, σαν ελευθερωθούν οι Ελληνικές ψυχές και συνειδήσεις. Αυτά τον περασμένο Δεκέμβριο. Τώρα θέλω να δω την ελευθερία αυτή, ψυχών και συνειδήσεων. Μα θα την δω άραγε;»