Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας: Mετάλλαξη ανοίγει το δρόμο για θεραπείες
Η ανακάλυψη του γονιδίου CDH2 που σχετίζεται με τη ΔΕΠΥ υπόσχεται εξατομικευμένες θεραπείες.

Επιστήμονες κατάφεραν να εντοπίσουν μια σημαντική μετάλλαξη στο DNA που σχετίζεται με τη ΔΕΠΥ (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας), ρίχνοντας φως σε ένα από τα πιο κοινά νευροαναπτυξιακά προβλήματα. Η ΔΕΠΥ επηρεάζει περίπου το 5% των παιδιών παγκοσμίως και το 2,5% των ενηλίκων, όμως μέχρι σήμερα οι αιτίες της παρέμεναν ασαφείς. Σύμφωνα με μια νέα μελέτη στο Nature Communications μια μετάλλαξη στο γονίδιο CDH2, η οποία φαίνεται να σχετίζεται άμεσα με την εκδήλωση της διαταραχής, ανοίγει νέους δρόμους για καλύτερες θεραπείες.
Τι είναι το γονίδιο CDH2 και πώς σχετίζεται με τον εγκέφαλο
Το γονίδιο CDH2 είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της πρωτεΐνης N-καδερίνη, η οποία παίζει κρίσιμο ρόλο στη λειτουργία του εγκεφάλου. Η πρωτεΐνη αυτή ενισχύει τις συνδέσεις μεταξύ των νευρικών κυττάρων, τις λεγόμενες συνάψεις, μέσω των οποίων μεταφέρεται η πληροφορία στον εγκέφαλο. Η ανακάλυψη προέκυψε από τη μελέτη τριών αδελφών που εμφάνιζαν σοβαρά συμπτώματα ΔΕΠΥ από μικρή ηλικία. Οι ερευνητές, μέσω γενετικής ανάλυσης, εντόπισαν μια μοναδική μετάλλαξη στο CDH2, η οποία επηρεάζει τη διαδικασία ωρίμανσης της N-καδερίνης.
Για να επιβεβαιώσουν τη συσχέτιση, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν την τεχνολογία CRISPR και εισήγαγαν τη μετάλλαξη σε ποντίκια. Τα πειραματόζωα εμφάνισαν συμπεριφορές παρόμοιες με εκείνες της ΔΕΠΥ, όπως υπερκινητικότητα, παρορμητικότητα και διάσπαση προσοχής. Τα ζώα εξετάστηκαν μέσα από 15 διαφορετικά σενάρια συμπεριφοράς, ώστε να διασφαλιστεί η αντιστοιχία των συμπτωμάτων τους με εκείνα των ανθρώπων με ΔΕΠΥ. Η ταύτιση ενίσχυσε την υπόθεση ότι η μετάλλαξη παίζει βασικό ρόλο στη νευρολογική βάση της διαταραχής.
Οι επιπτώσεις της μετάλλαξης στη λειτουργία του εγκεφάλου
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η μετάλλαξη επηρεάζει τις συνάψεις σε περιοχές του εγκεφάλου κρίσιμες για την αυτοσυγκέντρωση και τον έλεγχο παρορμήσεων, όπως ο μέσος εγκέφαλος και ο προμετωπιαίος φλοιός. Τα ποντίκια με τη μετάλλαξη εμφάνισαν μειωμένα επίπεδα ντοπαμίνης, ενός βασικού νευροδιαβιβαστή για την προσοχή και το κίνητρο. Η μείωση σχετίστηκε με τη χαμηλή δραστηριότητα ενός ενζύμου που ονομάζεται υδροξυλάση της τυροσίνης, το οποίο είναι απαραίτητο για τη σύνθεση της ντοπαμίνης.
Επιπλέον, τα ποντίκια είχαν δυσκολία στη συγκέντρωση των κυστιδίων που περιέχουν νευροδιαβιβαστές στις νευρικές απολήξεις, γεγονός που αποδυναμώνει τα σήματα μεταξύ των νευρικών κυττάρων. Αυτή η εξασθένηση της νευρωνικής επικοινωνίας φαίνεται να οδηγεί απευθείας στα συμπτώματα της ΔΕΠΥ. Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η συγκεκριμένη μετάλλαξη επιδρά στον εγκέφαλο ενισχύει την πιθανότητα ανάπτυξης νέων, στοχευμένων θεραπειών στο μέλλον.
Αν και φάρμακα όπως η μεθυλφαινιδάτη εξακολουθούν να είναι αποτελεσματικά, συνοδεύονται συχνά από παρενέργειες, όπως αϋπνία ή απώλεια όρεξης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το ίδιο φάρμακο μείωσε την υπερκινητικότητα και στα γενετικά τροποποιημένα ποντίκια, επιβεβαιώνοντας την αποτελεσματικότητά του αλλά ταυτόχρονα και την ανάγκη για εναλλακτικές θεραπείες. Η ερευνητική ομάδα ήδη εργάζεται πάνω σε νέες προσεγγίσεις που στοχεύουν απευθείας τις μοριακές επιδράσεις της μετάλλαξης.
Παρότι η ανακάλυψη της μετάλλαξης στο CDH2 είναι σημαντική, οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι η ΔΕΠΥ είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε πολλά γονίδια και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Η ελπίδα είναι ότι τέτοιου είδους ευρήματα θα οδηγήσουν όχι μόνο σε καλύτερη κατανόηση, αλλά και σε πιο αποτελεσματική και φροντίδα των ατόμων με τη διαταραχή.
Η διάγνωση της ΔΕΠΥ παραμένει δύσκολη, καθώς τα συμπτώματα συχνά μοιάζουν με άλλες καταστάσεις όπως άγχος ή κατάθλιψη. Στα παιδιά, τα βασικά χαρακτηριστικά είναι η αδυναμία συγκέντρωσης, η υπερκινητικότητα και η παρορμητικότητα. Στους ενήλικες όμως, τα σημάδια μπορεί να είναι πιο ήπια ή διαφορετικά, όπως αδυναμία οργάνωσης, συνεχής ανησυχία, εναλλαγές διάθεσης και δυσκολία διαχείρισης χρόνου και στρες.


