Η δημόσια δήλωση του Γιώργου Σεφέρη κατά της Χούντας [vids & pics]
Η δημόσια δήλωση του Γιώργου Σεφέρη κατά της Χούντας: Ο πνευματικός κόσμος της χώρας, όπως και ο πολιτικός άλλωστε, φάνηκε να πιάνεται εξ' απήνης από την επιβολή της Δικτατορίας και άργησε να αντιδράσει. Μία γενναία δημόσια τοποθέτηση, ήρθε από τον Νομπελίστα ποιητή, Γιώργο Σεφέρη, με ένα μήνυμα που κατήγγειλε την Χούντα και πήρε διεθνείς διαστάσεις, ενδυναμώνοντας το αντιδικτατορικό κίνημα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ο Σεφέρης επέλεξε τη σιωπή, μετά την κατάλυση της Δημοκρατίας και την σιωπή αυτή έσπασε με ηχηρό τρόπο στις 28 Μαρτίου του 1969, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του.
Η ιστορική δήλωση μεταδόθηκε πρώτα από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC και στη συνέχεια αναμεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την Deutsche Welle. "Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή" αναφέρει. Η πράξη του δεν μένει ατιμώρητη από το καθεστώς που είχε τις ευλογίες των ΗΠΑ και την ανοχή όλης της Ευρώπης. Η Χούντα του αφαίρεσε τον τίτλο του πρέσβη επί τιμής και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου. Δικαιολόγησε τις πράξεις της υποστηρίζοντας ότι επειδή η δήλωση μεταδόθηκε από την Ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης, συνιστά "αντεθνική προπαγάνδα". Ο Τύπος, πλήρως ελεγχόμενος από τους χουντικούς γράφει πως "Ο Σεφέρης πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ". Θα τον χαρακτηρίσουν "κρυπτοκομμουνιστή" και "όργανο ξένων κυβερνήσεων".
Η δήλωση του Γιώργου Σεφέρη
"Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας. Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα: Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω".
Η ζωή και το έργο του
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 13 Μαρτίου του 1900 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως Σεφεριάδη. Το 1902 γεννιέται η αδελφή του η Ιωάννα και το 1905 ο Άγγελος. Το 1914, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους του, με το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου κατά τη θερινή περίοδο του έτους, η οικογένεια μετανάστευσε στην Ελλάδα. Γράφτηκε στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε τον Μάιο του 1917. Εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στις 14 Ιουλίου του 1918, η μητέρα του μαζί με τους δύο γιους και την κόρη της Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου) μετέβη στο Παρίσι, όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργαζόταν ως δικηγόρος. Ο Στέλιος Σεφεριάδης επιθυμούσε όλη η οικογένειά του να μεταφερθεί στο Παρίσι κι ο γιος του Γιώργος να σπουδάσει εκεί.
Ο Γιώργος Σεφέρης έμεινε εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1924, ασχολούμενος με τη λογοτεχνία: μεταφράσεις, αναγνώσεις γάλλων κλασικών και συγγραφή ποιημάτων, και αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής, τον Οκτώβριο του 1921. Στη συνέχεια μεταβαίνει - τέλη Αυγούστου 1924 , στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπoυργείο Εξωτερικών. Αν και επιχείρησε τελικά εγκατέλειψε την προσπάθεια απόκτησης διδακτορικού διπλώματος.
Τον Φεβρουάριο του 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1927 διορίζεται στη διπλωματική υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών ως ακόλουθος πρεσβείας. Τον Ιούλιο του 1928 δημοσιεύει στη Νέα Εστία, επώνυμα ως Γ. Σεφεριάδης, το «Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ», μετάφραση έργου του Βαλερί. Τον Μάιο του 1931 εκδίδεται με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης η «Στροφή» και τον ίδιο χρόνο διορίζεται υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου, όπου θα παραμείνει μέχρι και το 1934. Τον Μάιο του 1932 δημοσιεύεται το έργο του Μια νύχτα στην ακρογιαλιά και τον Οκτώβριο η Στέρνα, αφιερωμένη στον Γιώργο Αποστολίδη . Το 1933 ο πατέρας του, Στέλιος, εκλέγεται Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγράφεται ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1934 ο Γ. Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα και τον Ιανουάριο του 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, αναδημοσιεύοντας τη Στέρνα. Τον Οκτώβριο του 1936 διορίζεται πρόξενος στην Κορυτσά, όπου θα παραμείνει μέχρι τον Οκτώβριο του 1937 οπότε και μετατίθεται στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών: Ο ίδιος αρνείται πως ενεπλάκη σε ζητήματα λογοκρισίας του εσωτερικού τύπου, αλλά είχε ως αρμοδιότητά του τις επαφές με τις ξένες διπλωματικές αποστολές και τους ξένους ανταποκριτές. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1937 δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή του περί της δημοτικής γλώσσας.
Στις 10 Απριλίου του 1941 νυμφεύεται τη Μαρία Ζάννου και στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την ελληνική εξόριστη κυβέρνηση, σταθμεύουν στην Κρήτη, στα Χανιά, όπου εργάζεται ως γραμματέας του Νικολούδη και εποπτεύει την έκδοση του πρώτου Φύλλου της Κυβερνήσεως μετά την αποχώρηση. Στις 16 Μαΐου καταφθάνει στην Αίγυπτο - στο λιμάνι του Πορτ Σάιντ και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο συνοδεύει την Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη και τα δύο της παιδιά, Σοφία και Κωνσταντίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ και από εκεί στην Πραιτόρια υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία μέχρι το 1942.
Τον Απρίλιο του 1942 επιστρέφουν στο Κάιρο, αλλά επειδή αποφασίζεται το κλείσιμο της εκεί Ελληνικής Πρεσβείας και του Ελληνικού Προξενείου στην Αλεξάνδρεια, αναχωρούν για την Ιερουσαλήμ. Επιστρέφει τον Ιούνιο του 1942 στο Κάιρο και στις 22 Σεπτεμβρίου διορίζεται επισήμως Γενικός Διευθυντής Τύπου Μέσης Ανατολής. Τέλη Μαρτίου του 1944 εκδίδει στο Κάιρο τις Δοκιμές του.Την ίδια περίοδο διορίζεται Διευθυντής Τύπου του υπουργείου Εξωτερικών, τα καθήκοντα της οποίας δεν τον ενθουσιάζουν. Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου (Απρίλιος 1944), ο Σεφέρης παύεται από το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών: Την απομάκρυνσή του την αποδίδει σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα που βρίσκονταν μεταξύ των ακροατών των διαλέξεών του για τον Μακρυγιάννη και δεν συμφωνούσαν με αυτά που είπε εκεί ο ίδιος. Παραμένει πάντως στην Υπηρεσία του υπουργείου ως ανώτατος δημόσιος λειτουργός. Με την υπουργοποίηση του Καρτάλη ως Υπουργού Τύπου και Πληροφοριών, τον Ιούνιο του 1944, τοποθετείται γραμματέας επί των ανατολικών θεμάτων, κατά τον χαρακτηρισμό του πολιτικού του προϊστάμενου.
Αρχές Σεπτέμβρη του 1944 συνοδεύει την κυβέρνηση στην Ιταλία (Νάπολη) και στις 22 Οκτωβρίου επιστρέφει στην Αθήνα. Τον Μάιο του 1945 ο Αντιβασιλέας Δαμασκηνός του προτείνει να γίνει διευθυντής του Πολιτικού του Γραφείου, ουσιαστικά ιδιαίτερος γραμματέας του. Τη θέση αυτή δεν την επεδίωκε αλλά προσδοκούσε μάλλον την αποστράτευσή του. Τον Σεπτέμβριο του 1945 συνοδεύει τον Δαμασκηνό σε επίσκεψή του στο Λονδίνο, και τον παρακινεί να θέσει ζήτημα ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το καλοκαίρι του 1946 παρεμποδίζεται η υπηρεσιακή του προαγωγή λόγω, όπως επισημαίνει ο Αλέξανδρος Ξύδης, της υπηρεσίας του στην Αντιβασιλεία, όπως και της υπηρεσίας του στη Μέση Ανατολή. Την ίδια περίοδο τοποθετείται στα διοικητικά συμβούλια του Εθνικού Θεάτρου και της Εθνικής Ραδιοφωνίας. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς αποχωρεί από την υπηρεσία της Αντιβασιλείας. Στις 26 Φεβρουαρίου 1947 βραβεύεται με το Βραβείο Παλαμά για την ποίησή του-το πρώτο τέτοιο που απονέμεται-και συνοδεύεται με το ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών. Το καλοκαίρι του 1950 ο Ίκαρος εκδίδει τα ποιητικά του άπαντα.
Τέλη Δεκεμβρίου του 1950 γυρίζει στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 1951 επιστρέφει στην Άγκυρα για να παραδόσει στο διάδοχό του, και στις 20 Απριλίου 1951 τοποθετείται Σύμβουλος στην Πρεσβεία του Λονδίνου. Τέλη Αυγούστου 1952 προάγεται Πληρεξούσιος Υπουργός Β' με άμεση μετάθεση για τη Βηρυτό, στην οποία φθάνει στα τέλη του Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς.Τον Νοέμβριο του 1955 βρίσκεται στην Αθήνα για υπηρεσιακά ζητήματα και προσβάλλεται από έλκος στομάχου αρρώστια που του επανεμφανίζεται στο μέλλον. Ο Σεφέρης επιδιώκει να μετατεθεί στο Λονδίνο με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση, εκ μέρους του, της Κυπριακής υπόθεσης. Τελικά ο νέος Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας τον τοποθετεί στη Διεύθυνση του υπουργείου με αρμοδιότητα την Κύπρο τον Ιούνιο του 1956. Από τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς συμμετέχει στη αντιπροσωπεία της Ελλάδος που προσπαθεί να προωθήσει την αυτοδιάθεση της Κύπρου μέσω του Ο.Η.Ε. Στις 15 Ιουνίου 1957 φτάνει στη Βρετανική πρωτεύουσα για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρέσβης της Ελλάδος.
Στις 9 Ιουνίου αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Ο Σεφέρης βρισκόταν τότε ακόμη στη θέση του πρεσβευτή στο Λονδίνο. Τα Ημερολόγιά του με τίτλο "Μέρες", που άρχισαν να γράφονται το 1925, σταματούν την Τρίτη 27 Δεκεμβρίου του 1960 (Μέρες Ζ). Την ίδια χρονιά γράφει για τον Ανδρέα Κάλβο (Δοκιμές, δεύτερος τόμος) με αφορμή τη μετακομιδή των οστών του στην Αθήνα. Στις 20 Αυγούστου 1962 εγκαταλείπει οριστικά την Ελληνική πρεσβεία στο Λονδίνο και τίθεται εις την διάθεσιν του Ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών.
Το 1963, ο Γιώργος Σεφέρης βραβεύεται με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Βασιλική Ακαδημία των Επιστημών: η ανακοίνωση της βράβευσής του έγινε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου ενώ η επίσημη απονομή στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη. Η επιλογή του, μεταξύ 80 υποψηφίων από όλο τον κόσμο, είχε την υποστήριξη όλων των μελών της Επιτροπής, με εξαίρεση ενός μέλους ο οποίος θεωρούσε πως το έργο του Σάμουελ Μπέκετ (βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969) είχε πιο θετική αποτίμηση από εκείνο του Σεφέρη. Ο Σεφέρης επικράτησε στην τελική ψηφοφορία του Άγγλου ποιητή Ουίσταν Ώντεν και του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα (ο οποίος βραβεύτηκε, τελικά, με το ίδιο βραβείο το 1971). Ο γραμματέας της επιτροπής, Österlund, υποστήριξε πως η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο.
Στις 16 Απριλίου 1964 αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης, ενώ το καλοκαίρι του ίδιου έτους αναγορεύεται σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και τον Ιούνιο του 1965 επίτιμος διδάκτωρ του Πρίνστον. Το 1967 η δικτατορία των Συνταγματαρχών κατέλυσε το Σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Τον Σεπτέμβριο του 1965 αρνείται πρόταση του Πανεπιστημίου του Ιλλινόις να μεταβεί εκεί το επόμενο έτος για να διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής.
Το 1968 τον προσεγγίζουν Αριστεροί με σκοπό να τους συνδράμει: ο Μίκης Θεοδωράκης του ζητά να συμβάλει στην δημόσια εκτέλεση μελοποιημένης ποίησής του από τον ίδιο, αλλά το θεωρεί μάταιο, ενώ του ζητείται να μεσολαβήσει για να χειρουργηθεί ο Γιάννης Ρίτσος. Το φθινόπωρο του 1968 μεταβαίνει στις Η.Π.Α και διαβάζει ποιήματά του στα Πανεπιστήμια Χάρβαρντ, Πρίνστον, Ράτγκερς, Πίστμπουργκ, Ουάσιγκτον, στην Χ.Α.Ν της Νέας Υόρκης. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας:μεταδόθηκε από την Ελληνική Υπηρεσία του B.B.C.
Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα Δεκαοχτώ κείμενα μεταξύ των οποίων, πρώτο, το Σεφερικό ποίημα Οι γάτες τ' Αϊ-Νικόλα. Στις 22 Ιουλίου 1971 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με συμπτώματα έλκους, το οποίο τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Πέθανε την Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Δύο μέρες αργότερα πραγματοποιήθηκε η κηδεία του, η οποία εξελίχθηκε σε σιωπηρή πορεία κατά της δικτατορίας. Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο.
Ντοκιμαντέρ για τη ζωή του Γιώργου Σεφέρη