Graphic novel Ελληνικά: Κυκλοφόρησε αφιερωμένο στους ληστές
Ποια κόμικς μπορούν να περιγραφούν ως graphic novels; Δεν υπάρχει αυστηρός ορισμός για τη συγκεκριμένη φόρμα κόμικς. Τα διαφορετικά χαρακτηριστικά που κατά καιρούς τής έχουν αποδοθεί (αριθμός σελίδων, περιεχόμενο κ.λπ.) αυξάνουν τη σύγχυση γύρω από το ποια είναι κόμικς και ποια graphic novels.
Το πρώτο ελληνικό δείγμα του είδους που αυτοπροσδιορίζεται ως graphic novel εμφανίζεται το 2008. Είναι το 1453 (Anubis, 2008) των Ορέστη Μανούσου και Νίκου Παγώνη. Λίγους μήνες αργότερα ακολουθεί το Logicomix (Ικαρος, 2008) των Απόστολου Δοξιάδη, Χρίστου Παπαδημητρίου, Αλέκου Παπαδάτου και Annie Di Donna. Και ακολουθούν και πολλά άλλα.
Ληστές: Η ζωή και ο θάνατος των Γιάννη και Θύμιου Ντόβα
Οι «Ληστές», σύμφωνα με τον σεναριογράφο τους, «συνδυάζουν τη νουάρ ατμόσφαιρα με την ηθογραφία, τη μαφιόζικη δράση με την ελληνική εκδοχή της γουέστερν κουλτούρας, τον ληστρικό 'κώδικα τιμής' με τη διαφθορά της εξουσίας, το ιστορικό αφήγημα με τις σύγχρονες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος». Στις σελίδες του ξεδιπλώνονται η ζωή και τα έργα των αγωνιστών μιας πρωτότυπης αντίστασης, που άφησαν το αποτύπωμά τους στην ελληνική περιπέτεια.
Το φαινόμενο της ληστοκρατίας κυριάρχησε στο νεοελληνικό κράτος σχεδόν για έναν αιώνα, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930. Στο επίκεντρό της βρισκόταν η σύγκρουση παράδοσης και νεωτερικότητας, και ειδικότερα η ακραία αντιπαράθεση του συγκεντρωτικού κράτους με τις αυτόνομες κοινότητες του ορεινού χώρου.
Στην Ήπειρο των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, και στην αιχμή αυτής της σύγκρουσης, ο Γιάννης και ο Θύμιος Ντόβας παίρνουν εκδίκηση για την άγρια δολοφονία του πατέρα τους και κατόπιν ακολουθούν τον μοναδικό δρόμο που τους απομένει: της παρανομίας, της αδιάλλακτης βίας και της αναμέτρησης με τους κρατικούς θεσμούς. Δεμένοι με το αίμα των δεκάδων θυμάτων τους και εξασκημένοι να επιβιώνουν ο ένας δίπλα στον άλλον ακόμα και στις σφοδρότερες αντιθέσεις τους, θα παραμείνουν ενωμένοι όχι μόνον στην ακμή τους -όταν και με τη σκόπιμη σύμπραξη παραγόντων του "αστικού κράτους" θα αναδειχθούν σε φόβητρο όλης της περιοχής- αλλά και στην παρακμή και το μοιραίο τέλος τους.
Η ιστορία των Ληστών, εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα της ζωής των αδελφών Ρέντζου (Ρεντζαίων), συνδυάζει τη νουάρ ατμόσφαιρα με την ηθογραφία, τη μαφιόζικη δράση με την ελληνική εκδοχή της γουέστερν κουλτούρας, τον ληστρικό "κώδικα τιμής" με τη διαφθορά της εξουσίας, το ιστορικό αφήγημα με τις σύγχρονες μορφές του οργανωμένου εγκλήματος. Ωστόσο, στον πυρήνα της βρίσκονται δύο παράνομοι, τους οποίους όλα τα κοινωνικά στρώματα βοήθησαν και «χρησιμοποίησαν» από φόβο, από σεβασμό ή από συμφέρον, χωρίς να προβλέψουν τη δίχως όρια πορεία τους. Δύο άνθρωποι με τραγικό πεπρωμένο, που κατάφεραν να αναρριχηθούν στην πιο απρόσιτη κορυφή του βουνού και, αντί να απολαύσουν τη θέα από ψηλά, βούτηξαν στο κενό νοσταλγώντας την εθιστική αίσθηση της ανάβασης.
«Η περίοδος της ληστοκρατίας έχει ελάχιστα αξιοποιηθεί από οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Ως terra incognita, αποτέλεσε τη μεγάλη πρόκληση για μας» λέει ο συγγραφέας Γιάννης Ράγκος εξηγώντας ότι, «εκτός από κάποια έργα της φουστανέλας, δεν έχουμε πολλές απεικονίσεις αυτού του φαινομένου που να συνδέονται με το κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και ιστορικό περιβάλλον της εποχής. Αυτό ακριβώς θελήσαμε να αναδείξουμε». Παράλληλα όμως, «επειδή μας ελκύουν οι άνθρωποι με τραγικό πεπρωμένο, άλλωστε οι 'ευτυχισμένοι άνθρωποι' σπάνια έχουν ενδιαφέρουσες ιστορίες, μας ενδιέφερε να βυθιστούμε και στον ψυχισμό των δύο ηρώων, όχι για να δικαιολογήσουμε τις πράξεις τους αλλά για να παρουσιάσουμε τις διαφορετικές όψεις της ζωής και της δράσης τους».