Κριτική θεάτρου: Μια παράσταση που σέβεται
Γράφει η Ελένη Παπασωτηρίου
Ντεμπούτο στην ορχήστρα της Επιδαύρου με υποθήκες για το μέλλον έκανε ο σκηνοθέτης Θωμάς Μοσχόπουλος με την «Αλκηστη» του Ευριπίδη, σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου. Μια παράσταση μελετημένη, δουλεμένη, καλαίσθητη και κυρίως με –τον αυτονόητο, αλλά είδος προς εξαφάνιση πλέον- σεβασμό στο έργο και το κοινό.
Ο Ευριπίδης, που τόσο άδικα έχει χαρακτηριστεί μισογύνης –όπως άλλωστε συνέβη αιώνες μετά και με τον Στρίνττμπεργκ- στην «Άλκηστη» όπως αργότερα και στην «Μήδεια», ακόμη και στην «Ελένη», αναδεικνύει την γυναίκα με υψηλή ευφυΐα, έντονη προσωπικότητα, ψυχική δύναμη, σε αντίθεση με τον επηρμένο, θρασύδειλο, λιπόψυχο, εγωκεντρικό, καιροσκόπο άντρα είτε λέγεται Άδμητος, Ιάσωνας ή Μενέλαος. Όταν ο Απόλωνας δίνει στον Άδμητο την ευκαιρία να ζήσει με την προϋπόθεση κάποιος άλλος να πεθάνει στη θέση του, η Άλκηστη δεν διστάζει να θυσιαστεί, κάτι που οι ίδιοι οι γονείς του δεν κάνουν. Θησεία την οποία αποφασίζει περισσότερο με την λογική παρά με την καρδιά. Γνωρίζει πως σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία είναι καλύτερα να μεγαλώσουν τα παιδιά με τον πατέρα τους. Και ο Άδμητος χωρίς κανένα δισταγμό δέχεται την θυσία και σώζει την ζωούλα του.
Παράλληλα ο Ευριπίδης στήνει ένα τολμηρό δράμα όπου συνυπάρχουν τα στοιχεία της τραγωδίας με αυτά του σατυρικού δράματος και της κωμωδίας. Μια μαστόρικα δουλεμένη συνύπαρξη. Και αυτή τη συνύπαρξη παρουσίασε στην παράστασή του ο Μοσχόπουλος με μέτρο, κρατώντας τις ισορροπίες. Τόνισε τα λυρικά στοιχεία, δίνοντας στα στάσιμα άλλοτε την αίσθηση της όπερας και άλλοτε καντάτας του Μπαχ. Στα επεισόδια, για τους υποκριτές, που επίσης τραγουδούσαν, κράτησε, πολύ διακριτικά είναι η αλήθεια, τον ρυθμό της ραπ, ίσα για να δώσει ένα συγκεκριμένο μέτρο. Θα πρέπει ο σκηνοθέτης να έχει μια αδυναμία σ’ αυτόν τον ρυθμό αν θυμηθούμε την περσινή του απόπειρα με τις «Βάκχες» όπου η ραπ ήταν έντονη και λειτούργησε σαν ξένο σώμα, τελείως ισοπεδωτικά για την τραγωδία. Η πολύ καλή σύνθεση της μουσικής της «Άλκηστης» ήταν του Κορνήλιου Σελαμσή και την εκτελούσε ζωντανά ένα κουϊντέτο (Μάριος Δαπέργολας βιόλα, Σοφία Ευκλείδου βιολοντσέλο, Δημήτρης Ντακοβάνος φαγκότο, Δημήτρης Τίγκας κοντρομπάσο, Σπύρος Τσέκος κλαρινέτο)
Η υπερυψωμένη σκηνή πίσω από την ορχήστρα (σκηνικά-κοστούμια Ελλης Παπαγεωργακοπούλου), ξένιζε τον θεατή καθώς προσερχόταν στο θέατρο με τον ψυχρό γκρίζο όγκο της. Ένα σκηνικό που στην διάρκεια της παράστασης ο όγκος εξαλείφθηκε και αποδείχτηκε ιδιαίτερα λειτουργικό, έξυπνο, με πολλαπλές χρήσεις. Ο σκηνοθέτης χώρισε την δράση σε δύο χώρους. Στην υπερυψωμένη σκηνή τοποθέτησε τους υποκριτές ενώ ο Χορός περιορίστηκε στην στρωμένη με κόκκινη άμμο ορχήστρα. Το μακρόστενο κουτί που αποτελούσε την σκηνή άλλοτε γινόταν οθόνη για προβολές ή για θέατρο σκιών και άλλοτε μετόπη. Σίγουρα ο σκηνοθέτης πέρασε πολλές ώρες στο Κεραμεικό μελετώντας τις επιτύμβιες στήλες. Έτσι, τα επεισόδια έμοιαζαν σα να ζωντανεύουν τα ανάγλυφα με τους ηθοποιούς να κρατούν την προφίλ στάση με αργές, τελετουργικές κινήσεις. Μια κίνηση άψογα δουλεμένη απ’ όλους τους ηθοποιούς, ιδιαίτερα από τον Χρήστο Λούλη-Αδμητο, την Μαρία Σκουλά-Άλκηστη, η οποία χρησιμοποίησε πολύ ωραία τις πτυχώσεις του κοστουμιού της, και τον Σωκράτη Πατσίκα-Υπηρέτη.
Στην ορχήστρα ο Χορός με σύγχρονα πένθιμα κοστούμια, κρατούσε τον ρυθμό με μετρονόμους και τον χρόνο σπρώχνοντας μιαν μεταλλική ακτίνα που ξεκινούσε από την θυμέλη. Δουλεμένος πολύ καλά ο Χορός με εξαιρετικές φωνές, διατήρησε και αυτός μια τελετουργική κίνηση πιο ελεύθερη όμως από των υποκριτών (κίνηση Μάρθας Κλουκίνα). Μόνο στο τέλος, όταν οι υποκριτές έχουν κατέβει από την μετόπη συνειδητοποιώντας την ανθρώπινη αδυναμία τους, τότε ο Χορός ανεβαίνει στη σκηνή σχηματίζοντας ένα αέτωμα αρχαίου ναού με τέλεια αισθητική.
Σε όλη τη διάρκεια της παράσταση ήταν φανερή η μελέτη, η έρευνα και η προσπάθεια του σκηνοθέτη να καταλάβει και να ερμηνεύσει το έργο. Μια έντονη προσπάθεια που τελικά, παρά την πολλή και φανερή δουλειά και την πολύ καλή εκτέλεση, είχε σαν αποτέλεσμα μια παράσταση εγκεφαλική. Η ψυχρότητα αυτή, αποτέλεσμα μιας τελειομανίας, έσπαγε και ζωντάνευε από τρεις ηθοποιούς. Και πρώτα πρώτα από τον Χρήστο Λούλη, έναν ηθοποιό ο οποίος πέρα από τα φυσικά προσόντα, διαθέτει μια ιδιαίτερη υποκριτική εξυπνάδα. Έδωσε όλο τον ναρκισσισμό, την εγωπάθεια, την ψευτιά, τη γελοιότητα, την έπαρση του Άδμητου με χιούμορ αλλά και με μέτρο, έτσι ώστε να ισορροπήσει και να μη πέσει στην κωμωδία. Με εκπληκτική τεχνική και χωρίς ποτέ να χάσει το μέτρο, μετά την κηδεία, όταν συνειδητοποιεί το μέγεθος της θυσίας της ‘Αλκηστης και την σημασία της απουσίας της από τη ζωή του, αποβάλει κάθε πόζα και ψευτιά, τσακίζεται και αφήνει να φανεί η ανθρώπινη αδυναμία του.
Από τις ωραιότερες σκηνές η σύγκρουσή του Άδμητου με τον πατέρα του Φέρρη. Επίσης έξυπνος ηθοποιός ο Κώστα Μπερικόπουλος ερμήνευσε με μέτρο και χιούμορ τον Φέρρη ο οποίος ξεμπροστιάζει τον Άδμητο που σαν θρασύδειλος δέχτηκε να πεθάνει η γυναίκα του στη θέση του, ενώ ο ίδιος επιδεικνύει τα ίδια ακριβώς ελαττώματα με τον γιο του. Μια σκηνή που ακόμα κρατιέται από τον Ευριπίδη στα όρια της κωμωδίας, τα οποία τα προσπερνά αμέσως μετά για να μας δώσει μια καθαρά κωμική σκηνή βγαλμένη λες από τον Αριστοφάνη, τον μονόλογο του Υπηρέτη με ερμηνευτή τον απολαυστικό Σωκράτη Πατσίκα. Όσο ο ηθοποιός βρισκόταν στην μετόπη επέδειξε μια εκπληκτική κίνηση και χάρη. Κωμικός με μέτρο, στον χειμαρρώδη μονόλογό του, ξέσπασε σ’ ένα κατηγορώ για τον μέθυσο Ηρακλή, διατηρώντας όμως την ευγένεια και το ήθος του εκπροσώπου ενός ευγενικού οίκου. Η Άλκηστη της Μαρίας Σκουλά, παρά την πολύ ωραία κίνηση, ήταν λίγη, ψυχρή και άτονη. Λίγος ήταν και ο Αργύρης Ξάφης σαν Ηρακλής, ένας ρόλος που δεν του πήγαινε.
Ανεξήγητο και χωρίς σκοπιμότητα το τέλος που έδωσε ο σκηνοθέτης, όσο ωραία εκτελεσμένο κι αν ήταν. Όταν ο Άδμητος οδηγεί την πεπλοφορούσα Άλκηστη, που έσωσε από τον θάνατο ο Ηρακλής, μέσα στα δώματα, βλέπουμε τις σκιές τους στην οθόνη να κυνηγιούνται.
Αυτό πάντως που χαρακτήριζε την παράσταση ήταν η σοβαρότητα και η πρόθεση να κατανοήσει το έργο και κυρίως να το σεβαστεί. Μια θερινή πρεμιέρα για το Εθνικό που το επανέφερε στην τάξη ύστερα από το ανεκδιήγητο έργο με το οποίο έκλεισε την χειμερινή του περίοδο: «Ο εφιάλτης της ευτυχίας» της Γιουστίνε ντελ Κόρτε, μια αμπελοφιλοσοφούσα φλυαρία που μόνο θέατρο δεν ήταν, όσο κι αν ο σκηνοθέτης Γιάννης Χουβαρδάς και ηθοποιοί σαν την Καραμπέτη και τον Λιγνάδη, είναι η αλήθεια πως έκαναν ότι μπορούσαν να του δώσουν θεατρική υπόσταση.