Με ορμή σε έναν καφκικό εφιάλτη
του Λουκά Βελιδάκη
Ήταν σαν να μπαίνεις με ορμή σε έναν καφκικό εφιάλτη και να περπατάς με αυθάδεια. Έτσι ένιωσα απόψε κατεβαίνοντας από το Χίλτον, μέσω της Β. Σοφίας, προς το Σύνταγμα.
Οι δρόμοι απελπιστικά άδειοι- τα πάντα φαντάζουν σε τάξη, δείχνουν καθαρά, αλλά τίποτα δεν μοιάζει σωστό. Στο δρόμο αραιά και που διέρχονται οχήματα- κυρίως περιπολικά, μηχανές της ΔΙΑΣ και ασθενοφόρα. Πεζοί ούτε για δείγμα.
Στο Σύνταγμα επικρατεί "ηχηρή" σιωπή, που σπάει μόνο από τις σπάνιες διελεύσεις οχημάτων.
Μέσα στην πλατεία Συντάγματος δεν υπάρχει ψυχή ζώσα. Ούτε ένας άνθρωπος... Η εμπειρία είναι απερίγραπτη, φωτογραφίζω αχόρταγα, νιώθω μοναχική κουκκίδα μιας τεράστιας ιστορίας που εξελίσσεται σε ενεστώτα χρόνο.
Είμαι μόνος στην καρδιά της Αθήνας, ενώ παράλληλα βιώνω το ίδιο βάρος με το σύνολο της παγκοσμιότητας... Στα ακουστικά μου οι φωνές αμερικανών δημοσιογράφων που έφτιαξαν τα podcast για τους NYT στα σπίτια τους. Ζουν ό,τι ακριβώς κι εγώ, την ίδια στιγμή: το μείγμα αυτό του φόβου και της αγωνίας για την πανδημία, της πλήξης και της μονοτονίας από την κατ' οίκον καραντίνα.
Ένας κόσμος μια σταλιά την ώρα που η ατομική περιχαράκωση μοιάζει ως ιδανική λύση. Πόσο οξύμωρο.
Στην επιστροφή, αστυνομικοί πάνω σε μηχανές με κοιτάνε καχύποπτα. Ένας ένοχος διαβάτης που σπάει τη στεντόρεια σιγή της άδειας εικόνας- μια ανορθογραφία.
Στο κινητό είχα στείλει μήνυμα με την επιλογή 6. Έφερα ταυτότητα. Είχα λάβει άδεια να υπάρξω για λίγο εκτός των τειχών.
Και να ζήσω την εμπειρία αυτού του αδιανόητου εφιάλτη...