Οι αντιφάσεις του Κώστα Σημίτη για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση
Μία από τις πολλές προσπάθειες παρουσίασης και ανάλυσης του Εθνικού σχεδίου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας επιχειρεί ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κώστας Σημίτης.
Αρχικά περιγράφει τα στοιχεία διευκρινίζοντας εύστοχα ότι τα 32 δις για την Ελλάδα είναι 19 με επιδότηση και 13 υπό μορφή δανείων σε ιδιωτικές επιχειρήσεις υπό την προϋπόθεση ότι αυτές τα έχουν εξασφαλίσει τραπεζικά δάνεια αντίστοιχου ύψους.
Στη συνέχεια όμως αμφισβητεί τους βασικότερους άξονες του σχεδίου. Την ψηφιακή και πράσινη μετάβαση. Σε μία Ευρώπη που επιζητά να εφαρμόσει το Green new Deal ο πρώην πρωθυπουργός μέσα σε λίγα λόγια απαξιώνει τους δύο βασικότερους άξονες και οράματα του Next Generation EU στους οποίους αναγκαστικά και σωστά πρέπει να «πατήσει» και το Εθνικό Σχέδιο.
Λέγοντας χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων για την μεν πράσινη μετάβαση πως «σε μία χώρα με ιδιαίτερα χαμηλή παραγωγικότητα και χρέη υψηλότερα από το προϊόν που παράγει το πιο σημαντικό θέμα είναι ο πολλαπλασιασμός των επενδύσεων» ενώ και για την ψηφιακή μετάβαση κάνει λόγο για προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων(!) και περιορίζει την ανάλυση του καταλήγοντας πώς "στα μηχανήματα τεχνολογίας και ψηφιοποίησης και ανανεώσιμων πηγών ενέργειας η Ελλάδα είναι καταναλωτής και όχι παραγωγός".
Με τον προσήκοντα σεβασμό να υπενθυμίσω στον αξιότιμο πρώην πρωθυπουργό και καθηγητή των Οικονομικών πως η ψηφιοποίηση μιας οικονομίας δεν περιορίζεται στα μηχανήματα, στο Hardware, αλλά εκτείνεται κυρίως στο software όπου η Ελλάδα έχει σημαντικές και πρωτοπόρες εταιρείες καθώς επίσης και σπουδαίο ανθρώπινο δυναμικό.
Ως ένα απλό παράδειγμα αναφέρω. Το πως θα ψηφιοποιήσεις τα ατελείωτα μουχλιασμένα χάρτινα αρχεία του Κράτους (για τα οποία το Δημόσιο χρυσοπληρώνει ενοίκια και δεσμεύει κτιριακό κεφάλαιο) δεν έχει να κάνει με το αν τα scanner κατασκευάζονται στην Ελλάδα. Προφανώς χρειάζονται πόροι για το ανθρώπινο δυναμικό και τα προγράμματα αρχειοθέτησης κλπ κλπ
Οπότε ορθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και η ελληνική Πολιτεία προσανατολίζονται εκεί με πρόσφατη δε την ανακοίνωση του νομοσχεδίου της «ψηφιακής Βίβλου» από το υπουργείο Ψηφιακής διακυβέρνησης όπου προβλέπονται 450 έργα αξίας 6,4 δισεκατομμυρίων ευρώ για την Ελληνική οικονομία και την ψηφιοποίηση της (δεξιότητες, εκσυγχρονισμός, 5G, αρχεία κλπ)
Εντελώς αντιφατικά παρακάτω στο κείμενο του πάντως κάνει λόγο «για τομείς στην Ελλάδα όπως οι ανεμογεννήτριες, τα φωτοβολταϊκά και οι αφαλατώσεις (σ.σ έχουν προχωρήσει πολύ εδώ και 6 χρόνια κ.πρόεδρε) στους οποίους θα μπορούσαμε χάρη στις υπάρχουσες εμπειρίες να αυξήσουμε σημαντικά την παρουσία μας στις Διεθνείς αγορές» ή για ανάγκη «προσαρμογή συμβατικών αυτοκινήτων σε ηλεκτροκίνητα»
Πράσινη μετάβαση δηλαδή.
Στο Δια Ταύτα βέβαια ο κ. Σημίτης νουθετεί την κυβέρνηση για το πώς θα έπρεπε να λειτουργούν τα υπουργεία και για το πώς θα έπρεπε να γίνεται ο έλεγχος των υπουργών γράφοντας χαρακτηριστικά:
«(Οι μεταρρυθμίσεις) βρίσκονται αντιμέτωπες με συμπλέγματα οργανωμένων συμφερόντων που συνδέονται και συνεργάζονται με την κρατική διοίκηση απαραίτητη είναι για αυτό μία συστηματική εποπτεία από ένα κέντρο ισχυρότερο εκείνων που αποτελούν το περιβάλλον των υπουργών με τις αποκλειστικές αρμοδιότητες»
Ενδεχομένως βιωματική η ανάγκη της αναφοράς δεδομένου του τι ακολούθησε των πεπραγμένων, διαφόρων υπουργών επί των ημερών του και πάντως όχι τόσο χρήσιμη ως πρόταση (η αναφορά) δεδομένου ότι η σημερινή κυβέρνηση με το επιτελικό κράτος και με ένα ισχυρό αλλά και συγκεντρωτικό Μέγαρο Μαξίμου, έχει περιορίσει τους περισσότερους από τους υπουργούς σε εκτελεστικό ρόλο για να μη γράψω κάτι περισσότερο.
Ο κ. Σημίτης προτείνει ουσιαστικά στην κυβέρνηση κάτι που ήδη κάνει. Ο πρώην πρωθυπουργός εν κατακλείδι κάνει μία απόπειρα κριτικής στο Εθνικό σχέδιο ώστε να αποτινάξει παράλληλα από πάνω του και τα πολλά σχόλια που τον ταυτίζουν με την κυβέρνηση Μητσοτάκη εν όψει και εξελίξεων στο Κίνημα Αλλαγής. Καταλήγει όμως σε κάθε πρίπτωση να είναι πιο συντηρητικός στις προσεγγίσεις του, αντιφατικός και κάπως εκτός (πράσινης και ψηφιακής) εποχής. Που δεν είναι μόδα αλλά ανάγκη λόγω της κλιματικής αλλαγής αλλά και της τέταρτης βιομηχανικής «επανάστασης»