Σον Κόνερι Sean Connery: Οι γυναίκες της ζωής του και το εξοχικό στο Πόρτο Χέλι [pics & vids]
Έφυγε σε ηλικία 90 ετών ο διάσημος ηθοποιός Σον Κόνερι, σκορπώντας θλίψη στην οικογένεια και στους θαυμαστές του. Ο ίδιος αγαπήθηκε πολύ από τις γυναίκες, ενώ παντρεύτηκε 2 φορές. Σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε δηλώσει: «Έχω κάνει πολλές ταινίες, μερικές από τις οποίες έχω ξεχάσει και μερικές από τις οποίες προσπάθησα να ξεχάσω. Αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της περίεργης υπόθεσης που ονομάζουμε καριέρα, ταξίδεψα σε πολλά εξωτικά μέρη, γνώρισα πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους, φίλησα δεκάδες όμορφες γυναίκες και στην πραγματικότητα αμείφθηκα πάρα πολύ καλά γι’ αυτό και είμαι πιο ευγνώμων».
[caption id="attachment_1713481" align="alignnone" width="624"] Diane Cilento[/caption]
Η πρώτη του σύζυγος ήταν η όμορφη ηθοποιό Diane Cilento. Παντρεύτηκαν το 1962 και χώρισαν επίσημα το 1973, αν και ήταν σε διάσταση ήδη από το 1971. Μαζί απέκτησαν έναν γιο, τον επίσης ηθοποιό Jason Conery. Η ίδια αργότερα στην αυτοβιογραφία της τον κατηγόρησε για κακοποίηση, ο Σον Κόνερι αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες.
[caption id="attachment_1713482" align="alignnone" width="722"] Ο γιος τους Jason[/caption]
Μετά το διαζύγιό του έκανε σχέσεις με τις Jill St. John, Lana Wood, Carole Mallory και Magda Konopka.
[caption id="attachment_1713485" align="alignnone" width="630"] Lana Wood[/caption]
[caption id="attachment_1713484" align="alignnone" width="602"] Magda Konopka[/caption]
[caption id="attachment_1713483" align="alignnone" width="1014"] Jill St. John[/caption]
Το 1975 παντρεύτηκε τη ζωγράφο Micheline Roquebrune. Ωστόσο, στο τέλος της δεκαετίας του 1980 ήταν γνωστό ότι είχε συνάψει εξωσυζυγική σχέση με την τραγουδίστρια Lynsey de Paul.
[caption id="attachment_1713491" align="alignnone" width="500"] Lynsey de Paul[/caption]
Ο γάμος του δεν τελείωσε και η Roquebrune έμεινε κοντά του μέχρι τον θάνατό του.
[caption id="attachment_1713486" align="alignnone" width="277"] Η δεύτερη σύζυγός του, Micheline Roquebrune[/caption]
Η εξοχική βίλα στο Πόρτο Χέλι
Ο Σον Κόνερι είχε λατρέψει την Ελλάδα και έτσι πριν λίγα χρόνια απέκτησε μια πολυτελέστατη βίλα στο Πόρτο Χέλι. Πρόκειται για μια βίλα σε ένα σημείο στολίδι όπου μπορούσε να απομονώνεται μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Το πολυτελές σπίτι του βρίσκεται στην ίδια «γειτονιά» που έχει σπίτι ο διάδοχος του ολλανδικού θρόνου, πρίγκιπας Willem-Alexander, αξίας 4,5 εκατομμυρίων ευρώ.
[caption id="attachment_1713473" align="alignnone" width="880"] Η βίλα του Σον Κόνερι[/caption]
My name is Bond, James Bond
Ο Σον Κόνερι απέσπασε μεταξύ άλλων ένα βραβείο Όσκαρ, δύο Μπάφτα και τρεις Χρυσές Σφαίρες. Πρωταγωνίστησε σε δεκάδες ταινίες, όπως στο «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη», στον «Ιντιάνα Τζόουνς και η Τελευταία Σταυροφορία» και στον «Βράχο». Το πολυπόθητο χρυσό αγαλματίδιο το κέρδισε το 1987 για τη συμμετοχή του στην ταινία «The Untouchables- Οι αδιάφθοροι» (Όσκαρ Β’ Ανδρικού ρόλου).
Το 2000, για την προσφορά του στην τέχνη, η βασίλισσα Ελισάβετ του απένειμε τον τίτλο του «σερ». Ο Τόμας Σον Κόνερι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Φάουντεμπριτζ, μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, στις 25 Αυγούστου 1930. Ήταν γιος ενός Καθολικού εργάτη και μιας Προτεστάντισσας καθαρίστριας. Η οικογένεια του πατέρα του είχε μεταναστεύσει στη Σκωτία από την Ιρλανδία κατά τον 19ο αιώνα. Ο νεαρός Τόμι μεγάλωσε σε ένα σπίτι με ένα μόνο δωμάτιο, κοινόχρηστη τουαλέτα, χωρίς ζεστό νερό. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 13 του και έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού –μεταξύ άλλων μοίραζε γάλα και γυάλιζε φέρετρα– προτού να ενταχθεί, στα 16 του, στο Βασιλικό Ναυτικό, απ’ όπου όμως απολύθηκε τρία χρόνια αργότερα για ιατρικούς λόγους, καθώς είχε έλκος στο στομάχι. Από εκείνη την εποχή χρονολογούνταν τα δύο τατουάζ στο δεξί του μπράτσο: “Μαμά και μπαμπάς” και “Σκωτία για πάντα”.
To 1958 μαζί με τη θρυλική Λάνα Τέρνερ:
Επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο, προσπαθούσε να επιβιώσει όπως μπορούσε: έγινε οδηγός φορτηγού, ναυαγοσώστης, μοντέλο στη Σχολή Τεχνών του Εδιμβούργου. Του άρεσε το μπόντι μπίλντινγκ και μάλιστα συμμετείχε και σε διαγωνισμό για τον «Μίστερ Υφήλιος», κατακτώντας την τρίτη θέση. Ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο αλλά όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του πρόσφερε ένα συμβόλαιο για να παίξει στην ομάδα έναντι 25 λιρών την εβδομάδα, εκείνος προτίμησε να δοκιμάσει την τύχη του στο σανίδι: είχε μολυνθεί από το μικρόβιο της σκηνής όταν έκανε διάφορες μικροδουλειές σε ένα τοπικό θέατρο. «Ήταν μια από τις εξυπνότερες επιλογές μου», θα έλεγε, χρόνια αργότερα.
Το 1954 κατάφερε να εξασφαλίσει έναν ρόλο σε ένα μιούζικαλ στο Λονδίνο και σε μια ταινία, το Lilacs in the Spring. Λίγο αργότερα, οι παραγωγοί Κάμπι Μπρόκολι και Χάρι Σάλτσμαν είχαν αποκτήσει τα δικαιώματα για να μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη τα μυθιστορήματα του Ίαν Φλέμινγκ και αναζητούσαν έναν ηθοποιό για να παίξει τον 007. Υποψήφιοι για τον ρόλο ήταν μεταξύ άλλων ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, ο Κάρι Γκραντ και ο Ρεξ Χάρισον. Το χαμηλό μπάτζετ και η σύζυγος του Μπρόκολι ευθύνονται για την επιλογή του πιο εμβληματικού Τζέιμς Μποντ.
Ο Κόνερι έκανε «δικό του» τον χαρακτήρα, αναμιγνύοντας τη σκληρότητα με σαρδόνιο χιούμορ. Η πρώτη ταινία, ο «Δρ. Νο», σημείωσε τεράστια επιτυχία, στη Βρετανία και στο εξωτερικό. Ακολούθησαν οι ταινίες «Από τη Ρωσία με αγάπη» (1963), «Ο Χρυσοδάκτυλος» (1964), «Επιχείρηση Κεραυνός» (1965), «Ζεις μονάχα δυο φορές» (1967), «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» (1971) και, μερικά χρόνια αργότερα, το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ» (1983).
Πρωταγωνίστησε επίσης, μαζί με τον στενό φίλο του, τον Μάικλ Κέιν, στην ταινία «Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς». Το 1987 κέρδισε το βραβείο Bafta, ερμηνεύοντας τον Ούλιαμ της Μπάσκερβιλ στην ταινία «Το όνομα του Ρόδου», μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ουμπέρτο Έκο. Και έναν χρόνο αργότερα, τιμήθηκε με το Όσκαρ καλύτερου δεύτερου ανδρικού ρόλου παίζοντας έναν Ιρλανδό αστυνομικό (αν και με σαφέστατη σκωτσέζικη προφορά) στους «Αδιάφθορους».
Με τον αδικοχαμένο River Phoenix στην ταινία του Ιντιάνα Τζόουνς:
Στον «Ιντιάνα Τζόουνς» έπαιξε απολαυστικά τον πατέρα του Χάρισον Φορντ, αν και ήταν μόνο 12 χρόνια μεγαλύτερός του, ενώ κατόπιν, στο πλάι του Νίκολας Κέιτζ στον «Βράχο», επέστρεψε στον ρόλο του «Βρετανού κατασκόπου».