Υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, Χωρικά Ύδατα : Τι είναι, για να γνωρίζουμε περί τίνος μιλάμε
Kάποια στιγμή, προοδευτικά, αρχής γενομένης από την Γαλλία και τις ΗΠΑ, άρχισαν να κάνουν λόγο για τα Χωρικά Ύδατα: δηλαδή μια θαλάσσια ζώνη γύρω από τις ακτές των κρατών, με κάποιο πλάτος.
Η δικαιολόγηση για αυτό ήταν κατά βάση πολιτική και αφορούσε τη δυνατότητα άμυνας. Αρχικά, το πλάτος αυτής της ζώνης ορίστηκε από διάφορα κράτη στα 3 ναυτικά μίλια, όσο ήταν τότε περίπου το μήκος βολής ενός κανονιού.
Η άσκηση της κρατικής κυριαρχίας πάνω στα Χωρικά Ύδατα έχει ωστόσο κάποιες ιδιαιτερότητες, καθώς δεν απαγορεύεται η διέλευση των πλοίων άλλων χωρών από εκεί, στο βαθμό που αυτή είναι «αβλαβής» (innocent passage), δηλαδή εφόσον «δεν παραβλάπτει την ειρήνη, την ομαλή λειτουργία ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους».
Με λίγα λόγια, η διέλευση είναι υπό έλεγχο, ενώ ρητά απαγορεύεται οτιδήποτε άλλο εκτός από απλό πέρασμα (π.χ. αλιεία, μεταφορτώσεις, στρατιωτικές ασκήσεις κ.λπ.). Όσον αφορά τα υποβρύχια οφείλουν να πλέουν στην επιφάνεια. Πέραν της ζώνης των Χωρικών Υδάτων, ορίζεται μια Συνορεύουσα Ζώνη (contiguous zone), όπου το παράκτιο κράτος δεν ασκεί κυριαρχία, έχει όμως δικαιώματα ελέγχου πρόληψης εγκλημάτων.
Η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών με ακτές, όρισαν σταδιακά τα Χωρικά Ύδατά τους στα 3 ναυτικά μίλια. Αυτό έκαναν αρχικά Ελλάδα και Τουρκία. H αντιπαράθεση Ελλάδας και Τουρκίας για το πλάτος των Χωρικών Υδάτων, δεν είχε πάντα την ίδια σημασία και ένταση. Μεταξύ των δύο αυτών χωρών, είναι η Ελλάδα εκείνη που διαφοροποίησε μονομερώς το πλάτος των Χωρικών Υδάτων με δύο σημαντικές κινήσεις (πριν ακόμη από τη διαμόρφωση οποιασδήποτε Διεθνούς Συνθήκης).
Το 1931 επέκτεινε το πλάτος του εναέριου χώρου από 3 στα 10 ναυτικά μίλια. Σύμφωνα με το εθιμικό διεθνές δίκαιο και τις μετέπειτα συνθήκες, το πλάτος του εναέριου χώρου, πρέπει να συμπίπτει με το πλάτος των Χωρικών Υδάτων. Αυτό σημαίνει ότι εκείνη η «παράδοξη» και μοναδική στη διεθνή πρακτική επιλογή της Ελλάδας, έθετε ζήτημα επέκτασης των Χωρικών Υδάτων της.
Πράγματι, το 1936 η Ελλάδα ανακοίνωσε -και πάλι μονομερώς- ότι επεκτείνει τα Χωρικά Ύδατά της στα 6 ναυτικά μίλια. Έτσι έμεινε και το παράδοξο του διαφορετικού πλάτους στο θαλάσσιο και τον εναέριο χώρο κυριαρχίας. Ας σημειωθεί ότι συνήθως εκεί είναι όπου γίνονται σχεδόν καθημερινά οι αεροπορικές στρατιωτικές αντιπαραθέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, με τη δεύτερη να μη δέχεται ότι πρόκειται για παραβιάσεις, μιας και θεωρεί παράνομη αυτή τη διαφορά των 4 μιλίων μεταξύ θαλάσσιας και εναέριας κυριαρχίας της Ελλάδας.
Η Τουρκία απάντησε το 1964 με επέκταση των Χωρικών της Υδάτων επίσης στα 6 μίλια. Σε ότι αφορά την Μαύρη Θάλασσα, μετά και διαπραγματεύσεις με ΕΣΣΔ, Βουλγαρία κ.λπ., τα επέκτεινε στα 12 μίλια.
Αμέσως μετά τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν, για πρώτη φορά, ανακοίνωσε την δικαιοδοσία έρευνας και οικονομικής εκμετάλλευσης στο βυθό και στο υπέδαφος μιας θαλάσσιας ζώνης ευρύτερης και πέραν των Χωρικών Υδάτων μέχρι και εκεί όπου η θάλασσα έχει βάθος έως και 200 μέτρα. Η ζώνη αυτή ονομάστηκε Υφαλοκρηπίδα και στην ουσία η πρώτη αυτή περιγραφή της, με όλη της την ασάφεια, είχε ισχυρή συνάφεια με το γεωλογικό ορισμό της Υφαλοκρηπίδας ως προέκτασης της στεριάς στην (αβαθή) θάλασσα και συνδεόταν με την τεχνολογική δυνατότητα εκμετάλλευσης (έως και 200 μέτρα βάθος θάλασσας), ενώ δεν γινόταν καμία άλλη αναφορά στο πλάτος αυτής της ζώνης.
Η αυξανόμενη σημασία αυτής της στροφής αποκρυσταλλώθηκε στην Διεθνή Σύμβαση για την Υφαλοκρηπίδα του 1958. Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε αυτή η Συνθήκη, η Υφαλοκρηπίδα ενός κράτους εκτείνεται έως το τμήμα του θαλάσσιου βυθού που βρίσκεται γύρω από τις ακτές του και πέραν από τα Χωρικά Ύδατα μέχρι βάθους 200 μέτρων, εκτός αν είναι εφικτή η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και σε μεγαλύτερο βάθος, οπότε εκτείνεται ως εκείνο το πλάτος.
Με λίγα λόγια ο νέος ορισμός επέκτεινε, μέσω της τελευταίας δικλείδας τα όρια (πλάτος) της Υφαλοκρηπίδας, αποσυνδέοντας σημαντικά το νομικό ορισμό από την γεωλογική έννοια της Υφαλοκρηπίδας (συνέχεια της στεριάς στη θάλασσα). Δεν έθετε μάλιστα κανένα όριο για αυτό το πλάτος. Στην ουσία το μόνο κριτήριο που έμπαινε ήταν αυτό της «δυνατότητας εκμετάλλευσης».
Στην ουσία, ο κινητήριος μοχλός αυτής της επέκτασης, ήταν η εξερεύνηση και εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της θαλάσσιας ζώνης της Υφαλοκρηπίδας. Ο ορισμός αυτός άλλαξε ριζικά -ξανά προς την κατεύθυνση της επέκτασης- μέσω της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (Σύμβαση του Μοντέγκο Μπαίυ), που υπογράφηκε το 1982, μετά από πολλούς αποτυχημένους κύκλους διακρατικών διαπραγματεύσεων.
Ο νέος ορισμό που δίνεται στο άρθρο 76 της Σύμβασης:
«Η Υφαλοκρηπίδα ενός παράκτιου κράτους αποτελείται από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέραν της Χωρικής του θάλασσας καθ' όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου του εδάφους μέχρι του εξωτερικού ορίου του Υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης, από τις οποίες μετράται το πλάτος της Χωρικής θάλασσας όπου το εξωτερικό όριο του Υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτή την απόσταση».
Έτσι για πρώτη φορά τίθεται το πλάτος των 200 ναυτικών μιλίων, ανεξάρτητα από τη «φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους», ενώ ταυτόχρονα η αναφορά «καθ' όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης» δίνει τη δυνατότητα και για επέκταση πέραν των 200 μιλίων. Πράγματι, σε άλλο άρθρο τίθεται η δυνατότητα επέκτασης έως και σε 350 ναυτικά μίλια.
Η ίδια συνθήκη του 1982 στο Άρθρο 3 σε ότι αφορά τα Χωρικά Ύδατα ορίζει ότι:
- «Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της Χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό δεν υπερβαίνει τα δώδεκα ναυτικά μίλια, μετρούμενα από γραμμές βάσεως καθοριζόμενες σύμφωνα με την παρούσα σύμβαση».
- Στο Άρθρο 121 η ίδια Σύμβαση επεκτείνει τις προβλέψεις για τα Χωρικά Ύδατα (και την Υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ) και στα νησιά, αναφέροντας σχετικά ότι:
- «Η Χωρική θάλασσα, η συνορεύουσα ζώνη, η αποκλειστική οικονομική ζώνη και η Υφαλοκρηπίδα μιας νήσου καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας σύμβασης που εφαρμόζονται στις άλλες ηπειρωτικές περιοχές».
Πολύ σημαντικές είναι οι αναφορές και προβλέψεις της ίδιας Σύμβασης στο ζήτημα των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών (ΑΟΖ), που όλο και αναβαθμίζονται σε σπουδαιότητα.
- Το Άρθρο 55 αναφερόμενο στο «ειδικό νομικό καθεστώς» της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης την ορίζει ως τη ζώνη που είναι «πέραν και παρακείμενη της Χωρικής θάλασσας περιοχή και –σύμφωνα με το Άρθρο 57- «δεν εκτείνεται πέραν των 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της Χωρικής θάλασσας».
Εδώ πλέον η αποσύνδεση από κάθε έννοια γεωλογικού ορισμού είναι πλήρης. Η ΑΟΖ είναι νομική, πολιτική έννοια, καθορισμένη με κριτήριο το εύρος της ζώνης (200 ναυτικά μίλια). Φαίνεται να ταυτίζεται με την Υφαλοκρηπίδα, αλλά αυτό δεν συμβαίνει για πολλούς νομικούς και ουσιαστικούς λόγους.
Ο βασικός λόγος διευκρινίζεται στο Άρθρο 56, όπου ορίζεται ότι στην αποκλειστική οικονομική ζώνη το παράκτιο κράτος έχει δικαιώματα που αποσκοπούν στην εξερεύνηση, εκμετάλλευση, διατήρηση και διαχείριση των φυσικών πόρων, ζωντανών ή μη, των υπερκειμένων του βυθού της θάλασσας Υδάτων, του βυθού της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού, ως επίσης και με άλλες δραστηριότητες για την οικονομική εκμετάλλευση και εξερεύνηση της ζώνης, όπως η παραγωγή ενέργειας από τα Ύδατα, τα ρεύματα και τους ανέμους.
Έτσι, ενώ η έννοια της Υφαλοκρηπίδας διατηρεί την αυτοτέλειά της και τη σημασία της σε ότι αφορά την εκμετάλλευση του βυθού και του θαλάσσιου υπεδάφους, στη ζώνη της ΑΟΖ το κράτος έχει αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης και στην υπερκείμενη υδάτινη στήλη, σε ότι αφορά την αλιεία, την ενέργεια κ.λπ. Η «επέκταση» αυτή τη φορά αναπτύσσεται κατά την κατακόρυφη έννοια και αυτό έχει τεράστια σημασία. Ελλάδα και Τουρκία δεν έχουν συμφωνήσει στην οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας ούτε των ΑΟΖ.
Η Ελληνο-Τουρκική διαμάχη
Σε μια περιοχή, με τη μοναδική γεωγραφική διαμόρφωση που έχει το Αιγαίο, μαζί και με την πολιτικοστρατηγική σημασία της ευρύτερης περιοχής, λογικό είναι να μην αναμένει κανείς μια απρόσκοπτη άσκηση δικαιωμάτων σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες από μεριάς Ελλάδας και Τουρκίας.
Μια προσεκτική εξέταση των ισχυρισμών των εκάστοτε κυβερνήσεων Ελλάδας και Τουρκίας, δείχνει πως οι εκάστοτε κυβερνήσεις των δύο χωρών, με γνώμονα τα δικά τους χωριστά συμφέροντα (και ανάλογα με τα ερείσματα στις συμμαχίες τους), διαβάζουν τις Διεθνείς Συμβάσεις κατά το δοκούν, υποδαυλίζοντας έτσι την εχθρότητα.
Σε ότι αφορά τα Χωρικά Ύδατα (αιγιαλίτιδα ζώνη) η Ελλάδα μιλά για το «δικαίωμα επέκτασης στα 12 μίλια», θεωρώντας ότι δεν υπάρχει καμία ειδική περίσταση στη γεωγραφική διαμόρφωση στο Αιγαίο και κανένα αντικείμενο διαπραγμάτευσης με την Τουρκία. Τα πράγματα όμως είναι πολύ διαφορετικά: Αν το πλάτος των Χωρικών Υδάτων μείνει στα 6 μίλια (όπως είναι από το 1936 δηλαδή εδώ και 80 χρόνια περίπου), τα Χωρικά Ύδατα της Ελλάδας θα αποτελούν το 43,5% του Αιγαίου, τα Χωρικά Ύδατα της Τουρκίας το 7,5% και τα Διεθνή Ύδατα το 49%. Στην περίπτωση επέκτασης των Χωρικών Υδάτων στα 12 μίλια, τότε τα Χωρικά Ύδατα της Ελλάδας θα αποτελούν το 71,5% του Αιγαίου, τα Χωρικά Ύδατα της Τουρκίας το 8,8% και τα Διεθνή Ύδατα το 19,7%
To Αιγαίο δηλαδή μετατρέπεται σε ελληνική λίμνη, η Τουρκία περιορίζεται εξαιρετικά, ενώ η διεθνής ναυσιπλοΐα μπαίνει σε μονοπάτια που ούτε ο ελληνικός εφοπλισμός θα ήθελε, πόσο μάλλον κράτη όπως η Ρωσία. Κάθε πλοίο που θα διέρχεται πλέον από το Αιγαίο θα πρέπει να αποδεικνύει ότι εκτελεί «αβλαβή διέλευση». Η μονομερής επομένως επέκταση από μεριάς της Ελλάδας στα 12 μίλια συνιστά τυχοδιωκτική ενέργεια, με πιθανές βαριές συνέπειες για τον ελληνικό λαό, ενώ στερείται κάθε έννοιας δικαιοσύνης αλλά και ρεαλισμού.
Σημειώνεται ότι η Τουρκία από το 1995 έχει θεωρήσει μια τέτοια κίνηση ως αιτία πολέμου (cassus belli). Αντίθετα, μια διαπραγμάτευση και ειδική συμφωνία για το Αιγαίο, με οικειοθελή μερική αποποίηση από μεριάς Ελλάδας του «δικαιώματος επέκτασης», θα μπορούσε να ακολουθήσει το δρόμο της λογικής, ορίζοντας με διαπραγμάτευση και συμφωνία τα Χωρικά Ύδατα με επωφελή τρόπο και για τις δύο χώρες, αλλά και με διαδρόμους για τη διεθνή ναυσιπλοΐα. Πολλές χώρες έχουν κάνει το ίδιο, ειδικά στις περιπτώσεις θαλασσίων κόλπων, στενών περασμάτων κλπ. H Ιαπωνία συμφώνησε με τις γειτονικές της χώρες Χωρικά Ύδατα 3 ναυτικών μιλίων για τα στενά της. Το ίδιο και η Εσθονία σε συμφωνίες με Φινλανδία και Ρωσία στον κόλπο της Φινλανδίας, όπως και άλλες χώρες.
Η Τουρκία από τους ορισμούς για Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ «θυμάται» μόνο την αναφορά στην Υφαλοκρηπίδα ως «φυσική προέκταση της στεριάς στη θάλασσα», που έχει πλέον καταργηθεί. Ισχυρίζεται –επικαλούμενη και κάποιες αποφάσεις δικαστηρίων για άλλες αντίστοιχες περιπτώσεις- ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου είναι πάνω στην φυσική προέκταση των ακτών της, συνεπώς δεν έχουν Υφαλοκρηπίδα.
Κατά τη γνώμη της αυτή μπορεί να οριστεί μόνο με την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών. Με τον τρόπο αυτό, χαρίζει στον εαυτό της το μισό Αιγαίο. Οι ισχυρισμοί της ωστόσο είναι αστήριχτοι, κυρίως επειδή τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου ούτε μεμονωμένα είναι ούτε αποκομμένα από την ηπειρωτική Ελλάδα, όπως σε άλλες περιπτώσεις που έχουν εκδικασθεί. Αντίθετα, αποτελούν μέρος 3.000 και πάνω νησιών του Αιγαίου (κατοικούνται περίπου 150).
Η διαμόρφωσή τους, παρότι δεν κατατάσσει την Ελλάδα σε ένα αρχιπελαγικό κράτος, αποδίδει σε αυτήν την ιδιότητα μιας νησιωτικής σε μεγάλο ποσοστό χώρας. Οι Τουρκικές θέσεις, παίρνουν την ακραία τους μορφή όταν αγνοούν το σύνολο των ελληνικών νησιών (Ρόδος, Κάρπαθος, Κρήτη κλπ.), καθώς σε αυτή την περίπτωση ζητούν την οριοθέτηση των ΑΟΖ με βάση την αρχή της ίσης απόστασης από τις ακτές Λιβύης, Αιγύπτου και Λιβάνου, μοιραζόμενη έτσι αυτή την Ανατολική Μεσόγειο, με αποκλεισμό Ελλάδας και Κύπρου. Στο παρακάτω γράφημα φαίνεται ο διαμοιρασμός της ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας-Λιβύης με «παράκαμψη» των ΑΟΖ Κρήτης, Ρόδου, Καρπάθου κλπ. (ως νησιών που σύμφωνα με την Τουρκική θέση πρέπει να αγνοηθούν).
Επίσης, η Τουρκία, ενώ μιλάει για «ειδικές περιστάσεις» και ενώ επικαλείται την αρχή της αναλογικότητας, όπως για παράδειγμα του μήκους των ακτών για το Καστελόριζο προς αυτό των αντικείμενων δικών της ακτών, κάθε άλλο παρά θα ήταν πρόθυμη να μπει σε διαπραγμάτευση με βάση αυτή την αρχή στο Αιγαίο.
Η ρητορική περί «διαπραγμάτευσης» που διαχρονικά αναπτύσσει η Τουρκία, δεν μπορεί να κρύψει την βασική κατεύθυνσή της. Θεωρώντας πως αυτά που αποτυπώθηκαν σε Συνθήκες όπως αυτή της Λωζάνης, δεν αντανακλούν τη σημερινή ισχύ του Τουρκικού καπιταλισμού, ούτε το συσχετισμό δύναμης με την Ελλάδα, αναζητεί την αφορμή, αλλά αναλαμβάνει και επιθετικές πρωτοβουλίες, ώστε να τεθούν τα πάντα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ακόμη και θέματα κυριαρχίας σε νησίδες του Αιγαίου. Ωστόσο, τυχόν νομική προσφυγή της θα την υποχρέωνε σε ταυτόχρονη αναγνώριση των ΑΟΖ της Κύπρου, αλλά και των Ρόδου, Καρπάθου, Κρήτης, κάτι που δεν ικανοποιεί τις πολύ μεγαλύτερες φιλοδοξίες της Τουρκικής αστικής τάξης για ρόλο περιφερειακής υπερδύναμης που θέλει να παίξει στην Ανατολική Μεσόγειο
Σε ότι αφορά την Υφαλοκρηπίδα (και την ΑΟΖ), η Ελλάδα από τις προβλέψεις της Σύμβασης, «θυμάται» μόνο τα 200 μίλια και την απόδοση ζωνών στα νησιά. Έτσι, ισχυρίζεται ότι ο χωρισμός με την Τουρκία πρέπει να γίνει με βάση την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ανατολικών ακτών των ελληνικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και των Τουρκικών ακτών, παραβλέποντας την πρόβλεψη της Σύμβασης για διαπραγμάτευση και συμφωνία σε «ειδικές περιστάσεις». Αυτό φτάνει στον παραλογισμό να μην κηρύττει μεν την ΑΟΖ διότι το αποτέλεσμα μιας προσφυγής σε Δικαστήριο είναι τουλάχιστον αμφίβολο (ειδικά σε ότι αφορά το Καστελόριζο), αλλά να περιφέρει δεξιά αριστερά χάρτες ΑΟΖ με χαραγμένα οικόπεδα αλλά και να κάνει συμφωνίες με πολυεθνικές εξόρυξης συνοδεία πολεμικών φρεγατών. Οι χάρτες αυτοί, με εφαρμογή της παραπάνω προσέγγισης της Ελλάδας, φυσικά δίνουν όλο το Αιγαίο στην Ελληνική ΑΟΖ, ενώ μέσω της (πλήρους) απόδοσης ΑΟΖ στο Καστελόριζο, η Τουρκία εκτοπίζεται και από τις εκεί θάλασσες, ενώ η Ελλάδα αποκτώντας θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο, μοιράζεται με Κύπρο, Αίγυπτο, Ισραήλ όλη σχεδόν την Ανατολική Μεσόγειο.
Η Ελλάδα έχει ήδη υποστεί μια ήττα από τη μοναδική προσφυγή που έκανε το 1976 στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο αφενός απέρριψε την αίτηση προσωρινών μέτρων σε βάρος της Τουρκίας (έκανε «έρευνες» σε περιοχές του Αιγαίου που η Ελλάδα θεωρεί πως αποτελούν μέρος της ελληνικής Υφαλοκρηπίδας) και αφετέρου στην απόφασή του το 1978 δήλωσε πως για την ουσία του θέματος, δεν δύναται να πάρει θέση υπέρ των ελληνικών ισχυρισμών. Το δικαστήριο δε θα μπορούσε να ορίσει οποιοδήποτε σύνορο Υφαλοκρηπίδας από τη στιγμή που τα δυο κράτη δεν είχαν προετοιμάσει ποτέ οποιαδήποτε εναλλακτική συμφωνία μεταξύ τους, έστω με εντοπισμό των διαφορών.
Δεκάδες άλλες υποθέσεις που έφτασαν σε Διεθνή Δικαστήρια, καταρρίπτουν τις ελληνικές θέσεις που αρνούνται πως νησιά τόσο κοντά στο απέναντι κράτος, συνιστούν κάποια «ειδική περίσταση». Στην περίπτωση της διαμάχης Βρετανίας-Γαλλίας η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν ότι στα Βρετανικά νησιά που είναι πλησίον των ακτών της Γαλλίας δε θα έπρεπε να δοθεί Υφαλοκρηπίδα, παρά μόνο Χωρικά Ύδατα και όρισε το όριο με την αρχή της μέσης γραμμής μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών.
Ο δρόμος αυτός δεν αποκλείει επιθετικές κινήσεις επιβολής της θέλησης της μιας χώρας στην άλλη, με πολεμικές ενέργειες ή με άλλες προκλήσεις. Εδώ εντάσσεται και η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, οι απειλές της Ελλάδας για επέκταση στα 12 μίλια, αλλά και το παιχνίδι με τη φωτιά στα νερά και στους αιθέρες του Αιγαίου ή/και στις βραχονησίδες για τη δημιουργία τετελεσμένων. Ο δρόμος αυτός είναι αδιέξοδος και καταστροφικός για τους δύο λαούς.