Ανάκαμψη για την κορινθιακή σταφίδα: Αυξημένη παραγωγή, αλλά αβεβαιότητα για την τιμή
Mεγάλο ζήτημα η συρρίκνωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και η σταδιακή αποχώρηση μεγαλύτερων σε ηλικία παραγωγών, χωρίς την είσοδο νεότερων.

Η καλλιέργεια της κορινθιακής σταφίδας παρουσιάζει σημάδια ανάκαμψης φέτος, με τις πρώτες εκτιμήσεις να δείχνουν αυξημένη παραγωγή σε σχέση με πέρυσι.
Ωστόσο, το επίπεδο τιμής παραμένει ένα αναπάντητο ερώτημα για τους παραγωγούς, οι οποίοι βλέπουν με σχετική αισιοδοξία την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο, παρά τις ανοιχτές προκλήσεις από τις καιρικές συνθήκες, το κόστος παραγωγής και το εργατικό δυναμικό.
Συγκρατημένη αισιοδοξία για αυξημένη παραγωγή
Ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Κορινθιακής Σταφίδας, Θανάσης Σωτηρόπουλος, δήλωσε στο Αθηναϊκό - Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ότι είναι συγκρατημένα θετικός για την πορεία της εφετινής χρονιάς, αν και είναι νωρίς για ασφαλή συμπεράσματα.
«Είναι ακόμη νωρίς, ωστόσο όλα δείχνουν πως η παραγωγή μπορεί να είναι ελαφρώς αυξημένη σε σχέση με πέρυσι. Το 2023 ήταν μια από τις δυσκολότερες χρονιές της τελευταίας δεκαπενταετίας, κυρίως λόγω του παρατεταμένου καύσωνα, που περιόρισε σημαντικά τις αποδόσεις», εξήγησε.
Ενώ η περυσινή σοδειά δεν ξεπέρασε τους 10.000 τόνους, οι προβλέψεις για φέτος δείχνουν μια παραγωγή κοντά στους 12.000 τόνους. Η πιο ξεκάθαρη εικόνα αναμένεται τον Αύγουστο, με την έναρξη του τρύγου.
Προκλήσεις: Κλιματική αστάθεια, κόστος και βιωσιμότητα
Ο μεγαλύτερος «αντίπαλος» της παραγωγής παραμένει η κλιματική μεταβλητότητα. Χαλάζι, καύσωνες και ασθένειες, όπως ο περονόσπορος, επηρεάζουν τη σταφίδα, ανεβάζοντας το κόστος και υπονομεύοντας την προσπάθεια των παραγωγών. «Η σταφίδα είναι μια καλλιέργεια "ξεσκέπαστη" και μέχρι να τρυγήσουμε, κινδυνεύουμε από κάθε μορφή καιρικής μεταβολής», σημειώνει ο κ. Σωτηρόπουλος. Παρά τα εμπόδια, ο στόχος είναι μια καλή παραγωγή και μια λογική τιμή, ώστε οι παραγωγοί να ανταπεξέλθουν οικονομικά.
Η περυσινή τιμή, που έφτασε ακόμη και τα 3 ευρώ ανά κιλό, χαρακτηρίζεται από τον πρόεδρο ως εξαιρετικά υψηλή και μη διατηρήσιμη σε βάθος χρόνου. «Δεν μπορούμε να περιμένουμε τέτοιες αυξήσεις κάθε χρονιά. Η τιμή πρέπει να είναι δίκαιη με βάση την αγορά, ώστε να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του προϊόντος».
Μείωση εκτάσεων και γήρανση του παραγωγικού πληθυσμού
Ένα ακόμη μεγάλο ζήτημα που αντιμετωπίζει ο κλάδος είναι η συρρίκνωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και η σταδιακή αποχώρηση μεγαλύτερων σε ηλικία παραγωγών, χωρίς την είσοδο νεότερων. Από τα 95.000 στρέμματα καλλιέργειας πριν την πανδημία, η έκταση έχει περιοριστεί –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης– ακόμη και στα 70.000 στρέμματα.
Η μείωση αυτή οφείλεται στο χαμηλό ενδιαφέρον των νέων για το επάγγελμα, καθώς πρόκειται για μια απαιτητική, δαπανηρή και μακροχρόνια καλλιέργεια. «Φυτεύεις σήμερα και χρειάζεσαι τουλάχιστον τρία με τέσσερα χρόνια για να πάρεις παραγωγή. Μέχρι τότε, πληρώνεις μόνο - χωρίς έσοδα», εξηγεί ο Πρόεδος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Σταφίδας.
Ανάγκη στήριξης με στοχευμένα μέτρα
Ο κ. Σωτηρόπουλος επισημαίνει ότι αυτό το ιστορικό προϊόν, από το οποίο προήλθαν τα πρώτα φορολογικά έσοδα του ελληνικού κράτους, κινδυνεύει με μαρασμό αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα στήριξης. Προτείνει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο ενίσχυσης, το οποίο περιλαμβάνει:
- Ένταξη της σταφίδας σε προγράμματα αναδιάρθρωσης για εκσυγχρονισμό.
- Εφαρμογή του Μέτρου 23 για στήριξη του προϊόντος από το κράτος.
- Διασφάλιση εργατικών χεριών μέσω ευέλικτων σχημάτων εποχικής απασχόλησης.
- Αξιοποίηση αρδευτικών υποδομών για μείωση του κινδύνου από την ξηρασία και διασφάλιση ποιότητας.
Παρά τις δυσκολίες, ο κ. Σωτηρόπουλος διατηρεί την πίστη του στις δυνατότητες του κλάδου. «Η κορινθιακή σταφίδα δεν είναι μόνο ένα αγροτικό προϊόν - είναι ένα κομμάτι της πολιτισμικής και οικονομικής μας ταυτότητας. Αν υπάρξει η σωστή πολιτική βούληση, η σταφίδα μπορεί να σταθεί και πάλι δυναμικά στις διεθνείς αγορές, προβάλλοντας την ποιότητα και την ιστορία της».
Η επανεκκίνηση της σταφιδοκαλλιέργειας με όρους οικονομικής ανταποδοτικότητας και περιβαλλοντικής ανθεκτικότητας μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό παράδειγμα περιφερειακής ανάταξης και αγροτικής αναγέννησης στην αναζήτηση της Ελλάδας για βιώσιμα μοντέλα αγροτικής ανάπτυξης.