Ανησυχία για το μπαράζ σεισμών στην Ηλεία - Πώς εξηγούν το φαινόμενο οι ειδικοί
Η ανάλυση του Θοδωρή Κονδύλη επικεντρώνεται στα ρήγματα Επιταλίου - Αλφειού, γνωστά για τη σεισμική τους κινητικότητα.

Μεγάλη ανησυχία έχει προκαλέσει η έντονη μικροσεισμική δραστηριότητα που έχει παρατηρηθεί τις τελευταίες μέρες στην ευρύτερη περιοχή του Πύργου Ηλείας, προκαλώντας την ίδια ώρα το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας.
Το φαινόμενο επικεντρώνεται κυρίως στα ρήγματα Επιταλίου – Αλφειού, γνωστά για τη σεισμική τους κινητικότητα.
Σε σχετική ανάρτησή του, ο ειδικός φυσικών καταστροφών, Θοδωρής Κονδύλης προσπάθησε μέσα σε λίγες «γραμμές» να εξηγήσει τα χαρακτηριστικά ενός τυπικού σεισμικού σμήνους.
«Οι περισσότερες σεισμικές σμηνοσειρές δεν εξελίσσονται σε ισχυρούς σεισμούς»
Αναλυτικά η ανάρτηση του ειδικού φυσικών καταστροφών:
«Σύντομη ανάλυση της μικροσεισμικής δραστηριότητας των τελευταίων ημερών ΝΝΑ του Πύργου (Επιταλίου – Σαλμώνης), την οποία καταγράφω σύμφωνα με τα δεδομένα του ΓΕΙΝ του ΕΑΑ.
1) Υπήρξαν δύο “peak” (3.8R στις 7 & 8 Ιουλίου) – δεν συνοδεύθηκαν από κλιμάκωση ή συνέχιση προς μεγαλύτερα μεγέθη.
2) Η μεγαλύτερη συγκέντρωση μικροσεισμών παρατηρήθηκε τις ίδιες ημερομηνίες 7–8 Ιουλίου, στις κατηγορίες 2–2.9R και 1–1.9R.
Η σεισμική δραστηριότητα που παρουσιάζεται έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός σεισμικού σμήνους (swarm):
1) Πολλά γεγονότα μικρού μεγέθους, χωρίς μεγάλο γεγονός.
2) Κατανομή σε συναπτές ημέρες, με μέγιστο μέγεθος στα 3.8R και χωρίς κλιμάκωση.
3) Φθίνουσα ενέργεια μετά την κορύφωση (του διημέρου).
Δεν υπάρχουν ενδείξεις προσεισμικής συμπεριφοράς, με απλά λόγια δεν παρατηρείται αύξηση μεγέθους ή επιτάχυνση ρυθμού γεγονότων. Η δραστηριότητα είναι πιο συμβατή με εκτόνωση τοπικών τάσεων σε γνωστά ενεργά ρήγματα (Επιταλίου–Αλφειού).
Ιστορικά: Οι περισσότερες σεισμικές σμηνοσειρές στην Ηλεία δεν εξελίσσονται σε ισχυρούς σεισμούς.
Η δραστηριότητα δείχνει πορεία φθίνουσα. Η μικροσεισμική δραστηριότητα θα συνεχιστεί για λίγες ημέρες ακόμα μέχρι να “σβήσει”. Αν η δραστηριότητα ενταθεί ή εμφανίσει σταδιακή αύξηση μεγέθους, τότε απαιτείται πιο στενή παρακολούθηση, κάτι το οποίο δεν προκύπτει μέχρι σήμερα».


