Σαν σήμερα 21 Ιουλίου 1928: Αυτοκτονεί ο Κώστας Καρυωτάκης [vid]
Επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρη, Ρίτσο) ενώ με την αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.
Σύμφωνα με το sansimera.gr, ο Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.
https://www.youtube.com/watch?v=gHHLzhuPhjQ
Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.
Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με λίαν καλώς. Στην αρχή επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία, εξού και οι πολλές μεταθέσεις του.
Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο Πόνος των Ανθρώπων και των Πραγμάτων», δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921.
Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής, παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη, την Άννα Σκοδρύλη, η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί. Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».
Το Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του.
Η αποχαιρετιστήρια επιστολή
Όταν η Πολυδούρη πληροφορήθηκε τον θάνατο του αγαπημένου της κατέρρευσε συναισθηματικά και ψυχολογικά. Δύο χρόνια πριν «σβήσει», όπως οι «Τρίλλιες» της, του εξομολογήθηκε τον απόλυτο έρωτά της σε ένα ποίημα που θεωρείται ο ύμνος στον έρωτα:
«Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα/ γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη/ στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη/ μένα ἡ ζωή πληρώθη. / Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα./ Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες/ ἔζησα, νά πληθαίνω/ τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες/ κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω/ μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ’ ἀγάπησες.»
https://www.youtube.com/watch?time_continue=1&v=ym7Y-o2X-sE&feature=emb_title
Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, αλλά αποπνέει την αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, ενώ η στάση του είναι αντιηρωική και αντιδανική. Γνήσιος εκπρόσωπος του νεοσυμβολισμού, αποκαρδιωμένος ψυχικά καταφεύγει στη σαρκαστική καταγραφή των μύχιών του, όμως η λύτρωση καταλήγει σε αδιέξοδο. Κυριαρχείται από τη ματαιότητα και τον πεσιμισμό. Ανήμπορος να κερδίσει τη ζωή, πικραμένος από την αρνητική κριτική και απογοητευμένος από την κοινωνία, καταλήγει μισάνθρωπος και σατιρικός.
Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά, ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.