Flash by night: Γιώργος Μαργαρίτης διότι παίζουμε για τη φανέλα
Flash – By night: Στα πλαίσια συμβουλών της αυτο-προστασίας που κυκλοφόρησαν, αυτή την περίοδο που βαδίζουμε σε αγεωγράφητους δρόμους, είναι να μην διαβάζουμε ειδήσεις πριν πάμε για ύπνο. Σήμερα ως πρώτο κεντρικό μεταμεσονύχτιο θέμα, επιλέγουμε μερικά τραγούδια του Γιώργου Μαργαρίτη. Εσείς αναζητήστε τα υπόλοιπα και περάστε καλά μαζί του.
Γεννήθηκε στο χωριό Πετρωτό Τρικάλων. Με μικρασιατική καταγωγή από την μεριά του πατέρα του, καθώς ο παππούς Κώστας Μαργαρίτης ήταν από την ευρύτερη περιοχή της Σμύρνης. Παιδί φτωχής οικογένειας και έζησε δύσκολα παιδικά χρόνια με πολλές στερήσεις.
«Δεν θέλω να θυμάμαι τα σκληρά. Εκείνα τα χρόνια ήρθα δεκαπέντε χρονών στην Αθήνα κι έφυγα μετά από τον Άγιο Αρτέμιο να πάω φαντάρος, μπορώ να σου πω ότι η μισή Ελλάδα δεν βρισκόταν οικονομικά καλά. Και δεν είχε και δουλειά. Και είναι άτιμο πράγμα η ανεργία, την έζησα στο πετσί μου. Αυτά όλα με βοήθησαν να έρθω στο επίπεδο που βρίσκομαι σήμερα, πιστεύω ότι κάτι έχω προσφέρει κι εγώ στην πατρίδα μου και τους συνανθρώπους μου. Αλήθεια, δεν θέλω να τα θυμάμαι....
Παίζουμε για τη φανέλα
Ήταν ένα φτωχόπαιδο σε ένα ραφείο και κάποια στιγμή που είχα μαζέψει κάποια λεφτούδια από την οικοδομή, με έστειλε να πάρω λίγο ύφασμα για να μου ράψει κοστούμι. Είχα πάει στην Αιόλου, αλλά δεν έφταναν τα χρήματα και για σακάκι και πήρα για παντελόνι μόνο. Στο χρώμα του σάπιου μήλου. Πριν φύγω μου λέει ο υπάλληλος «περίμενε να φύγει το αφεντικό» και μου έδωσε λίγο ακόμα ύφασμα στη ζούλα για να ράψω κι ένα γιλέκο. Σακάκι όμως δεν είχα. Έβγαινα ένα χειμώνα μέσα στο κρύο με ένα παντελόνι κι ένα γιλέκο. Κι από κάτω άκουγα «το παιδί αυτό δεν έχει σακάκι;». «Θα πάρω και σακάκι» τους απαντούσα εγώ την ώρα που τραγουδούσα. Με πίστευαν οι φίλοι μου, μοιράζονταν τα χρήματα μαζί μου που έβγαζαν κάνοντας δουλειές με τρίκυκλα και ρίχνοντας τον παπά. Όταν ήρθε η ώρα μου, κάτι έκανα κι εγώ για αυτούς. (πηγή: Athens voice)
[πηγή φωτό: AthensVoice]
Στα 13 του χρόνια συναντά τον Τσιτσάνη κι αυτός τον παρότρυνε να κατέβει αργότερα στην Αθήνα να τον βρει, όπως και έκανε στα 15 του. Επαγγελματικά με το τραγούδι ασχολήθηκε όταν απολύθηκε από την στρατιωτική του θητεία, στα τέλη της δεκαετίας του 60΄ με αρχές του 70΄, τραγουδώντας σε διάφορα νυχτερινά κέντρα και αποκτώντας γνώση και εμπειρίες. Στην δισκογραφία μπήκε το 1981 με τον δίσκο «Εσύ μιλάς στην καρδιά μου», ο οποίος γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έγινε χρυσός.
«Τα πρώτα τραγούδια με τα οποία ξεκίνησα ήταν προσεγμένα, τίμια λαϊκά τραγούδια της εποχής, ρεμπέτικα και κυκλοφορίες εκείνης της περιόδου. Τα πιο αληθινά λαϊκά. Αυτό το ρεπερτόριο που μάθαινα στα πρώτα μου βήματα δεν παιζόταν παντού. Μου ταίριαζε περισσότερο να τραγουδώ σε χώρους όπου πήγαιναν οικογένειες και δεν ήταν άλλοι από τις ταβέρνες. Εκεί είχε μικρά παιδιά, τα οποία βιώναν το λαϊκό και το ρεμπέτικο. Πού και πού έπεφτε και καμιά παρέα αλανιάρηδες. Χρειάζονται τα αλάνια, πώς θα ξεχωρίζουμε τους άλλους; Τα αλάνια ήθελαν να χορεύουν μόνα τους.
Στο κελί 33
Εμένα με έφτιαχνε αυτό αλλά δεν τους έκανα όλα τα χατίρια. Αυτό δεν μπορούσα να το αντέξω πολύ. Να τραγουδάς εσύ, ο άλλος να χορεύει μόνος του και να κάθονται 200 άτομα να σε βλέπουν. Και ξεκινούσα κι έλεγα διαφορετικά, κάνα μπολεράκι, κάνα απαλό, οπότε έτσι κι αυτοί αποχωρούσαν ικανοποιημένοι κι εμείς λέγαμε και τα μεγαλομαγκίστικα. Κι έτσι τα αλάνια έπαιρναν δρόμο και με χαιρετούσαν με υπόκλιση και νόημα. Μετά λέγαμε κι εμείς κάνα αλανιάρικο για να το χορέψουν όλοι μαζί όμως. Ήμουν τέτοιος. Το τι είναι λαϊκό τραγούδι είναι μάθημα για μεγάλη ανάλυση».
Μέχρι σήμερα έχει ηχογραφήσει πάνω από 20 προσωπικούς δίσκους και έχει συνεργαστεί με μεγάλους συνθέτες και στιχουργούς του κλασικού λαϊκού και όχι μόνο. Θεωρείται από τους κορυφαίους λαϊκούς τραγουδιστές της γενιάς του και από τους κύριους εκπρόσωπους της θεσσαλικής σχολής.
Ακόμα δεν καταλαβαίνω τι θα πει φίρμα. «Φίρμα» ήξερα εγώ το εργοστάσιο. Να είσαι ξακουστός, έχει σημασία.
Αυτός που ήρθε περισσότερες φορές και με άκουσε ήταν ο Διονυσίου, στο «Λίντο» και στο «Σεραφίνο». Μου είπε μια κουβέντα που δεν την ξέχασα ποτέ. Στο τηλέφωνο. Ήταν στη Νέα Υόρκη, ήμουν στο Σικάγο. Μου λέει «μαγκάκο, έχεις επιτυχία μεγάλη. Να ξέρεις, στη ζωή σου θα έχεις επιτυχίες, θα έχεις κι αποτυχίες». Δεν πάει στα βουνά η αποτυχία, έρχεται και στους ανθρώπους.
Δια ταύτα
Ο Αγγελόπουλος και τι δεν έκανε για μένα. Πρώτη φορά που με άκουσε στο κέντρο «Αθήνα» μου πήρε το μικρόφωνο από τα χέρια, φόρτωσε όλους τους σερβιτόρους με ένα κασόνι σαμπάνιες και έδωσε σήμα στον φωτογράφο να ’ναι έτοιμος. Ήρθε στην πίστα, μόλις τον είδα, σταμάτησα την ορχήστρα γιατί βραχυκύκλωσα και είπε «Γιώργο, σκίσ’ τους, είναι μυζήθρες όλοι τους». Χρόνια μετά, πήγαμε με τον Γαβαλά να τον ακούσουμε στα «Ξημερώματα» και κατέβηκε ο Μανώλης στο τραπέζι μας, όταν τελείωσε το πρόγραμμά του, και λέει στον Πάνο «αυτός είναι δικός μας». Λέει ο Πάνος στον Μανώλη «εσύ τον γνώρισες τώρα, εγώ τον ξέρω δέκα χρόνια».
Στον κόμβο Κηφισιάς (με τη συμμετοχή της Ελένης Ράντου)
Ο Μενιδιάτης, ο Περπινιάδης, που ανήκουν στους μεγάλους τραγουδιστές, όλοι μού έδωσαν αγάπη. Και κάναμε παρέα με όλους. Τα λέγαμε, τα πίναμε, τα τρώγαμε. Στο ξεκίνημά μου, ήρθε ο Φίλιππος Νικολάου μαζί με τη Δούκισσα. Το κοστούμι που φορούσα εκείνο το βράδυ δεν του άρεσε. Και μου είπε «πάμε αύριο να ψωνίσουμε ρούχα». Αλλά ο τζόγος έκανε κι εδώ τη δουλειά του. Τον έστησα, δεν πήγα ποτέ, δηλαδή, κι ο Φίλιππος ακόμα περιμένει. Θα τον ευχαριστώ για πάντα.
Γνωστός για την ευαισθησία του ο Μαργαρίτης σε θέματα που αφορούν «αποκλεισμένες» κοινωνικές ομάδες, έχει τραγουδήσει στις φυλακές, έχει μιλήσει για τους πρόσφυγες και έχει αποδεχτεί τους ομοφυλόφιλους. Διότι είναι μάγκας original.