Μάτι: Εκεί που ο χρόνος σταμάτησε στις 23 Ιουλίου - Επτά χρόνια από την ανείπωτη «πύρινη» τραγωδία
Η τραγωδία στο Μάτι αναδείχθηκε ως μία από τις πιο πολύνεκρες δασικές πυρκαγιές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, βυθίζοντας τη χώρα σε εθνικό πένθος.

Στις 23 Ιουλίου 2018, ένα ζεστό απόγευμα με θερμοκρασίες που άγγιζαν τους 39-40°C και σφοδρούς ανέμους, ξέσπασε πυρκαγιά σε δασική περιοχή κοντά στον Νταού Πεντέλης, βόρεια της Ραφήνας. Η φωτιά ξεκίνησε περίπου στις 16:41 και αρχικά κινούνταν αργά προς τον Διόνυσο, χωρίς να σημάνει άμεσα συναγερμό.
Ωστόσο, γύρω στις 17:15-17:30, οι άνεμοι εντάθηκαν απότομα φτάνοντας ριπές έως 124 χλμ/ώρα (12 μποφόρ) – μια ασυνήθιστα ακραία ένταση – και άλλαξαν κατεύθυνση προς τα ανατολικά.
Οι θυελλώδεις δυτικοί άνεμοι, σε συνδυασμό με την ξηρασία και το μικροκλίμα της περιοχής, έσπρωξαν τη φωτιά με ασύλληπτη ταχύτητα προς τους οικισμούς. Μέσα σε λίγα λεπτά οι φλόγες πέρασαν τη Μονή Παντοκράτορος και κατηφόρισαν προς κατοικημένες περιοχές: πρώτα στον Νέο Βουτζά και το Κόκκινο Λιμανάκι, και σύντομα έφτασαν στον παραθαλάσσιο οικισμό Μάτι.
Γύρω στις 18:15, μόλις δύο ώρες από την έναρξη, η φωτιά είχε ήδη αγγίξει τη θάλασσα, εγκλωβίζοντας στο πέρασμά της κατοίκους και παραθεριστές.
Η εξάπλωση υπήρξε αστραπιαία και φονική. Πολλοί κάτοικοι δεν πρόλαβαν καν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Οι στενοί δρόμοι του οικισμού γέμισαν με πανικόβλητους οδηγούς, αλλά το κυκλοφοριακό χάος τούς παγίδευσε. Άλλοι προσπάθησαν να διαφύγουν πεζή προς την ακτή, όμως περικυκλώθηκαν από τις φλόγες. Δεκάδες άνθρωποι κάηκαν στις αυλές και τα οχήματά τους, ανήμποροι να διαφύγουν. Σε ένα οικόπεδο κοντά στη θάλασσα βρέθηκαν αγκαλιασμένοι 26 νεκροί, που δεν μπόρεσαν να βρουν διέξοδο προς το νερό και παγιδεύτηκαν από τη φωτιά.
Ακόμα και όσοι έφτασαν στο νερό δεν ήταν όλοι ασφαλείς: τουλάχιστον 9 άνθρωποι πνίγηκαν στη θάλασσα προσπαθώντας να σωθούν κολυμπώντας, ενώ μια 13χρονη κοπέλα σκοτώθηκε πέφτοντας από έναν βράχο στην ακτή μέσα στον πανικό.

Οι εικόνες καταστροφής στο Μάτι ήταν αποκαλυπτικές: καμένα σπίτια, διαλυμένα αυτοκίνητα και ένα μαύρο τοπίο όπου άλλοτε υπήρχε πευκοδάσος. Η πυρκαγιά αποτεφρωσε ολοσχερώς το Μάτι και τις γύρω περιοχές – πάνω από 1.500 κτήρια υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν ολοσχερώς και εκατοντάδες οχήματα έγιναν κουφάρια.
Ο απολογισμός σε ανθρώπινες ζωές ήταν τραγικός. Συνολικά έχασαν τη ζωή τους πάνω από 100 άνθρωποι – οι επίσημες αναφορές κάνουν λόγο για 103-104 νεκρούς, από βρέφη έως υπερήλικες.
Ανάμεσά τους βρίσκονταν και ξένοι επισκέπτες (δύο Πολωνοί, ένας Ιρλανδός, ένας Βέλγος, ένας Γεωργιανός), καθώς και γνωστά πρόσωπα όπως η ηθοποιός Χρύσα Σπηλιώτη με τον σύζυγό της. Δεκάδες τραυματίες υπέστησαν εγκαύματα – πάνω από 180 άνθρωποι νοσηλεύτηκαν, πολλοί σε κρίσιμη κατάσταση, και τουλάχιστον 15 από αυτούς υπέκυψαν τους επόμενους μήνες.

Η τραγωδία στο Μάτι αναδείχθηκε ως μία από τις πιο πολύνεκρες δασικές πυρκαγιές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, βυθίζοντας τη χώρα σε εθνικό πένθος.
Κρατικές ευθύνες και αντιδράσεις
Η πρωτοφανής καταστροφή έφερε στο προσκήνιο σοβαρά ερωτήματα για τις αιτίες αλλά και για τις ευθύνες των αρμοδίων αρχών. Αμέσως μετά τη φωτιά, κυβερνητικοί αξιωματούχοι υπαινίχθηκαν ότι ο εμπρησμός ίσως ήταν η κύρια αιτία, παρουσιάζοντας μάλιστα δορυφορικές εικόνες που έδειχναν πολλαπλές ταυτόχρονες εστίες σε Κινέτα και Ανατολική Αττική.

Ωστόσο, οι τελικές πραγματογνωμοσύνες της Πυροσβεστικής και της αστυνομίας κατέληξαν ότι η φωτιά στο Μάτι ξεκίνησε από αμέλεια – συγκεκριμένα από έναν 65χρονο κάτοικο που έκαιγε ξέρα χόρτα στο Νταού Πεντέλης.
Η ανθρώπινη αμέλεια, συνδυασμένη με τις ακραίες καιρικές συνθήκες, υπήρξε ο πυροδοτικός μηχανισμός της τραγωδίας. Πέρα από την αρχική αιτία, γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι μια αλυσίδα εγκληματικών λαθών και παραλείψεων των αρχών μεγέθυνε την καταστροφή. Έκθεση ειδικού πραγματογνώμονα – 78 σελίδων – που κατατέθηκε λίγες εβδομάδες μετά, καταλογίζει σοβαρές ευθύνες σε όλες τις βαθμίδες του κρατικού μηχανισμού.
Σύμφωνα με το πόρισμα αυτό, ο μηχανισμός Πολιτικής Προστασίας δεν λειτούργησε όπως προβλέπει ο νόμος σε κανένα στάδιο: ούτε στην πρόληψη, ούτε στην αντιμετώπιση, ούτε στη διαχείριση της κρίσης.

Υπήρξε έλλειμμα συντονισμού, επικοινωνίας και συνεργασίας ανάμεσα στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες – την Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας, το Πυροσβεστικό Σώμα, την Ελληνική Αστυνομία, την Περιφέρεια και τους Δήμους.
Με απλά λόγια, το κράτος δεν ήταν έτοιμο ούτε οργανωμένο να αντιμετωπίσει μια τόσο κρίσιμη κατάσταση. Στα πορίσματα και τις μαρτυρίες που ακολούθησαν, αναδείχθηκαν συγκεκριμένα λάθη: Δεν υπήρξε καμία έγκαιρη εντολή οργανωμένης εκκένωσης των κατοίκων, παρότι οι αρμόδιοι έβλεπαν ότι η φωτιά πλησίαζε σε κατοικημένη περιοχή με τρομακτική ταχύτητα.

Το περίφημο ευρωπαϊκό νούμερο έκτακτης ανάγκης 112 – που μπορεί να στέλνει μαζικά SMS προειδοποίησης – δεν χρησιμοποιήθηκε, καθώς δεν είχε τεθεί σε πλήρη λειτουργία μέχρι τότε (εκκρεμούσε από το 2003!). Επίσης, το ηλεκτρονικό σύστημα πρόγνωσης και σχεδιασμού εκκένωσης «Evita» παρέμενε ανενεργό.
Οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής υποτίμησαν αρχικά το περιστατικό: σύμφωνα με τον Σύλλογο Συγγενών Θυμάτων, πέρασαν περίπου 30 κρίσιμα λεπτά από την έναρξη μέχρι να σημάνει συναγερμός (16:20 η έναρξη, 16:51 η επίσημη αναγγελία), διάστημα στο οποίο δεν κινητοποιήθηκαν επίγειες ή εναέριες δυνάμεις έγκαιρα. Μάλιστα, εκείνη την ημέρα πολλά πυροσβεστικά μέσα είχαν διατεθεί στην άλλη μεγάλη φωτιά που έκαιγε στα Γεράνεια Όρη (Κινέτα) νωρίτερα, αφήνοντας την Ανατολική Αττική «γυμνή» από εναέρια και επίγεια πυροπροστασία.

Δεν πραγματοποιήθηκε καμία προληπτική περιπολία από αέρος, ώστε να εντοπιστεί έγκαιρα η νέα εστία. Επικεφαλής αξιωματικοί της Πυροσβεστικής έφτασαν καθυστερημένα και χωρίς σαφή εικόνα, ενώ δεν υπήρχε επικοινωνία μεταξύ του Συντονιστικού Κέντρου (ΕΣΚΕ) και των δυνάμεων στο πεδίο. Οι πολίτες στην περιοχή δεν ενημερώθηκαν ποτέ επίσημα για τον κίνδυνο – πολλοί έμαθαν για τη φωτιά όταν ήδη τους είχε κυκλώσει, παρά τα απεγνωσμένα τηλεφωνήματα που έκαναν από νωρίς στο 199 (ΕΣΚΕ) προειδοποιώντας ότι «καιγόμαστε».
Καθοριστικά λάθη σημειώθηκαν και στην κυκλοφοριακή διαχείριση από την αστυνομία. Αντί η τροχαία να κρατήσει ανοιχτή την έξοδο διαφυγής προς τη Λεωφόρο Μαραθώνος, έδωσε εντολή στις 18:13 να διακοπεί η κυκλοφορία κοντά στη διασταύρωση της Ραφήνας, με αποτέλεσμα όλα τα διερχόμενα αυτοκίνητα να εκτραπούν μέσα στο Μάτι.
Λίγα λεπτά μετά, γύρω στις 18:18-18:40, η φωτιά σάρωνε ήδη τον οικισμό, εγκλωβίζοντας εκατοντάδες οχήματα στα στενά. Ο τότε Αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντίνος Τσουβάλας υπερασπίστηκε αυτή την επιλογή, ισχυριζόμενος ότι απέτρεψε έναν μαζικό φρακαρισμένο «φούρνο» στη Μαραθώνος με 500-1000 καμένα αυτοκίνητα.

Η τραγική ειρωνεία είναι πως αντί γι’ αυτό, είδαμε δεκάδες καμένους δρόμους μέσα στο Μάτι γεμάτους απανθρακωμένα οχήματα και ανθρώπους. Παρ’ όλ’ αυτά, καμία ευθύνη δεν αποδόθηκε τότε στην αστυνομία – επισήμως χαρακτηρίστηκε ότι η επέμβαση της τροχαίας ήταν «απολύτως καθοριστική για τη ζωή των συνανθρώπων μας», κάτι που οι επιζώντες σαρκαστικά σχολίασαν πως όντως καθόρισε πόσους επιπλέον νεκρούς θα είχαμε.

Επιπλέον, καθυστέρηση καταλογίστηκε και στην ακτοπλοϊκή διάσωση. Εκατοντάδες άνθρωποι που διέφυγαν στη θάλασσα έμειναν επί ώρες αβοήθητοι. Το Λιμενικό Σώμα και άλλα σκάφη των αρχών κινητοποιήθηκαν αργοπορημένα, και μάλιστα σύμφωνα με καταγγελίες το Λιμεναρχείο Ραφήνας δεν αντιλήφθηκε την κόλαση φωτιάς πίσω του παρά μόνο όταν ειδοποιήθηκε από τρίτους (ενδεικτικά, από ξένες πρεσβείες για τους αγνοούμενους τουρίστες). Τελικά, ιδιώτες ψαράδες και σκάφη πρώτοι έσπευσαν να περισυλλέξουν πυρόπληκτους μέσα από το νερό.

Ακόμη και ένα οχηματαγωγό πλοίο της γραμμής συνέβαλε στις διασώσεις, αν και συνέβη τραγωδία όταν μια σωστική λέμβος του ανετράπη και πνίγηκαν δέκα άνθρωποι. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, ευθύς μετά την καταστροφή, ανέλαβε πολιτική ευθύνη και απέδωσε μέρος των προβλημάτων στην άναρχη δόμηση της περιοχής. Το Μάτι ήταν ένας οικισμός χτισμένος χωρίς κεντρικό πολεοδομικό σχέδιο – δεκάδες σπίτια είχαν ανεγερθεί αυθαίρετα μέσα σε πευκοδάσος, κλείνοντας διόδους προς την παραλία και δημιουργώντας έναν λαβύρινθο από στενά χωρίς διέξοδο. Πράγματι, καταγραφές του Τεχνικού Επιμελητηρίου έδειξαν 327 δηλωμένα αυθαίρετα κτίσματα στο Μάτι (πολλά χωρίς άδεια, εκτός σχεδίου, σε δασικές εκτάσεις ή ρέματα), αριθμός υπερδιπλάσιος του μέσου όρου πανελλαδικά.

Αυτή η πολεοδομική αυθαιρεσία θεωρήθηκε ότι εμπόδισε καθοριστικά την εκκένωση, καθώς δεν υπήρχαν ανοιχτοί δρόμοι διαφυγής προς τη θάλασσα. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης και η αντιπολίτευση άσκησαν δριμεία κριτική στην κυβέρνηση, χαρακτηρίζοντας την τραγωδία ως αποτέλεσμα κρατικής ανεπάρκειας και όχι μόνο της αυθαίρετης δόμησης.
Επεσήμαναν ότι υπήρχε έγκαιρη προειδοποίηση για τις ακραίες καιρικές συνθήκες και πως θα έπρεπε να είχαν ληφθεί προληπτικά μέτρα (καθαρισμοί, απαγόρευση πρόσβασης σε δάση, επιφυλακή υπηρεσιών). Επίσης, έθιξαν τη μη αξιοποίηση σύγχρονων εργαλείων πολιτικής προστασίας: ούτε τα συστήματα μαζικής ειδοποίησης (112) ενεργοποιήθηκαν, ούτε τα διαθέσιμα λογισμικά σχεδιασμού εκκένωσης (όπως το “Evita”) που θα μπορούσαν να έχουν χαράξει ασφαλείς οδούς διαφυγής.
Σε γενικές γραμμές, η τραγωδία θεωρήθηκε ότι ανέδειξε χρόνιες παθογένειες: έλλειψη σχεδιασμού, ασυνεννοησία υπηρεσιών και έναν κρατικό μηχανισμό που βρέθηκε απροετοίμαστος και ασύντακτος μπροστά στη φωτιά. Το σοκ της καταστροφής προκάλεσε και ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις. Η χώρα συγκλονίστηκε από το μέγεθος της τραγωδίας και υπήρξε γενική απαίτηση για απόδοση ευθυνών.
Ο τότε αναπληρωτής υπουργός Προστασίας του Πολίτη, Νίκος Τόσκας, καθώς και οι αρχηγοί της αστυνομίας και της πυροσβεστικής, δέχθηκαν σφοδρή κριτική και λίγες ημέρες αργότερα υπέβαλαν παραιτήσεις ή απομακρύνθηκαν από τις θέσεις τους. Παράλληλα, σε κοινωνικό επίπεδο εκδηλώθηκε ένα πρωτοφανές κύμα αλληλεγγύης: χιλιάδες εθελοντές προσέφεραν βοήθεια στους πληγέντες και στις προσπάθειες ανακούφισης, συγκεντρώνοντας τρόφιμα, ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης
Στο Μάτι ανεγέρθηκαν μνημεία στη μνήμη των θυμάτων και κάθε επέτειο πραγματοποιούνται επιμνημόσυνες τελετές.

Το τραύμα όμως στην τοπική κοινωνία παραμένει βαθύ, με τους κατοίκους να προσπαθούν να ξαναχτίσουν τις ζωές τους πάνω στις στάχτες και με το αίσθημα ότι “να καούμε ζωντανοί δεν πρέπει ποτέ ξανά να συμβεί σε κανέναν”.
Η δικαστική εξέλιξη της υπόθεσης (2018–2025)
Η αναζήτηση δικαιοσύνης για το Μάτι υπήρξε μια μακρά και επίπονη διαδικασία, που ολοκληρώθηκε – σε πρώτο βαθμό – σχεδόν έξι χρόνια μετά. Τον Μάρτιο του 2019, ύστερα από πολύμηνη εισαγγελική έρευνα, ασκήθηκαν ποινικές διώξεις σε συνολικά 27 πρόσωπα για την τραγωδία.
Ανάμεσα στους διωκόμενους ήταν υψηλόβαθμα στελέχη των σωμάτων ασφαλείας και της αυτοδιοίκησης: ο τότε αρχηγός της Πυροσβεστικής Σωτήρης Τερζούδης, ο υπαρχηγός Βασίλης Ματθαιόπουλος, ο επικεφαλής του Συντονιστικού Κέντρου (ΕΣΚΕ) Ιωάννης Φωστιέρης, ο διοικητής Πυροσβεστικών Υπηρεσιών Αθηνών Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, ο διοικητής Ανατολικής Αττικής Χαράλαμπος Χιώνης, ο τότε γενικός γραμματέας Πολιτικής Προστασίας Ιωάννης Καπάκης, η περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου, καθώς και οι δήμαρχοι Μαραθώνα Ηλίας Ψινάκης και Ραφήνας-Πικερμίου Ευάγγελος Μπουρνούς, μεταξύ άλλων.

Δίωξη ασκήθηκε και στον 60χρονο κάτοικο από τον οποίο ξεκίνησε η αρχική φωτιά (για εμπρησμό εξ αμελείας).
Τα αδικήματα που αποδόθηκαν ήταν ανθρωποκτονία από αμέλεια κατά συρροή και σωματική βλάβη από αμέλεια κατά συρροή, όλα σε βαθμό πλημμελήματος (καθώς το νομικό πλαίσιο δεν επέτρεψε την κατηγορία κακουργήματος). Η κυρίως δίκη ξεκίνησε τελικά τον Σεπτέμβριο του 2022, ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου της Αθήνας.
Στο εδώλιο κάθισαν 21 κατηγορούμενοι (μερικοί από τους αρχικά 27 είχαν στο μεταξύ απαλλαγεί ή αποβιώσει). Οι ακροαματικές συνεδριάσεις ήταν μαραθώνιες, με περισσότερους από 150 μάρτυρες να καταθέτουν.
Συγκλονιστικές μαρτυρίες επιζώντων και πυροσβεστών ξεδιπλώθηκαν, περιγράφοντας λεπτό προς λεπτό πώς η συνδυασμένη ολιγωρία πολλών αρμοδίων οδήγησε στο φρικτό αποτέλεσμα. Μετά από 18 μήνες διαδικασίας, τον Απρίλιο του 2024 εκδόθηκε η απόφαση σε πρώτο βαθμό. Το δικαστήριο έκρινε ένοχους 6 από τους 21 κατηγορούμενους και ομόφωνα αθώους τους υπόλοιπους 15.

Συγκεκριμένα, καταδικάστηκαν για ανθρωποκτονία και σωματικές βλάβες εξ αμελείας οι πέντε προαναφερθέντες αξιωματικοί της Πυροσβεστικής (Τερζούδης, Ματθαιόπουλος, Φωστιέρης, Παναγιωτόπουλος, Χιώνης) καθώς και ο κάτοικός του Νταού Πεντέλης Κωνσταντίνος Αγγελόπουλος που προξένησε την πυρκαγιά. Αντιθέτως, όλοι οι αυτοδιοικηητικοί παράγοντες – συμπεριλαμβανομένων της Ρένας Δούρου, του Ηλία Ψινάκη και του Ευάγγελου Μπουρνούς – απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία, αφού το δικαστήριο δέχθηκε ότι δεν είχαν ποινικά αξιόλογη ευθύνη στις συνθήκες της φωτιάς.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στους έξι ενόχους ήταν πολύχρονης φυλάκισης: στους τέσσερις υψηλόβαθμους της Πυροσβεστικής (Τερζούδη, Φωστιέρη, Παναγιωτόπουλο, Χιώνη) επιμετρήθηκαν ποινές κάθειρξης 111 ετών έκαστος (συνολικά – κατ’ άθροιση – για 102 ανθρωποκτονίες και 32 τραυματισμούς), ενώ στον υπαρχηγό Ματθαιόπουλο 15 έτη για τους θανάτους δια θαλάσσης και στον Αγγελόπουλο 3 έτη για τον εμπρησμό εξ αμελείας.
Ωστόσο, βάσει νόμου, εκτιτέα ποινή (δηλαδή πραγματικός χρόνος φυλάκισης) ορίστηκε μόνον τα 5 έτη για τον καθένα, ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού ετών.

Επιπλέον, το δικαστήριο έδωσε τη δυνατότητα μετατροπής των ποινών σε χρηματικές: οι πέντε αξιωματούχοι μπορούσαν να εξαγοράσουν την 5ετή φυλάκιση προς 10 ευρώ την ημέρα – περίπου 40.000 ευρώ ο καθένας – αντί να οδηγηθούν στη φυλακή.
Στους τέσσερις από αυτούς (πλην Ματθαιόπουλου) αναγνωρίστηκε και ελαφρυντικό προτέρου έντιμου βίου, μειώνοντας τυπικά τις ποινές.
Ουσιαστικά λοιπόν, κανείς από τους ενόχους δεν θα φυλακιζόταν άμεσα για τον θάνατο 104 ανθρώπων. Η απόφαση αυτή προκάλεσε έκρηξη οργής και αγανάκτησης στις οικογένειες των θυμάτων. Μέσα στη δικαστική αίθουσα επικράτησε ένταση: συγγενείς ξέσπασαν σε λυγμούς και φωνές, καταφερόμενοι τόσο εναντίον των καταδικασθέντων όσο και του δικαστικού πάνελ. Κάποιοι φώναζαν «Ντροπή!» προς τους δικαστές, ενώ ακούστηκε και η κραυγή «Σήμερα μας ξανακάψατε!» – ένδειξη ότι ένιωσαν προδομένοι από την Πολιτεία για δεύτερη φορά.
«Καίγονταν επί 2,5 ώρες οι άνθρωποί μας... Δεν μπορεί να είναι πλημμέλημα αυτό», διαμαρτύρονταν πολλοί, θεωρώντας εξωφρενικό το ότι η υπόθεση αντιμετωπίστηκε ως πλημμέλημα και όχι ως κακούργημα.
Η έντονη αυτή δυσαρέσκεια αντικατοπτρίστηκε και στην κοινωνία, με τα μέσα ενημέρωσης να κάνουν λόγο για «ποινές-χάδι» και «εμπαιγμό των θυμάτων». Μετά την καταδίκη, οι δικηγόροι των θυμάτων ανακοίνωσαν ότι θα επιδιώξουν τη δικαίωση σε επόμενο βαθμό. Πράγματι, η Εισαγγελία Εφετών της Αθήνας κινήθηκε αυτεπαγγέλτως και άσκησε έφεση τόσο ως προς το σκέλος των ποινών όσο και ως προς τις αθωώσεις.
Η εισαγγελέας έκρινε ότι οι ποινές ήταν εξαιρετικά επιεικείς – χαρακτηριστικά, από τα ονομαστικά 111 χρόνια φυλάκισης για κάθε υψηλόβαθμο, κατέληξαν ουσιαστικά σε 5 έτη εξαγοράσιμα.

Επίσης, θεώρησε αδικαιολόγητη την αναγνώριση ελαφρυντικών στους περισσότερους καταδικασθέντες. Παράλληλα, ζητήθηκε να εξεταστεί εκ νέου και η αθώωση των 15 λοιπών κατηγορουμένων, με το σκεπτικό ότι τυχόν παραλείψεις τους δεν έπρεπε να μείνουν ατιμώρητες δεδομένης της έκτασης της τραγωδίας.Στόχος, όπως αναφέρθηκε, ήταν «η απόδοση δικαιοσύνης και η αναγνώριση της σοβαρότητας της τραγωδίας».
Η δίκη σε δεύτερο βαθμό ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο 2025, γράφοντας τον τελικό δικαστικό επίλογο. Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων, με την απόφασή του, επικύρωσε την ενοχή των έξι αρχικά καταδικασθέντων και καταδίκασε επιπλέον τέσσερις από τους αρχικώς αθωωθέντες, ανεβάζοντας τον αριθμό των ενόχων σε δέκα. Μεταξύ αυτών που κρίθηκαν ένοχοι σε δεύτερο βαθμό συμπεριλήφθηκε και ο πρώην γ.γ. Πολιτικής Προστασίας Ιωάννης Καπάκης, καθώς και κάποια ακόμη μεσαία στελέχη της Πυροσβεστικής που στην πρώτη δίκη είχαν απαλλαχθεί. Οι νέες ποινές που επιβλήθηκαν, κατά συγχώνευση, έφταναν αθροιστικά μέχρι 240 έτη φυλάκισης για τους κορυφαίους υπεύθυνους (Τερζούδη, Ματθαιόπουλο, Φωστιέρη, Καπάκη) και έως 138 έτη για άλλους εμπλεκόμενους αξιωματικούς.

Βεβαίως, όπως ορίζει ο νόμος για τα πλημμελήματα, εκτιτέα παραμένουν και πάλι τα 5 έτη κατά ανώτατο όριο. Αυτή τη φορά, όμως, το Εφετείο υιοθέτησε σκληρότερη στάση ως προς την έκτιση: αποφάσισε ότι τέσσερις από τους καταδικασθέντες θα πρέπει να οδηγηθούν στη φυλακή άμεσα, χωρίς δυνατότητα εξαγοράς ή αναστολής της ποινής. Συγκεκριμένα, διέταξε την άμεση φυλάκιση των: Σωτήρη Τερζούδη, Βασίλη Ματθαιόπουλου, Ιωάννη Φωστιέρη και Ιωάννη Καπάκη.

Η εισαγγελέας πρότεινε – και το δικαστήριο δέχτηκε – ότι οι 4 αυτοί δεν έδειξαν καμία μεταμέλεια ούτε ανέλαβαν ποτέ το παραμικρό μερίδιο ευθύνης, ενώ λόγω των θέσεών τους θα έπρεπε να είχαν προστατεύσει τους πολίτες. Έκρινε μάλιστα ότι συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος ώστε να μην αφεθούν ξανά ελεύθεροι, θεωρώντας τους ακόμα και “υπόπτους τέλεσης νέων αδικημάτων” εάν παρέμεναν εκτός φυλακής. Έτσι, σχεδόν 7 χρόνια μετά τη μαύρη εκείνη μέρα, όσοι κρίθηκαν βασικοί υπαίτιοι της τραγωδίας οδηγήθηκαν – έστω και αργά – πίσω από τα κάγκελα. Η απόφαση του Εφετείου έφερε μια σχετική αίσθηση δικαίωσης σε ορισμένους από τους συγγενείς, καθώς οι πιο υπεύθυνοι θα εκτίσουν ποινή φυλάκισης.
Ωστόσο, η πικρία παραμένει έντονη. Οι οικογένειες των θυμάτων τόνισαν ότι κανένα δικαστήριο και καμία ποινή – όσο αυστηρή ή επιεικής – δεν μπορεί να αντισταθμίσει τον χαμό των ανθρώπων τους. Εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το Μάτι ήταν ένα έγκλημα που μπορούσε να αποφευχθεί, αν οι κρατικοί μηχανισμοί είχαν λειτουργήσει σωστά. Παρά την τελική ετυμηγορία, πολλοί νιώθουν πως η πληγή δεν έχει κλείσει: «Χάθηκαν 104 ψυχές χωρίς λόγο. Το λιγότερο που θέλουμε είναι να μην ξανασυμβεί ποτέ κάτι τέτοιο», δήλωσε ένας εκπρόσωπος των συγγενών. Η τραγωδία στο Μάτι έχει χαραχθεί ανεξίτηλα στη συλλογική μνήμη, ως υπόμνηση ότι η απώλεια τόσων ζωών βαρύνει όλους με την ευθύνη να μην επιτρέψουμε παρόμοια τραγωδία στο μέλλον.

