Να σταμάταγε ο χρόνος στο 1986
Ήμουν δεν ήμουν 8 χρονών και μόλις είχε μπει έγχρωμη τηλεόραση στο σπίτι. Θυμάμαι εκείνο το καλοκαίρι ενώ εμείς τα παιδιά χαζεύαμε τα χρώματα κάτω από το σεμεδάκι, τον πατέρα μου να βρίζει, έγχρωμα πια, τη Θάτσερ και τους Άγγλους που εκστράτευσαν χιλιάδες μίλια μακριά από το νησί τους για να συντρίψουν τη φτωχή Αργεντινή στα Φώκλαντ.
Και τι με ένοιαζε εμένα. Οκτώ ήμουν, δεν με ένοιαζε η πολιτική και πολύ. Τη Θάτσερ δεν την συμπαθούσαμε σίγουρα. Κάθε απόγευμα λοιπόν εκείνο το καλοκαίρι κατέβαινα στη γωνία Ρόδου και Φυλής για να ανταλλάξουμε στο μάρμαρο της γωνιακής πολυκατοικίας χαρτάκια Panini ώστε να συμπληρώσουμε το άλμπουμ του Μουντιαλ της Ισπανίας. (Δεν πρέπει να συμπλήρωσα ποτέ κανένα απολύτως πληρες). Το 1982 υποστήριζα τη Δανία και λάτρευα τον Πρέμπεν Έλκιερ. Δεν θυμάμαι γιατί. Μάλλον επειδή φορούσε κόκκινα η Δανία ή κάτι άλλο που μου διαφεύγει. Τότε άκουσα για πρώτη το φορά το όνομα Ντιέγκο Μαραντόνα. Ένας κοντός, στρουμπουλός και με μαλλί αφάνα πιτσιρικάς που το μόνο που θυμάμαι να λένε ήταν για τη μεταγραφή του στην Μπαρτσελόνα.
Στο μοναδικό ματς που τον είδα της Αργεντινής με την Ιταλία σφάδαζε κάθε τρεις και λίγο πεσμένος στο χορτάρι από τις ανελέητες κλωτσιές του Τζεντίλε που τον μάρκαρε. Δεν μου είχε κάνει και ιδιαίτερη εντύπωση. Δεν προλάβαινε και από την πολύ κλωτσιά. Το Μουντιάλ τελείωσε μαζί με το καλοκαίρι. Το σχολείο ξανάρχισε και η επόμενη φορά που άκουσα για τον Ντιέγκο ήταν όταν του έσπασαν το πόδι το Σεπτέμβριο της επόμενης χρονιάς σε ένα ματς με την Ατλέτικο Μπιλμπάο. Και μετά ήρθε η Νάπολι. Ο κατατρεγμένος από την Ισπανία Ντιεγκίτο με τη φανέλα των φτωχών του ιταλικού Νότου. Και τότε άρχισα να τον παρακολουθω κάθε Κυριακή στην αθλητική Κυριακή. Τα ξέρετε. Να μη τα γράφω. Τα χουμε δει τα χουμε ξαναδεί και ευτυχώς που υπάρχει το YouTube για να τα δείχνουμε και στα παιδιά μας που τον συγκρίνουν με τον Μέσι και τον Ρονάλντο. Και επειδή βαριέσαι να τους εξηγείς τους λες μόνο για το Μουντιάλ που κατέκτησε μόνος του.
Η απόλυτη ταύτιση μαζί Του λοιπόν ήρθε το 1986. Ήμουν πια 12 ετών και 4 χρόνια μετά τα Φώκλαντ ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα έπαιρνε την εκδίκηση των Αργεντινών κόντρα στους Άγγλους για εκείνον τον ολιγοήμερο πόλεμο . Έτσι το έβλεπε ο πατέρας μου από αυτά που άκουγα, αλλά εγω και ολόκληρη η γενιά μου εκείνο το καλοκαίρι μαρκαρίστηκε ποδοσφαιρικά όπως παλιά τα γελάδια, με κείνα τα δύο απίθανα γκολ του Ντιέγκο εναντίον των Άγγλων και τελικά την κατάκτηση του παγκοσμίου κυπέλλου στο στάδιο Αζτέκα. Το ένα με το χέρι του Θεού και το άλλο που ντρίμπλαρε και τους έντεκα πριν σκοράρει. Δεν περιγράφονται τα συναισθήματα των εφήβων των λαϊκών οκογενειών όλου του κόσμου για εκείνο το μουντιάλ.
Από τους μη προνομιούχους στην Ελλάδα μέχρι τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους όλης της Γης, όλοι ταυτίστηκαν με τον Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα που ξεφτίλιζε τους αποικιοκράτες. Τον μελαχρινο κοντό που νικούσε τους ψηλούς ξανθούς. Ποίημα!
Επόμενο ραντεβού στο Μουντιάλ του 90. Με την Βόρεια Ιταλία να τον μισεί που της πήρε τα εγχώρια σκήπτρα. Τις εξαρτήσεις να έχουν εισβάλει στη ζωή του σιγά σιγά, και με το αξέχαστο εκείνο το δράμα με τους Ιταλούς φιλάθλους να τον γιουχάρουν και εμένα να θέλω σαν τρελός να επαναλάβει τον άθλο του 86.
Εκείνος όμως και μίλαγε πολύ (πάντα), και έπεσε πάνω στο κατεστημένο της FIFA και την σκληροτράχηλη και πληρέστερη Γερμανία. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το Μουντιάλ της Αμερικής το 1994 η καριέρα του ήταν όλο μεταπτώσεις λόγω των καταχρήσεων.
Για εκείνο το Μουντιάλ τον συνεφέρανε ίσα-ίσα ώστε να παίξει και να συμβάλει στην εμπορική επιτυχία της διοργάνωσης. Και αφού έβαλε ένα από τα τέσσερα γκολ στο πρώτο ματς κόντρα στην Εθνική Ελλάδος πανηγυρίζοντας το, με γυαλισμένο μάτι στην κάμερα, τον πήρε μετά μία νοσοκόμα με το ζόρι από το χέρι να να τον πάει στο απόσπασμα του doping control. Αναμενόμενα θετικό το τεστ. Λες και δεν το ξέρανε. Τον χρησιμοποίησαν για εμπορικούς λόγους, προπώλησαν τα εισιτήρια και μετά από 90 λεπτά τον πέταξαν σαν στιμμένη λεμονόκουπα. Είχε τελειώσει ποδοσφαιρικά. 5 χρόνια μετά θυμάμαι τον εαυτό μου φοιτητή στο Λονδίνο να ψάχνω στο Σόχο μία ρέπλικα βαμβακερή φανέλα της εθνικής Αργεντινής με το 10 στην πλάτη. Εκείνη την ιερή του 1986. Και την βρήκα. Και έγινα πάλι 12 χρονών. Μεγαλώσαμε μαζί όπως καταλαβαίνετε. Και ήταν τεράστια η χαρά μου, σχεδόν δεν το πίστευα, όταν 6 χρόνια μετα από εκείνο το βροχερό μεσημέρι στην Αγγλία, το 2005 ο Σωκράτης Κόκκαλης μετά το Ριβάλντο έφερνε και τον Μαραντόνα στο γήπεδο Καραϊσκάκη για να γραφτεί μέλος στον Θρυλο.
Τι άλλο να ζητήσει ένας φίλαθλος όταν βλέπει το παγκόσμιο αλλά και παιδικό του είδωλο να φορά τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας. Πέρασαν από τότε 15 χρόνια σαν ασανσέρ, σαν σκωτσέζικο ντους για τον Ντιέγκο. Με τον Ντιέγκο. Μία ήταν καλά, καθαρός και ωραίος και δύο ήταν χάλια, παχύσαρκος και παραληρηματικός..
Τα τελευταία χρόνια έχει ηρεμήσει. Τον παρακολουθούσα στο instagram. Φαίνονταν να έχει ισορροπήσει. Και αισθανόμουν ήρεμος για αυτόν όπως για κάποιον μακρινό σου συγγενή ή μια παλιά σου αγαπημένη που δεν συναντάς συχνά και απλά χαίρεσαι που είναι καλά. Μέχρι σήμερα το απόγευμα.
Στην πραγματικότητα ο Ντιεγκίτο από τα χρόνια της Νάπολι και μετά ήταν ένας ασθενής Θεός που πάλευε με τους δαίμονες των εξαρτήσεων. Ένα παιδί που ξεκίνησε από μία παραγκούπολη έξω από το Μπουένος Άιρες και δεν μπόρεσε ποτέ να διαχειριστεί επαρκώς τον πλούτο και τη δόξα. Όπως είχε κάποτε πει στον Θανάση Λάλα εκεί που κλωτσούσε μία πάνινη μπάλα αυτή μεταμορφώθηκε σε ένα βουνό χρυσάφι. "Η αντοχή στη δόξα πρέπει να διδάσκεται στα Πανεπιστήμια" του είχε πει
Η απόλυτη δόξα. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα δεν ήταν απλά ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής που έβγαλε ο πλανήτης Γη. Ήταν ένα ποπ είδωλο. Ένας σούπερ ήρωας που δεν σκέφτηκε η Marvel. "Oh Mamà Mamà Mamà Ho visto Maradona" που τραγουδούν και απόψε πάλι κλαιγοντας μετα από 30 χρόνια οι Ναπολιτάνοι. Ή όπως έγραψε ο σοφός Γκάρι Λίνεκερ για Αυτόν: ...After a blessed but troubled life, hopefully he’ll finally find some comfort in the hands of God.
Ο Θεός στα χέρια του Θεού. Και οι υπόλοιποι εμείς, οι κοινοί θνητοί, μάρτυρες Του για όσο θα υπάρχει ποδόσφαιρο.