Το Ταμείο Ανάκαμψης ως προμνησία (deja vu)

Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Στουρνάρας προχθές κατά την παράδοση της ενδιάμεσης έκθεσης της κεντρικής τράπεζας (2020-21) στον Πρόεδρο της Βουλής Κωνσταντίνο Τασούλα αναφέρθηκε στο Ταμείο Ανάκαμψης ως τη «μεγάλη ευκαιρία» για την ελληνική οικονομία καθώς όπως είπε, θα φέρει στα επόμενα 6-7 χρόνια, 75 δισεκατομμύρια ευρώ. Αφού σημείωσε ότι πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος είπε ότι (με τη συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης) «δεν θεωρώ ανέφικτο» να έχουμε μια δεκαετία με μέσο όρο ανάπτυξης 3,5%.
Αυτή η προσδοκία ως ανάγκη ποιεί μεταξύ όλων των παραγόντων του δημόσιου βίου μία «φιλοτιμία» πολιτικής σταθερότητας παρά τα λάθη και τις παλινωδίες της καθημερινότητας. Το «όραμα» της εισροής κεφαλαίων μετά 12 χρόνια ανομβρίας της ελληνικής οικονομίας λόγω οικονομικής κρίσης και πανδημίας επιβάλλει ακόμη και τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού. Και αν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας μίλησε με αριθμούς, οι ξένοι οίκοι διεισδύουν στο περιεχόμενο του Ταμείου και τις απαιτήσεις του.
Την τελευταία μέρα του Ιουνίου ο οίκος Moody's με αφορμή την έγκριση των σχεδίων ανθεκτικότητας και ανάκαμψης της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας επισήμαινε σε σχετική έκθεσή του ότι ορισμένες εταιρείες που θα εμπλακούν στα έργα ενδέχεται να φορτωθούν χρέη για την ολοκλήρωση πράσινων έργων καθώς αυτά χρηματοδοτούνται εν μέρει μόνο από το Ταμείο Ανάκαμψης με το τελικό πιστωτικό αποτέλεσμα των επενδύσεων να ποικίλλει ανά τομέα.
«Πολλοί τομείς θα επωφεληθούν από τις θετικές οικονομικές επιπτώσεις αυτών των κεφαλαίων τουλάχιστον για τα επόμενα έξι χρόνια], τόνισε η Laura Perez, Αναπληρωτής Διευθύνων Σύμβουλος της Moody's και συγγραφέας της αναφοράς. «Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, αυτά τα κεφάλαια θα αντισταθμίσουν εν μέρει μόνο την επενδυτική προσπάθεια των εταιρειών». Εν ολίγοις θα χρειαστεί και δανεισμός.
Η Moody's αναμένει ότι τέσσερις κατηγορίες δαπανών ενδέχεται να έχουν σημαντική επίδραση σε τομείς και βιομηχανίες. Οι κύριες κατηγορίες περιλαμβάνουν βιώσιμη κινητικότητα, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και πράσινες τεχνολογίες, υδρογόνο και ανακαίνιση κτιρίων.
Η εστίαση στη βιώσιμη κινητικότητα θα συνεχίσει να οδηγεί σε υψηλές επενδύσεις για αυτοκινητοβιομηχανίες και θα μετριάσει τις επενδύσεις για τους σιδηροδρόμους συντηρώντας με αυτόν τον τρόπο το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης της Ευρώπης. Η μετάβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα ωφελήσει τους κατασκευαστές εξοπλισμού ανανεώσιμης ενέργειας, αλλά θα μπορούσε να αποδυναμώσει τα οικονομικά των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας επισημαίνει στα βασικά της συμπεράσματα η έρευνα.
Εν τω μεταξύ, στην Ελλάδα που απορροφά μεσοσταθμικά έως και 1,5 δισ το χρόνο από ευρωπαϊκούς πόρους το ζητούμενο είναι πως θα κατορθώσει να ανεβάσει η χώρα την δυνατότητα απορρόφησης στα 6 με 6,5 δισ ετησίως ώστε να ανταποκριθεί στη πρόκληση του Next Generation EU. Η κυβέρνηση προσπαθεί να απλοποιήσει τις διαδικασίες ειδικά για τα μεγάλα έργα καθώς οι παράγοντες της αγοράς προεξοφλούν ότι η οικονομία θα ξαναζήσει περίοδο ανάκαμψης αντίστοιχης αυτής της δεκαετίας 1995-2005. Από εκείνα τα χρόνια της «fast track» ανάπτυξης περνάμε τώρα σε αυτά της «πράσινης και ψηφιακής μετάβασης». Το πως ζήσαμε εκείνα τα χρόνια αλλά και το τι ακολούθησε αποτελεί μία συλλογική εθνική εμπειρία. Πιθανότατα ένα τέτοιο deja vu (προμνησία) ήρθε στο μυαλό του κ. Στουρνάρα όταν είπε προχθές στη Βουλή ότι «πρέπει να μάθουμε από τα λάθη του παρελθόντος».