O πολιτισμός στην εποχή του κορονοϊού: Έγκλειστη τέχνη;
H Εύα Κέκου είναι ιστορικός τέχνης, θεωρητικός πολιτισμού και ερευνήτρια. Εργάζεται ως ανεξάρτητη επιμελήτρια εικαστικών εκθέσεων και δραστηριοποιείται στο χώρο του πολιτισμού και της εκπαίδευσης. Έχει διοργανώσει μεγάλο αριθμό εκθέσεων και ακαδημαϊκών ημερίδων/συμποσίων. Διδάσκει στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Επιμέλεια Συνέντευξης: Ντέπη Ρίζου, τακτικό μέλος του μη κερδοσκοπικού σωματείου Vision Network Athens
Είναι γνωστό ότι η τέχνη ανθούσε πάντα σε εποχές κρίσιμες. Στην ιδιαίτερη συνθήκη της πανδημίας πιστεύετε ότι έχει βρει τρόπους να αναπτυχθεί;
Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, στην οποία διέρχεται “εκ νέου” η χώρα ορίζεται σε ένα χάρτη παγκόσμιων συντεταγμένων. Παρατηρήσαμε τη ζωή μας να ψηφιοποιείται και να μεταφέρεται σε ένα επίπεδο διαδικτυακό, μία μετακίνηση σε μία νέα πραγματικότητα που πήρε μόλις εβδομάδες την προηγούμενη άνοιξη. Ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, όπου σχεδόν όλα μεταβιβάζονται σε ένα ψηφιακό επίπεδο. Νομίζω ότι ένα χρόνο πριν ακριβώς θα φάνταζε κάτι τέτοιο περισσότερο σαν σενάριο επιστημονικής φαντασίας, στο οποίο όμως τώρα όλοι καλούμαστε να λάβουμε ενεργούς ρόλους ή και να το διαχειριστούμε ανάλογα.
Οι αριθμοί παίζουν έναν καταλυτικό ρόλο στην καθημερινότητά μας σε ένα ψυχρό χάρτη στατιστικών μεταφράζοντας θανάτους ή κρούσματα. Αριθμοί μη δυνάμενοι από την άλλη να αποκρυπτογραφήσουν τα αισθήματα και τα βιώματα των ανθρώπων, να απηχήσουν τον εσωτερικό κόσμο και τις ατομικές ιστορίες αυτής της δυστοπίας. Λέξη-κλειδί στις μέρες μας: «Covid-19», ένα κλειδί που δεν είμαστε βέβαιοι αν θα καταφέρει να ανοίξει νέους ορίζοντες και συστήματα ακόμα…
Πώς έχει επηρεάσει μέχρι στιγμής η πανδημία σύμφωνα με την εμπειρία σας τον καλλιτεχνικό κόσμο των εικαστικών τεχνών;
Τα αντανακλαστικά ήταν γρήγορα. Διαπίστωσα με έκπληξη ότι συνέδρια, συμπόσια, θεατρικές παραστάσεις, εκθέσεις καλλιτεχνών, φουαρ (art fair) σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο, πραγματοποιήθηκαν σε διαδικτυακή μορφή. Είδα επίσης ομιλίες και διαλέξεις να πολλαπλασιάζονται, μάλιστα δεδομένων των συνθηκών που επιτρέπει ο ψηφιακός χαρακτήρας -χαμηλό κόστος, προσβασιμότητα κλπ- να είναι ίσως δυσανάλογος των απαιτήσεων. Πολύ γρήγορα η Ελλάδα ακολούθησε άλλες χώρες και χρησιμοποίησε εργαλεία και συνδέθηκε σε πλατφόρμες τηλεκπαίδευσης, δίκτυα τηλεργασίας αλλά και χώρους ψηφιακής συνάντησης.
Αναφερόμενη στην πολιτιστική ζωή, θα έλεγα ότι δεν ατόνησε καθόλου. Επαναπροσαρμόστηκαν οι φορείς, οι οργανισμοί αλλά και οι επαγγελματίες στον χώρο στα νέα δεδομένα, που είχαμε, με ευελιξία παρά τις αντίξοες συνθήκες χρησιμοποιώντας τα νέα μέσα και τεχνολογίες. Άλλωστε ήμασταν εκπαιδευμένοι στον τομέα του Πολιτισμού να δουλεύουμε με πενιχρά μέσα και να είμαστε ευφάνταστοι και ευρηματικοί. Φυσικά θα πρέπει να μιλήσουμε για τα πλήγματα που δέχθηκαν οι επαγγελματίες στο χώρο του πολιτισμού, που παρόλη την προσαρμοστικότητά τους, είδαν τους λογαριασμούς τους να αδειάζουν με ό,τι συνέπεια είχε αυτό. Με έναν τρόπο δοκιμαστήκαμε σε ένα δυσμενές πλαίσιο και παρά την ψυχολογική πίεση έξωθεν να μετασχηματίσουμε τον τρόπο εργασίας και να επαναπροσδιορίσουμε τον τρόπο προσέγγισης του κοινού, του ακροατηρίου, ακολουθήσαμε με όποιο τίμημα τη γενικότερη ροή και τάση που φαίνεται να είναι παγκόσμια.
Ποιες είναι οι απόψεις που ακούτε σε σχέση με την παγκόσμια αυτή τάση από τους-τις συναδέλφους σας;
Aκούω από ανθρώπους του χώρου: καλλιτέχνες, θεωρητικούς, ακαδημαϊκούς, παρόμοια σχόλια: δηλαδή ότι με έναν τρόπο ή επιβράδυνση του ρυθμού ζωής έδωσε το έδαφος και τις συνθήκες να εστιάσουμε στα ουσιώδη, να παρατηρήσουμε και να γίνουμε θεατές όχι μόνο των άλλων μέσω της οθόνης του υπολογιστή αλλά και της ζωής μας, με ποιο τρόπο βέβαια αυτό επιτεύχθηκε αποτελεσματικά και ο ρόλος μετουσιώθηκε ευνοϊκά θα υπάρξει μία αποτίμηση συνολική αργότερα. Θα σημειώσω ωστόσο εδώ ότι ήταν απορίας άξια η δυνατότητα προσαρμοστικότητας στα νέα δεδομένα, η εύρεση νέων τρόπων και η αξιοποίηση του κενού χρόνου αυτού κατά το πρώτο lockdown της άνοιξης από καλλιτέχνες και δημιουργούς. Η προσαρμοστικότητα αυτή δικαίως αξίζει τα εύσημα που της αναλογούν στα γρήγορα αντανακλαστικά που τέθηκαν σε ενέργεια.
Στις οθόνες του υπολογιστή καθρεφτίζεται πλέον η πλειοψηφία των δραστηριοτήτων μας. Τι γίνεται με την Τέχνη;
Αναμφίβολα η επικοινωνία μέσω υπολογιστή και το ψηφιοποιημένο περιβάλλον της δημιουργίας δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη διάδραση και την ανθρώπινη επαφή, αυτό δεν το θεωρώ καν αντικείμενο συζήτησης. Η Τέχνη είναι ταυτόσημη με τη ζωή και η ζωή βρίσκει πάντα τον τρόπο της παρά τις δυσκολίες, ανθίζει εκεί που δεν το περιμένει κανείς μερικές φορές και μέσα από την Πέτρα, ακόμα και σε άνυδρο περιβάλλον. Έτσι λοιπόν περιμένει να βρει και πάλι το δρόμο της. Θα πρέπει βέβαια να επισημάνω προς αποφυγή παρεξήγησης ότι η οικονομική ανασφάλεια και τα συνεχή προβλήματα επί επτά μήνες σχεδόν έχουν αντιστρέψει όσα ενδεχομένως θετικά στοιχεία επέφερε η παρένθεση του πρώτου εγκλεισμού. Ίσως σε αυτό επιδρούν και άλλοι ευρύτεροι χειρισμοί πολιτικοκοινωνικοί σε θέματα που σχετίζονται με τη πανδημία.
Ποια είναι τα θετικά στοιχεία που διακρίνετε;
Θεωρώ ότι η πανδημία είχε και θετικό πρόσημο και θα ήθελα να τονίσω αυτή την όψη. Υπήρξε μία περίοδος, για κάποιους που είχαν αυτήν την πολυτέλεια τονίζω εδώ και η οποία δεν ήταν πάντα και για όλους δεδομένη, για περισυλλογή, ενδοσκόπηση. Σε πρακτικό επίπεδο έδωσε μία νέα διάσταση στο χρόνο, μία εσωτερικότητα που αποδόμησε τις έντονες και καταιγιστικές συνθήκες πληροφόρησης ή την πίεση συνεχούς παραγωγής σε καθημερινό επίπεδο.
Μία περίοδο που ο καθένας βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του, σε έναν απολογισμό σε κάθε επίπεδο και μία αναμέτρηση δυνάμεων από τη μία, αλλά από την άλλη δεν αισθάνεται την πίεση του ανταγωνισμού με τους άλλους ή ότι σε κάτι υστερεί, χάνει και ότι οφείλει να αυξήσει την ταχύτητά του, έκανε καλό στους φρενήρεις ρυθμούς που μέχρι την άνοιξη ζούσαμε, ως να τρέχαμε να προλάβουμε συνεχώς κάτι αόριστο και γενικό αλλά εν τέλει χάναμε την ίδια τη ζωή.
Μιλάμε επομένως ίσως για μια επανεκκίνηση;
Θα έλεγε κανείς ότι αυτή η επανεκκίνηση μέσα από την εσωτερικότητα θα μπορούσε να αποδειχθεί ευχής έργον, αν βέβαια είχαμε επιλύσει θέματα βιοπορισμού μας και δεν ήμασταν εξαρτώμενοι από διάφορους εξωγενείς παράγοντες. Σε πολλές περιπτώσεις επίσης ο εγκλεισμός της καραντίνας έδωσε ποιότητα χρόνου και αυτό με τη σειρά του έδωσε σε καλλιτέχνες, θεωρητικούς, ακαδημαϊκούς τις συνθήκες για συλλογή υλικού, έρευνα και δημιουργικότητα (είτε αυτό σημαίνει καλλιτεχνική δημιουργία σε διάφορες εκφάνσεις της, συγγραφή, καλές τέχνες κλπ.).
Νομίζω πάντως, ή έτσι αισθάνομαι εγώ και άνθρωποι που με περιβάλλουν, ότι στην κατάσταση εγκλεισμού “lockdown II”, αν μπορεί δηλαδή κάποιος να ισχυρισθεί ότι δομείται σε δύο μέρη μία “αποδομημένη” συνθήκη μέσω των κανόνων και των μέτρων που θέτει ο εγκλεισμός, είμαστε πλέον κουρασμένοι, αισθανόμαστε περισσότερο αποδυναμωμένοι, ανασφαλείς, φοβισμένοι για το αύριο. Η περίοδος της καραντίνας κατά την άνοιξη 2019 ήταν για κάποιους κάτι αναπάντεχο, απρόσμενο. Η εγκατάσταση της μονιμότητας μίας παράδοξης συνθήκης όμως σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα γεννά φόβο. Αισθάνομαι φυσιολογικά, θα έλεγε κανείς μέσα στην παραδοξότητα της κατάστασης ότι ο κόσμος είναι πλέον παγωμένος, κουρασμένος.
Θα πρέπει πάντως να παραδεχθούμε ότι η κατάσταση αυτή αποτελεί ένα συλλογικό βίωμα-απόρροια μίας ευρύτερης παθογένειας. Όπως ακριβώς συμβαίνει σε κάθε παθογένεια, τα αίτια είναι πολύπλοκα και οι εστίες που δημιουργούνται επακόλουθα πολλαπλές. Η κανονικότητα στην οποία καλούμαστε να επανέλθουμε πολλές φορές δεν είναι τόσο «κανονική». Η μοναξιά που βιώνει κανείς τώρα μπορεί να γίνει αντικείμενο συζήτησης όπως και το γεγονός ότι χάνονται θέσεις εργασίας καθημερινά: πολλαπλά κοινωνικο-οικονομικά θέματα που έχει συνεπιφέρει το θέμα του κορωνοϊούς. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι πολλά από αυτά τα προβλήματα υπήρχαν ήδη, ίσως σε μία ατομικότητα που εκφραζόταν λιγότερο προς τα έξω με το φόβο του κοινωνικού στίγματος. Θα παρατηρούσε κανείς ότι τουλάχιστον για την ελληνική περίπτωση η οικονομική κρίση και ο ευρύτερος κύκλος των κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων δε λέει να κλείσει ποτέ, έχει απλά διάφορες και διαφορετικές πληγές και εστίες που εκδηλώνονται με άλλο τρόπο.
Αν δεν απατώμαι, μας έχετε μιλήσει ήδη μέσα από το έργο σας για την συνθήκη που μας περιγράφετε…
Όντως, την Άνοιξη του 2017 είχα οργανώσει και επιμεληθεί μία ομαδική έκθεση στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας με το τίτλο «Α constant condition of emergency/Μία μόνιμη συνθήκη επείγουσας ανάγκης». Η έκθεση αυτή είχε στόχο να συζητήσει την έννοια του επείγοντος ως μία συνθήκη που καλούμαστε αίφνης να αντιδράσουμε για να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, φυσική καταστροφή όπως πλημμύρα, σεισμό θέτοντας σε δράση τα αντανακλαστικά μας. Ωστόσο στις μέρες μας φαίνεται να είμαστε σε μία μόνιμη συνθήκη επείγουσας ανάγκης ως αποτέλεσμα τα αντανακλαστικά μας αυτά να ατονούν, να συνηθίζουμε σε μία κατάσταση αλλοπρόσαλλη ενώ παράλληλα οι αντιδράσεις ατονούν. Παραθέτω εδώ ως παραπομπή στη συνέντευξη μέρος του κειμένου:
«Συνήθως το επείγον εμφανίζεται αίφνης, είτε προκύπτει από μια διαδικασία που εξελίσσεται σιγά και αθόρυβα είτε από ένα ξαφνικό γεγονός. Σε ένα επείγον συμβάν καλείται συνήθως κανείς να ενεργήσει άμεσα. Έτσι ακριβώς συμβαίνει σε μία φυσική καταστροφή ως αντίδραση επιβίωσης για παράδειγμα σε έναν σεισμό, στο ξέσπασμα ενός πολέμου ή ενός οικονομικού/χρηματιστηριακού κραχ. Οι αντιδράσεις αυτές συνδέονται με όρους ενστίκτου ή και λογικής αναζητώντας άμεσες προτάσεις επίλυσης, άλλοτε βραχυπρόθεσμες και άλλοτε μακροπρόθεσμες. Απαιτείται κανείς να αναπροσαρμόσει τους –μέχρι τη στιγμή της καταστροφής– όρους ζωής σε ένα νέο περιβάλλον. Τα τελευταία χρόνια –στην Ελλάδα ειδικά και σε παγκόσμιο επίπεδο γενικότερα– βιώνουμε ακραίες καταστάσεις που προκύπτουν ξαφνικά ή ξεσπούν –εμφανίζονται δηλαδή αίφνης– ως σύμπτωμα μακροχρόνιων εξελίξεων και έχουν ευρεία επίπτωση σε πολιτικό, κοινωνικό ή και ατομικό επίπεδο. Ελλείψει της εύρεσης λύσης ως αντίδραση, δημιουργείται μία νέα συνθήκη εντός της οποίας επιβιώνουμε, άλλες φορές συνηθίζοντας αυτή την παθογένεια που εγκαθίσταται και άλλες απλά αδιαφορώντας για την κατάσταση.
Aπογοητευμένοι, παραδομένοι, εγκλωβισμένοι σε αυτή τη νέα συνθήκη, παραμένουμε απαθείς κι αμέτοχοι με ένα τρόπο, σαν να αποδεχόμαστε τη μοίρα μας, προσομοιάζοντάς μας με θύματα που φέρουν το ‘σύνδρομο της Στοκχόλμης’ ευγνώμονες για τα μη χειρότερα δεινά. Η έννοια του επείγοντος ως κάτι σύντομο, ξαφνικό, έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του μόνιμου. Αυτή την οξύμωρη και παθογενή κατάσταση στοχεύει να σχολιάσει η εικαστική έκθεση μικτών μέσων με τίτλο ‘A constant condition of emergency I’. Ακριβώς αυτή τη συνθήκη που συνδιαμορφώνεται μέσα από ετερόκλητα στοιχεία, αντιθέσεις και παράδοξα παρατηρεί η παρούσα έκθεση απευθύνοντας ερωτήματα και εκφράζοντας έναν ευρύτερο προβληματισμό. Αφετηρία για αυτό τον προβληματισμό αποτελεί η οικονομία ως συνθήκη στην Ελλάδα αρχικά, αλλά και διεθνώς. Τα θέματα της έκθεσης συνδέονται με την επικαιρότητα: έξαφνες ροές προσφύγων που έγιναν μία μόνιμη κατάσταση, η έννοια της ταυτότητας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο που αναδιαμορφώνεται και ανασκευάζεται, αλλά και η παράδοση. Πέρα από τα γνωστά, αντικειμενικά ζητήματα, η έκθεση αποπειράται μία χαρτογράφηση θεμάτων που συνδέονται με το ενδόμυχο και το εσωτερικό (επιθυμίες, φόβους), καταγράφοντας συναισθήματα (απαισιοδοξία, ανασφάλεια). Επίσης, ο προβληματισμός της έκθεσης αυτής ερείδεται στις συνέπειες ζητημάτων της διεθνούς επικαιρότητας και την προβληματική που ακολουθεί ένα παγκοσμιοποιημένο ντόμινο όπου επικρατεί ο φόβος και η αβεβαιότητα.
Είναι γεγονός ότι μέσα στο νέο πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο – το οποίο βρίθει προβλημάτων – πορευόμαστε όλοι στα τυφλά, αναζητούμε δεκανίκια και λύσεις έξωθεν, εναποθέτοντας τις ελπίδες σε έναν από μηχανής θεό και ταυτόχρονα αναζητώντας και διερευνώντας την αλήθεια μέσα σε έναν κυκεώνα μη ελεγχόμενων πληροφοριών. Άλλοτε μέσα από την άμεση περιγραφή των προβλημάτων που αφορούν το «ξένο» που μετοικεί στη χώρα μας, αλλά και το «ξένο» που κατοικεί εντός μας δημιουργώντας νέες τοπογραφίες, μεταλλάσσοντάς μας αργά σε φοβισμένα υποχείρια στα γρανάζια προδιαγεγραμμένων πολιτικών τοποθετείται το θέμα της ταυτότητας – με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Η σοβαροφάνεια στην ελληνική κοινωνία, η αδυναμία να απαγκιλωθούμε από παραδοσιακές δομές προτείνοντας νέες που θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στη κοινωνία που αλλάζει, ενδυναμώνοντας υπάρχοντα θετικά στοιχεία σε μία γόνιμη μέθεξη με το νέο, αποτελούν κάποια από τα ερωτήματα που απευθύνει η έκθεση με την επιθυμία εκκίνησης ενός ευρύτερου διαλόγου. Είναι βέβαια γεγονός ότι μέσα σε αυτό το πλαίσιο εξαίρονται στοιχεία που αποτελούν τα ίδια περιστατικά έκτακτης ανάγκης και ανάλογα με τη δύναμη που εμπεριέχουν (πολιτική, κοινωνική και οικονομική) αναπτύσσουν νέα δίπολα σχέσεων εξουσίας. Μέσα όμως σε όλα αυτά τα ερωτήματα και τον προβληματισμό, ο άνθρωπος, ως ζων και δρων Υποκείμενο, συνεχίζει παρόλες τις αντιξοότητες και τα δεινά, να ζει, να αγαπά, να κάνει λάθη και να προσπαθεί από την αρχή κάθε φορά να διαγράφει κύκλους –εύσχημους και ά-σχημους– σε μία αέναη προσπάθεια απεγκλωβισμού από καταναγκασμούς, διαφυγής από τη συνθήκη μόνιμης, επείγουσας ανάγκης την οποία διερχόμαστε».
Έχει ενδιαφέρον ότι την προηγούμενη μόλις χρονιά (2016) σε μία από τις εκθέσεις που διοργάνωσα στο Σύλλογο των Ελλήνων Αρχαιολόγων με τίτλο «Point Zero: Re Start» μιλούσα για την ανάγκη επαναπροσδιορισμού και επανατοποθέτησης, με αφορμή το οικονομικό κρασάρισμα, ενός συστήματος παγκόσμιου σαν μηχανή. Μόλις δε μία χρονιά πριν (2015) στην έκθεση «ex-change: Risk», μια έκθεση μικτών μέσων που διοργάνωσα στο Σπίτι της Κύπρου με τη συνεργασία της Αυστριακής Καγκελαρίας και της Αυστριακής Πρεσβείας στην Αθήνα, η έννοια του ρίσκου όπως περιγράφεται από τους Giddens & Beck στο πλαίσιο της κοινωνίας του ρίσκου μας καλεί για μία διαπραγμάτευση με το παρελθόν και το μέλλον, την ανάληψη του ρίσκου της αλλαγής.
Κυρία Κέκου, αποδεικνύεται μέσα από το έργο σας για άλλη μια φορά ότι η Τέχνη δεν αποτυπώνει μόνο, αλλά και προβλέπει τις εξελίξεις στην κοινωνία. Ποια είναι λοιπόν και η δική σας πρόβλεψή όταν χαλαρώσουν τα περιοριστικά μέτρα;
Παραφράζοντας κάπως την ερώτηση θα έλεγα ότι δεν ξέρω πόσο μπορώ να κάνω προβλέψεις για το μέλλον. Παραμένω αισιόδοξη ότι η πανδημία θα λάβει σύντομα τέλος, αλλά γενικότερα δεν ξέρω αν θα σημάνει την άφιξή μας στη γη της επαγγελίας. Θεωρώ ότι με ένα τρόπο τη τελευταία πενταετία μας απασχόλησαν ως κοινωνία και εμένα προσωπικά ως πολίτη, θεωρητικό, επιστήμονα, ερευνήτρια και κυρίως επιμελήτρια εικαστικών εκθέσεων, οι παράμετροι όσων μας οδηγήσαν εδώ. Με έναν τρόπο φαίνεται σαν να είμαστε σε κάποιους προδιαγεγραμμένους κύκλους, ένα ευρύτερο σενάριο που αν δεν πάρουμε το ρίσκο της επαναδιαπραγμάτευσης των ρόλων σοβαρά και δραστικά προς ένα νέο status quo δε θα αλλάξουν πολλά.
Σίγουρα υπάρχει φόβος. Ο φόβος δεν είναι καλό συναίσθημα. Υπάρχει ταυτόχρονα ανησυχία για το πόσο τα προσωρινά μέτρα που επιβάλλουν οι συνθήκες θα καταστήσουν σταδιακά μόνιμο τον έλεγχο και την αστυνόμευση ως ένα νέο «Πανόπτικον» σε παγκόσμιο επίπεδο. Νομίζω πάντως, όσο και αν ακουστεί κοινότοπο, ένα μάθημα που αποκομίσαμε όλοι ή σχεδόν όλοι είναι ότι η ίδια η ζωή, μας προλαβαίνει με τα σχέδιά της, οπότε δεν ξέρω αν είναι κατάλληλη στιγμή για προβλέψεις. Ίσως από την άλλη το ένστικτο της επιβίωσης να υπάρχει αλλά άλλες ικανότητες να έχουν προς στιγμή ατονήσει… (γέλια)
Μόνο διαισθητικά θα απαντούσα και πάντα με τάση αισιοδοξίας, με τα στοιχεία μίας εποχής που με το τέλος της δίνει τη θέση της σε μία άλλη. Αυτό που είναι απόλυτα βέβαιο ότι οδεύουμε σε μία διαφορετικού τύπου εποχή, της οποίας με έναν τρόπο είμαστε όλοι μάρτυρες, το αν τα χαρακτηριστικά της θα καθορίζονται απόλυτα από τη βιοπολιτική και ο άνθρωπος θα «μεταλλαχθεί» και με ποιο τρόπο, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να εκφέρω γνώμη, μόνο υποθέσεις θα μπορούσα να κάνω και να απευθύνω ένα νέο ερώτημα εδώ…
Ποιες είναι οι επιθυμίες σας όταν χαλαρώσουν τα περιοριστικά μέτρα;
Οι δικές μου επιθυμίες όσο περνάνε τα χρόνια απεκδύονται τη συνθετότητα που είχαν άλλοτε ή το φανταχτερό χαρακτήρα. Η καραντίνα την άνοιξη με βρήκε ή με έναν τρόπο φρόντισα ώστε να με βρει σε ένα όμορφο νησί των Κυκλάδων, όπου έχω θερινή κατοικία. Ήταν για μένα μία δημιουργική περίοδος όπου εστίασα στη δουλειά μου με συγκέντρωση, δούλευα μέσω τηλεκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Μουσειολογίας, διδάσκοντας και παρόλο τον άυλο χαρακτήρα του μέσου τηλεκπαίδευσης, τα μαθήματα ήταν αποτελεσματικά και έγινε με επιτυχία σειρά διαλέξεων με αξιόλογους ομιλητές στο πλαίσιο του μαθήματος, παρουσιάσεις φοιτητών, γενικότερα έγινε πολλή δουλειά. Παράλληλα βρήκα ευκαιρία και χωρίς μετακινήσεις αφοσιώθηκα στο ερευνητικό και επιμελητικό μου έργο δουλεύοντας νέες προτάσεις, δημοσιεύσεις και συγκροτώντας το υλικό μου. Ήταν μία ιδιαίτερα δημιουργική και παραγωγική περίοδος για μένα και αισθάνομαι τυχερή που με έναν τρόπο επωφελήθηκα από αυτή τη φαινομενική παύση. Άλλωστε η Σιγή, ο θόρυβος ακόμα και η μετακίνηση, έχουν μία έκφανση εσωτερική και μία εξωτερική. Είμαστε τυχεροί όταν μπορούμε να αποτυπώσουμε τα αισθήματά μας και τις σκέψεις μας ακόμα και όταν είναι συνυφασμένα με αγωνία.
Η τελευταία πενταετία ήταν ιδιαίτερα φορτισμένη και έντονη. Βρήκα λοιπόν την ευκαιρία να χαμηλώσω ρυθμούς να εστιάσω στα μικρά που εν τέλει είναι μεγάλα και σημαντικά, να δώσω επιβράδυνση στο χρόνο, να σκεφτώ πολλά απ’ όσα είχαν συμβεί στη ζωή μου τη τελευταία δεκαετία-ες, κάτι που μέχρι τότε δε μπορούσα να κάνω, καθώς τα γεγονότα διαδέχονταν το ένα το άλλο και δεν υπήρχε ούτε ο χώρος αλλά ούτε και ο χρόνος για παρόμοιες πολυτέλειες.
Το φως του Αιγαίου, οι περίπατοι στη φύση, η ευκολία στην καθημερινότητα στο νησί συνέβαλαν στην αναθεώρηση αυτή, έτσι θα ήθελα δυναμικά η ζωή μου να έχει φως, να αποβάλλουμε όσα περιττά υπάρχουν στην καθημερινότητά μας που μας στερούν την καθαρή σκέψη, βλέμμα, το ανάλαφρο βήμα. Ελπίζω να βρω το συντονισμό μου και το βηματισμό μου στην μετα-καραντίνα εποχή με μια όχι επιβεβλημένη κανονικότητα αλλά με την κανονικότητα που σε ένα βαθμό επιλέγω και ταιριάζει στο ρυθμό και τη συμβατή μου ευρυθμία και όχι αυτή που αναγκάζομαι να «φοράω» ακόμα και στη λιγότερη λαμπερή καθημερινότητα της Αθηναϊκής πρωτεύουσας. Ελπίζω στο πολύ άμεσο μέλλον να μπορούμε άφοβα να ταξιδεύουμε και πάλι ελεύθερα και να ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους χωρίς όλους τους περιορισμούς που επιβάλλει το ταξίδι εκτός χώρας αυτή την περίοδο.
Τελικά πως είναι να εργάζεται κάνεις στον τομέα αυτό στην Ελλάδα του σήμερα και πως διαφοροποιούμαστε από τις υπόλοιπες χώρες σύμφωνα με την εμπειρία σας;
Η εργασία στον πολιτισμό είναι δύσκολη υπόθεση, με ό,τι σημαίνει δύσκολο ως χρέος, φορτίο ηθικό αλλά και με όλες τις οικονομικές δυσκολίες που συνεπάγεται καθώς στη χώρα μας δεν γίνεται αντιληπτή πάντα ως εργασία με την έννοια της αμειβόμενης εργασίας. Θα έλεγα το ίδιο δύσκολος χώρος είναι ο ακαδημαϊκός με άλλου τύπου βέβαια δυσκολίες.
Στο εξωτερικό έχω ζήσει πολλά χρόνια σε διαφορετικές χώρες (Αυστρία, Ηνωμένο Βασίλειο μικρότερα διαστήματα Λουξεμβούργο, Ιταλία, Αμερική). Εκεί υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά εργασίας, διαφάνεια, υπάρχει μεγάλη διαφορά στην αντιμετώπιση ως επαγγελματίας του πολιτισμού. Δε μιλάς και αγωνίζεσαι για το αυτονόητο. Ειδικά το τελευταίο είναι μεγάλη φθορά. Προσωπικά με τα χρόνια διαπιστώνω μία κούραση που προέρχεται από τη συζήτηση κάθε φορά αυτονόητων στοιχείων με έναν τρόπο κάθε φορά είναι σαν να ξεκινάς από την αρχή σε ένα «παιχνίδι διαπραγμάτευσης». Θα ήταν καλό να αντιλαμβανόμασταν την αξία του Πολιτισμού και ως τέτοια να την αναγνωρίζαμε με ό,τι αντιστοιχεί αυτό. Ο πολιτισμός είναι περισσότερο από ποτέ σημαντικός και θα πρέπει να δοθεί η ανάλογη προσοχή.
Επιμέλεια Συνέντευξης: Ντέπη Ρίζου, τακτικό μέλος του μη κερδοσκοπικού σωματείου Vision Network Athens
Vision Network Athens facebook @Flash.gr
Η Ντέπη Ρίζου είναι πτυχιούχος Γερμανικής Φιλολογίας και Κλινικής Ψυχολογίας, διδάσκουσα στο ετήσιο πρόγραμμα του "ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΕΧΝΗ" για το Παν/μιο Αιγαίου "Θεραπεία μέσω Τέχνης με έμφαση στα Εικαστικά".
Λεζάντα φωτογραφιών: Από την έκθεση «Ex-change: Risk», Διοργάνωση και επιμέλεια Δρ Εύα Κέκου, Σπίτι της Κύπρου, 2015, σε συνεργασία με την Αυστριακή Πρεσβεία στην Αθήνα και την Αυστριακή Καγκελαρία