«Ακούμε» το Σύμπαν: Αυτός είναι ο ήχος που παράγουν οι μαύρες τρύπες
Οι μαύρες τρύπες αποτελούν τα πιο μυστηριώδη αντικείμενα του Σύμπαντος που διαθέτουν πανίσχυρη βαρυτική έλξη.

Μια νέα τεχνική που ονομάζεται «data sonification» και αφορά τη μετατροπή δεδομένων ενός διαστημικού αντικειμένου σε ήχους βάση των χαρακτηριστικών του, χρησιμοποίησαν τεχνικοί της NASA, προκειμένου να μετατρέψουν σε μουσική τους ήχους που παράγουν οι μαύρες τρύπες.
Αυτές οι ηχητικές αναπαραστάσεις, δημιουργήθηκαν χρησιμοποιώντας δεδομένα από το διαστημικό τηλεσκόπιο ακτίνων Χ Chandra της NASA, το πανίσχυρο διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb και το διαστημικό παρατηρητήριο ακτίνων Χ (IXPE). Τοποθετώντας μουσικές νότες σε διάφορα σημεία δεδομένων, οι διαστημικές παρατηρήσεις μπορούν να μεταφραστούν σε ήχο!
Όπως αναφέρει η NASA, δημιουργήθηκαν τρεις ηχογραφήσεις που κάθε μια αντιπροσωπεύει διαφορετικές πτυχές ή στάδια ανάπτυξης των μαύρων τρυπών.
Τι είναι και πώς δημιουργούνται οι μαύρες τρύπες
Σύμφωνα με όσα διαβάζουμε στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Ευγενίδου, θα χρειαστεί να ανατρέξουμε στα τέλη του 18ου αιώνα, σε μια εποχή όπου η καθιερωμένη και ευρύτατα αποδεκτή περιγραφή της βαρύτητας δινόταν μέσα από τους νόμους του Νεύτωνα.
Σύμφωνα με την κλασική, νευτώνεια Μηχανική, κάθε αντικείμενο που εκτινάσσεται κατακόρυφα προς τον ουρανό, ανάλογα με την αρχική του ταχύτητα, ανέρχεται σε κάποιο ύψος, για να ξαναπέσει στη Γη αργότερα. Εάν όμως η αρχική του ταχύτητα είναι αρκετά μεγάλη, τότε το αντικείμενο αυτό θα διαφύγει από το βαρυτικό πεδίο της Γης για πάντα.
Αυτή η ταχύτητα ονομάζεται ταχύτητα διαφυγής και για τον πλανήτη μας ισούται με 11 km/sec. Κάθε ουράνιο σώμα χαρακτηρίζεται από τη δική του ταχύτητα διαφυγής, η οποία είναι ανάλογη με τη μάζα του και αντιστρόφως ανάλογη της ακτίνας του.
Για να το πούμε διαφορετικά, όσο μεγαλύτερη ποσότητα ύλης είναι συγκεντρωμένη στο μικρότερο δυνατό όγκο, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι και η ταχύτητα με την οποία θα πρέπει να εκτιναχτεί ένα αντικείμενο προκειμένου να διαφύγει από τη βαρυτική έλξη της.
Κατόπιν τούτων, οι Michell και Laplace υποστήριξαν ότι θα πρέπει να υπάρχουν κάποια «σκοτεινά άστρα», η μάζα και η ακτίνα των οποίων είναι τέτοια, ώστε η ταχύτητα διαφυγής από την επιφάνειά τους να υπερβαίνει την ταχύτητα του φωτός.
Υιοθετώντας λοιπόν την άποψη ότι το φως αποτελείται από σωματίδια με μάζα, οι δύο αυτοί φυσικοί φιλόσοφοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτού του είδους τα άστρα θα παγίδευαν το ίδιο τους το φως και ως εκ τούτου θα ήταν αόρατα. Σήμερα, γνωρίζουμε βέβαια ότι τα φωτόνια της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας δεν έχουν μάζα και, πολύ περισσότερο, γνωρίζουμε ότι ο ισχυρισμός τους αυτός για την ύπαρξη σκοτεινών άστρων βασίζεται στο νόμο της βαρύτητας του Νεύτωνα, ο οποίος, όπως μάθαμε από τον Αϊνστάιν, σε περιπτώσεις ισχυρών βαρυτικών πεδίων, καταρρέει.
