Μία μάνα ξέραμε. Δεν την ξέραμε ακριβώς. Απλά στην μαυρόασπρη φθαρμένη φωτογραφία του 1936, διακρίναμε τη φιγούρα της. Σαστισμένη, χαμένη πάνω στο νεκρό σώμα του παιδιού της, απαγκiασμένο σε μία ξύλινη θύρα, φρεσκοσκοτωμένο στη διαδήλωση των καπνεργατών.
Κι έτσι, όπως είναι άφωνη, έρχεται ο Γιάννης Ρίτσος και στοργικά της δίνει με τον Επιτάφιο, όλα τα λόγια που ανέδυε αυτή η αφωνία του σώματός της:
Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου…
Αυτή η φιγούρα με το πέρασμα των χρόνων ξεθωριάζει. Ήρθαν εποχές που οι πραιτοριανοί περιφρονούσαν την ιστορία. «Πείτε μου τώρα, το παιδί των 17 ετών που θα ψηφίσει για πρώτη φορά και το ενδιαφέρει πώς θα είναι η Ελλάδα το 2030, εάν το ενδιαφέρει το 1963» χρονιά που σκότωσαν τον Λαμπράκη. Δεν την ήθελαν την ιστορία, δεν τους βόλευε.
Αλλά όποιος την περιφρονεί αναγκάζεται να την ξαναζήσει. Έτσι, μια άλλη γυναίκα έρχεται και παίρνει τη θέση της μάνας του σκοτωμένου καπνεργάτη. Η Μάγδα Φύσσα. Η μάνα του δολοφονημένου αντιφασίστα. Την πιάνει η συμφορά και την πετά στη θάλασσα της επιβίωσης, με όλο το βάρος της απώλειας του γιου δεμένο στα πόδια της. Σε αυτή την κατάσταση βύθισης καλείτε να αποδώσει όλον τον θρήνο του Επιταφίου. Πιάνεται από τους ακροτελευταίους στίχους του κι επιβιώνει.
Κι ὡς τὄθελες (ὡς τὄλεγες τὰ βράδια μὲ τὸ λύχνο)
ἀσκώνω τὸ σκεβρό κορμί καὶ τὴ γροθιά μου δείχνω.
Κι ἀντίς τ’ ἄφταιγα στήθειά μου νὰ γδέρνω, δές, βαδίζω
καὶ πίσω ἀπὸ τὰ δάκρυα μου τὸν ἥλιο ἀντικρύζω.
Γιέ μου, στ’ ἀδέλφια σου τραβῶ καὶ σμίγω τὴν ὀργή μου,
σοὺ πῆρα τὸ ντουφέκι σου – κοιμήσου, ἐσύ, πουλί μου.

Η Μάγδα Φύσσα τη στιγμή που εξέρχεται από το Εφετείο, αμέσως μετά την απόφαση, ανοίγει τα χέρια φωνάζοντας «Γιε μου τα κατάφερες». Τα χέρια της μένουν μετέωρα. Θέλει να τον αγγίξει, θέλει να τον αγκαλιάσει μα δεν υπάρχει, δεν τον έχει. Πού είναι ο Παύλος σου τώρα; της φώναξαν κάποτε, μες το δικαστήριο, οι φασίστες.
Το σώμα της κουβαλά ποσότητες αδρεναλίνη. Γιομάτο από την ένταση της αναμονής δεν το χωρά ο τόπος, δεν βολεύεται. Είναι τόσο μεγάλο και σύνθετο το συναίσθημα που αδυνατεί το σώμα να το αποσυμπιέσει. Εκείνη τη στιγμή οι ιαχές του πλήθους έρχονται και το αγκαλιάζουν. Είναι το φινάλε της τραγωδίας. Η κάθαρση.
Δακρυγόνα, κρότου λάμψης, αυλαία.