Εκλογικός νόμος και μετακινούμενα δοκάρια
Ο λαός μας λέει -και όχι άδικα- ότι όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά.

Μια από τις αυγουστιάτικες πολιτικές συζητήσεις στις παρέες μεταξύ κυβερνητικών βουλευτών ήταν και αυτή για τον εκλογικό νόμο και την πιθανή (νέα) τροποποίησή του. Αν και ο ισχύων ψηφίστηκε μόλις το 2023 με πρωτοβουλία της ΝΔ, ώστε να αντικαταστήσει την απλή αναλογική, τα σενάρια περί αλλαγής του έχουν αναζωπυρωθεί. Και καθόλου τυχαία, αφού με τα σημερινά δεδομένα ο στόχος της αυτοδυναμίας που έχει θέσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαντάζει όνειρο θερινής νυκτός, ενώ για πολλά μέλη της «γαλάζιας» ΚΟ –αν η ΝΔ κινηθεί στα δημοσκοπικά ποσοστά του 27-30%– η επανεκλογή μοιάζει εξαιρετικά δύσκολη.
Σύμφωνα με τα σενάρια αυτά, οι όποιες διορθώσεις θα είχαν σκοπό να ενισχύσουν την προοπτικής της πολιτικής σταθερότητας, που κατά τους διακινητές τους διακυβεύεται στις παρούσες πολιτικές συνθήκες και να αποτρέψουν μια πολιτική κρίση ακυβερνησίας, η οποία βρίσκεται προ των πυλών. Σε μια τέτοια κατεύθυνση και με βάση όσα ψιθυρίζονται μέχρι στιγμής, η χορήγηση του μπόνους των εδρών δεν θα είναι κλιμακωτή και δεν θα εξαρτάται από το κατώτατο ποσοστό του πρώτου κόμματος.
Επίσης, έχει ακουστεί ως ιδέα το μπόνους να συνδεθεί με τη διαφορά μονάδων μεταξύ πρώτου και δεύτερου κόμματος αλλά και η αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή από το 3% στο 5%, ως έμμεσος τρόπος για να πέσει ο πήχης της αυτοδυναμίας. Ως γνωστόν, με τον υφιστάμενο εκλογικό νόμο, το πρώτο κόμμα παίρνει μπόνους 20 έδρες αν συγκεντρώσει 25% και στη συνέχεια μία έδρα για κάθε 0,5% επιπλέον που λαμβάνει. Κάτι που σημαίνει ότι η επίτευξη αυτοδυναμίας απαιτεί ποσοστό πέριξ του 38%, το οποίο η ΝΔ δεν συγκεντρώνει ούτε στις πιο ευνοϊκές για εκείνη δημοσκοπήσεις .
Σημαντικό να τονιστεί είναι ότι από τη στιγμή που ο εκλογικός νόμος δεν θα λάβει 200 ψήφους, με δεδομένο ότι η αντιπολίτευση θα τον καταψήφιζε, η εφαρμογή του μετατίθεται για τις μεθεπόμενες εκλογές, οι οποίες με τις τρέχουσες εκτιμήσεις έχουν υπερβολικά αυξημένες πιθανότητες να διεξαχθούν.
Ο λαός μας λέει -και όχι άδικα- ότι όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά. Τη φωτιά αυτή θα κληθεί να σβήσει ο πρωθυπουργός μέσω της σχεδόν βέβαιης διάψευσης, στην οποία θα προβεί σε κάθε σχετική ερώτηση που θα δεχτεί σε μερικές ημέρες στη ΔΕΘ.
Το εν λόγω ζήτημα όμως κάθε άλλο παρά λήξαν θα πρέπει να θεωρείται, αφού σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο κ. Μητσοτάκης θα λάβει σε επόμενο χρόνο τις οριστικές του αποφάσεις, έχοντας προηγουμένως ζυγίσει μια σειρά από παραμέτρους όπως η απόδοση και επίδραση των μέτρων που θα εξαγγείλει, η τυχόν δημιουργία νέων κομμάτων και η δυναμική υπαρχόντων σχημάτων με κοινές εκλογικές δεξαμενές με τη ΝΔ.
Πρέπει πάντως να επισημανθεί ότι ο πρωθυπουργός κάθε φορά που ανακύπτει συζήτηση για το επίμαχο θέμα σπεύδει με κατηγορηματικό τρόπο να την αποκρούσει. Είναι ωστόσο σαφές ότι τις προηγούμενες φορές το κυβερνών κόμμα ήταν σε καλύτερη θέση από ότι σήμερα όπου η φθορά, οι δυσαρέσκειες και κατά ορισμένους η αντίστροφη μέτρηση για την αρχή του τέλους έχει ξεκινήσει...
Από την άλλη πλευρά, δεν είναι η πρώτη φορά που η εκάστοτε εξουσία σκέφτεται να «πειράξει» τους εκλογικούς κανόνες. Στην Ελλάδα, η εργαλειοποίηση του εκλογικού νόμου έχει μετατραπεί σχεδόν σε παράδοση.
Σε κάθε περίπτωση, είτε τώρα είτε μερικούς μήνες αργότερα μια ενδεχόμενη νέα αλλαγή του εκλογικού συστήματος που η ΝΔ είχε αλλάξει, θα ισοδυναμεί με καταφανή ένδειξη αδυναμίας, ενώ πολύ δύσκολα θα διευκόλυνε τους μικροκομματικούς υπολογισμούς της.
Η καταφυγή σε επιλογές που καταστρατηγούν κάθε έννοια θεσμικότητας και τήρησης κανόνων δικαιοσύνης και ισότητας μεταξύ των διεκδικητών της εξουσίας, επειδή έτσι βολεύει την εκάστοτε πλειοψηφία, δε συνιστούν επ' ουδενί λύση. Αντιθέτως, επιβεβαιώνουν με τρόπο εκκωφαντικό τα αδιέξοδα. Απαιτούνται λοιπόν καθαρές κουβέντες και συνέπεια, όχι κουτοπονηριές, τεχνάσματα και παγίδες που η ιστορική εμπειρία καταμαρτυρά ότι στο τέλος παγιδεύουν τους ίδιους τους εμπνευστές τους.
Αλλιώς, είναι σαν μια ποδοσφαιρική ομάδα που όταν χάνει στο σκορ, αντί να αντεπιτεθεί με όλα τα δυνατά της χαρτιά, μετακινεί απλώς την εστία του τερματοφύλακα και μικραίνει την απόσταση από το ένα δοκάρι στο άλλο. Στο τέλος, όμως, το παιχνίδι χάνεται έτσι κι αλλιώς.