Πέτρος Φιλιππίδης: «Δεν είμαι βιαστής», αλλά κάθε φορά… θυμάται αλλιώς
«Δεν είμαι βιαστής, δεν είμαι εγκληματίας, μπήκε ένας αθώος στη φυλακή», είπε με στόμφο, απευθυνόμενος στους δικαστές και ενόρκους.

Με την ίδια επιμονή που κάποτε κυνηγούσε ρόλους στην τηλεόραση, ο Πέτρος Φιλιππίδης κυνηγά τώρα την «αθώωσή» του ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου της Αθήνας. Στο δεύτερο μέρος της απολογίας του για την απόπειρα βιασμού που τον έφερε στο εδώλιο, ο άλλοτε «πρωταγωνιστής» εμφανίστηκε αποφασισμένος να πείσει ότι όλα έγιναν με… συναίνεση.
«Δεν είμαι βιαστής, δεν είμαι εγκληματίας, μπήκε ένας αθώος στη φυλακή», είπε με στόμφο, απευθυνόμενος στους δικαστές και ενόρκους. Μόνο που το αφήγημά του θυμίζει περισσότερο κακοστημένο σενάριο με πρόχειρους διαλόγους και ανακολουθίες παρά στιβαρή υπερασπιστική γραμμή.
Ο Φιλιππίδης ισχυρίστηκε πως η δεύτερη καταγγέλλουσα ήταν εκείνη που άνοιξε δίαυλο επικοινωνίας μέσω Instagram. Εκείνος - λέει - απάντησε και… εντελώς φυσιολογικά, βρέθηκαν να συναντιούνται, να φλερτάρουν και να φτάνουν μέχρι το εσωτερικό του αυτοκινήτου του, όπου «ό,τι έγινε, έγινε με απόλυτη συναίνεση». Η γυναίκα, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, ήταν εκείνη που «έβαλε πρώτη το χέρι στον μηρό του». Και κάπως έτσι, το ραντεβού για… βιογραφικό, κατέληξε σε χωματόδρομο.
Ο κατηγορούμενος επιχείρησε να αποδομήσει την κατάθεση της γυναίκας κάνοντας λόγο για αντιφάσεις και «έπαρση» μόνο στη δουλειά του, όχι στη ζωή του. «Δεν είμαι αγενής», είπε, προσπαθώντας να αντικρούσει τις περιγραφές περί επιτακτικής συμπεριφοράς. Το κλίμα μεταξύ τους, κατά τα λεγόμενά του, ήταν «πολύ καλό».
«Όλα είναι σκευωρία»
Όσο για το ΣΕΗ; Εκεί, ο Φιλιππίδης φάνηκε να βρίσκει ξανά τον ρόλο του: το θύμα μιας στημένης υπόθεσης. Είπε, για ακόμη μία φορά, ότι όλα είναι σκευωρία, ότι αυτός και ο Λιγνάδης «καταστράφηκαν». Δεν δίστασε, μάλιστα, να επικαλεστεί τον Σαίξπηρ: «Η ανάγκη σε κάνει να πλαγιάζεις με περίεργα πλάσματα». Προφανώς θεωρεί ότι η συγκεκριμένη αναφορά τον εξαγνίζει — ή τουλάχιστον του προσφέρει λίγη λογοτεχνική αίγλη μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Συγκινημένος, δήλωσε πως ζητά συγγνώμη από τη σύζυγο και τον γιο του, αναρωτώμενος τι να πει στο παιδί του για τη «δουλειά που άλλοτε θεωρούσε την ωραιότερη του κόσμου».
Μιλώντας για τη φυλακή, περιέγραψε έναν χρόνο γεμάτο με «μυαλό στα κάγκελα» και «μάτια στον ουρανό» — μια φράση που ίσως ακουγόταν πιο αυθεντική, αν δεν έμοιαζε με απόπειρα για συναισθηματικό μανιπουλάρισμα.
Στο αποκορύφωμα, δήλωσε ότι δεν θα απαντήσει στους δικηγόρους των θυμάτων, τους οποίους κατηγόρησε ότι τον αποκαλούν βιαστή. Η πρόεδρος του δικαστηρίου αναγκάστηκε να τον προσγειώσει, υπενθυμίζοντάς του ότι οι συνήγοροι κάνουν τη δουλειά τους.
Και όταν κλήθηκε να απαντήσει για συγκεκριμένα γεγονότα, οι απαντήσεις του ήταν θολές και μεταβαλλόμενες. «Δεν θυμάμαι», «το βλέπω αλλιώς τώρα», «κάθε φορά κάτι διαφορετικό». Η πρόεδρος δεν άντεξε και του το είπε: «Δεν μπορείτε κάθε φορά να μας λέτε κάτι διαφορετικό».
Για έναν άνθρωπο που δηλώνει «αθώος», η απολογία του ήταν ένα μωσαϊκό αποσπασματικών αναμνήσεων, προσχηματικής μεταμέλειας και επαναλαμβανόμενων "δεν φταίω εγώ".
Ίσως τελικά το πιο αληθινό κομμάτι της απολογίας του να ήταν εκείνο για το κομμάτι ουρανού πίσω από τα κάγκελα.