Rock the Casbah: Καυγάδες, ναρκωτικά και οι άγνωστες ιστορίες πίσω από την επιτυχία των The Clash
Σαν σήμερα κυκλοφορεί ο ραδιοφωνικός ύμνος των The Clash, που ξεκίνησε από ένα μοναχικό σκοπό και έγινε ύμνος ενάντια στην καταπίεση.
Στην ιστορία του punk rock, λίγες μπάντες άφησαν το αποτύπωμά τους τόσο έντονα όσο οι «The Clash». Δημιουργήθηκαν το 1976 μέσα από τη ζωντανή και πολιτικοποιημένη σκηνή του Λονδίνου και ξεχώρισαν όχι μόνο για τη μαχητικότητά τους αλλά και για την τόλμη τους να ενσωματώσουν reggae, ska και funk στον ήχο τους – κάτι πρωτόγνωρο για punk συγκρότημα της εποχής.
Στο τέταρτο άλμπουμ τους, το Sandinista! (1980), κυκλοφορία-μαμούθ με τριπλό δίσκο, οι «The Clash» πειραματίστηκαν ανοιχτά με: jazz, gospel, rockabilly, folk, dub, calypso, disco, μέχρι και avant-garde. Η επόμενη δουλειά τους δεν θα μπορούσε να πάει πιο μακριά – τουλάχιστον όχι χωρίς να χάσουν κάποιους από το κοινό τους.
Έτσι, όταν πλησίαζε η στιγμή για την κυκλοφορία του Combat Rock (1982), το πέμπτο τους άλμπουμ, οι «The Clash» έκαναν στροφή. Αντί να συνεχίσουν προς το άγνωστο, προτήμησαν κάτι πιο απλό: Ένα πιο καθαρόαιμο rock ύφος, πιο προσιτό ραδιοφωνικά – χωρίς ωστόσο να θυσιάζουν τη στάση τους. Ο δίσκος άνοιγε με το «Know Your Rights», τραγούδι, που αποδεικνύει ότι παρέμειναν πολιτικά φορτισμένοι όσο ποτέ, ακόμη και με πιο «εύπεπτο» ήχο.

Η στροφή αυτή είχε ξεκινήσει πριν καν γραφτεί το άλμπουμ. Απογοητευμένοι από τη γραμμή του μάνατζμεντ τους, οι Strummer και Simonon επανέφεραν το 1981 τον πρώτο μάνατζερ Bernie Rhodes, κάτι που ενόχλησε τον Mick Jones. Το ρήγμα μέσα στο συγκρότημα μεγάλωνε, ενώ ο Topper Headon απομακρυνόταν λόγω εθισμού στα ναρκωτικά και ο Jones έλεγε όχι σε όλα.
Παρόλα αυτά, το δίδυμο Strummer–Jones συνέχιζε να υπογράφει το μεγαλύτερο μέρος των κομματιών. Όμως το «Rock the Casbah» δεν ήταν δουλειά κανενός από τους δύο. Ήταν εξ ολοκλήρου δημιούργημα του Topper Headon που πήγαινε πρώτος στις πρόβες και βαριόταν φριχτά περιμένοντας. Ο Headon εξέφρασε το συναίσθημα αυτό γράφοντας ένα επίμονο σκοπό που χτυπούσε (όπως ο ίδιος είπε) το κεφάλι του. Έγραψε έτσι ένα ριφ στο πιάνο όσο περίμενε μόνος στο στούντιο να μαζευτεί η μπάντα. Στη συνέχεια ηχογράφησε μόνος του τα τύμπανα, το πιάνο και το μπάσο – δημιουργώντας σχεδόν όλο το μουσικό κομμάτι.
Όταν οι υπόλοιποι έφτασαν και άκουσαν το αποτέλεσμα, εντυπωσιάστηκαν. Δεν χρειάζονταν ιδιαίτερες προσθήκες: Λίγη περισσότερη κιθάρα, κάποια κρουστά, και το κομμάτι ήταν σχεδόν έτοιμο.

Ο Strummer αναγνώρισε την ιδιοφυΐα του Headon – αλλά όχι τους στίχους του. Οι μαρτυρίες διαφέρουν: Άλλοι λένε ότι ήταν «γλυκανάλατοι για την πρώην του», ή ακόμη και «πορνογραφικοί». Ο Strummer τους πέταξε. Είχε ήδη στα σκαριά δικούς του στίχους, εμπνευσμένους από φράσεις σε συζητήσεις και από ένα περιστατικό όπου ο μάνατζερ Rhodes κορόιδευε τα μεγάλης διάρκειας κομμάτια λέγοντας «πρέπει να τα κάνουμε όλα σε στυλ μουσικής ράγκα;».
Η φράση «rock the casbah» γεννήθηκε αυθόρμητα σε ένα τζαμάρισμα με τον βιολιστή Tymon Dogg, που έπαιζε ανατολίτικους σκοπούς και ο Strummer του φώναζε να παίξει πιο δυνατά. Ο Strummer τη συνδύασε με την ιδέα ενός φανταστικού Σαουδάραβα μονάρχη, που απαγορεύει τη δυτική μουσική – και τον λαό που επαναστατεί με ροκ συναυλίες στις πλατείες.
Το τραγούδι έχει πολλές αναφορές από την αραβική, τουρκική, εβραϊκή και ινδική κουλτούρα. Περιγράφει έναν φανταστικό κόσμο όπου οι στρατιώτες του καταπιεστικού μονάρχη αρνούνται να βομβαρδίσουν τους ροκάδες και αντ’ αυτού... βάζουν μουσική στο πιλοτήριο, των μαχητικών αεροσκαφών.
Η πολιτική διάσταση του τραγουδιού έχει αναλογίες με πραγματικά γεγονότα, όπως η απαγόρευση της δυτικής μουσικής στο Ιράν μετά την Επανάσταση. Μέχρι σήμερα, η διακίνηση γίνεται μέσω παράνομων δικτύων, ενώ οι μουσικοί λειτουργούν σε συνθήκες παρανομίας.
Μια μικρή λεπτομέρεια στο κομμάτι βρίσκεται στο 1:52 του τραγουδιού. Τότε ακούγεται ένα ηλεκτρονικό εφέ από το ρολόι του Mick Jones – η μελωδία του «Dixie».
Διαφωνίες και καυγάδες
Η απόφαση για τη μορφή του άλμπουμ ήταν ένα ακόμα σημείο τριβής. Ο Jones ήθελε διπλό δίσκο με πιο μεγάλα σε διάρκεια remixes, όμως οι υπόλοιποι επέμειναν σε έναν πιο απλό σφιχτό rock δίσκο. Η άποψή τους επικράτησε και το Combat Rock κυκλοφόρησε στις 14 Μαΐου 1982, ενώ το Rock the Casbah κυκλοφόρησε ως single στις 11 (ή 12 για άλλους) Ιουνίου.

Το τραγούδι σημείωσε τεράστια επιτυχία στις ΗΠΑ, φτάνοντας στο #8 του Billboard Hot 100 – η μόνη φορά που οι Clash μπήκαν στο Top 10 εκεί. Στη Βρετανία έφτασε «μόνο» στο #30, ίσως επειδή το κοινό τους δεν ήταν συνηθισμένο σε πιο εμπορικά ακούσματα από αυτούς. Η επανέκδοση του 1991 ανέβασε το τραγούδι στο #15.
Το video κλιπ γυρίστηκε στο Τέξας από τον Don Letts. Περιγράφει ένα σουρεαλιστικό road trip ενός Άραβα και ενός Εβραίου οδηγού ενοικιαζόμενης λιμουζίνας, που τελικά χορεύουν ska στους δρόμους και καταλήγουν σε συναυλία των Clash. Είναι γεμάτο ανατροπές και εικόνες που παίζουν με ταμπού – με τον Strummer και την μπάντα δίπλα σε πισίνες και αντλίες πετρελαίου, και ένα αρμαντίλλο που λειτουργεί ως... πνευματικός οδηγός.
Στον Mick Jones δεν άρεσαν όλα αυτά, αλλά δέχεται να εμφανιστεί στο κλιπ, με το πρόσωπό του καλυμμένο για το μεγαλύτερο μέρος του – μέχρι τη στιγμή που ο Strummer τον αποκαλύπτει βγάζοντας του το καπέλο.
Από το κλιπ λείπει ο Headon, που είχε φύγει από το συγκροτημα λόγω των προβλημάτων του με τα ναρκωτικά. Αντικαταστάθηκε από τον αρχικό ντράμερ Terry Chimes. Φυσικά ούτε ο Chimes συμφωνούσε με τον Jones και μετά την περιοδεία του Combat Rock, αποχώρησε κι αυτός.
Παρ’ όλα αυτά, το «Rock the Casbah» παρέμεινε σταθερά στο setlist τους μέχρι τη διάλυση το 1985 – και ήταν ένα από τα λίγα τραγούδια των Clash που ο Strummer συνέχισε να παίζει με τους The Mescaleros.
Το Combat Rock είναι το τελευταίο άλμπουμ της «κλασικής» σύνθεσης τoυ group – και αναμφίβολα το πιο επιτυχημένο τους. Και το «Rock the Casbah»; Ένα τραγούδι που ξεκίνησε από έναν μοναχικό ντράμερ, κατέληξε να γίνει ύμνος ενάντια στην καταπίεση – και ταυτόχρονα ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στιγμιότυπα της pop κουλτούρας των 80s.